Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η δημιουργία κλίματος μιας πνευματικής καλλιέργειας έχει σχέση και με το σύστημα της αυτοδιοίκησης που επέτρεψαν οι Τούρκοι στο Πήλιο. Ήδη από το 1615 οι καταχτητές χώρισαν τα πηλιορίτικα χωριά σε βακούφια και σε χάσια. Βακούφια είταν η Μακρινίτσα, η Πορταριά, το Καραμπάσι (σήμερα: Άγιος Βλάσιος), τα Λεχώνια, η Δράκια, ο Άγιος Λαυρέντης, ο Αϊ - Γιώργης, οι Πινακάτες, η Βιζίτσα, η Γατζέα, ο Κισσός, το Μούρεσι, η Μακρυράχη, η Αργαλαστή, ο Λαύκος και το Προμίρι. Το Τρίκερι, μεγαλοχώρι με απομονωμένη αυτάρκεια πολιτισμού και οικονομικής ζωής, υπαγόταν στον Καπουδάν Πασά και απολάμβανε επομένως ξεχωριστά προνόμια. Χάσια είταν τα υπόλοιπα, δηλαδή ο Άνω Βόλος, το Κατηχώρι, η Ζαγορά, το Πουρί, το Ανήλιο, η Τσαγκαράδα, η Λαμπινού, η Πρόπαν (σήμερα: Καλαμάκι), το Νεοχώρι, οι Μηλιές και η Νιάου (σήμερα: Αφέτες)1.
Από το 1668 όμως έχουμε μια παροχή προνομίων στο Πήλιο, επειδή κείνη τη χρονιά, σύμφωνα με την παράδοση, ο σουλτάνος Μεχμέτ ο Δ' γοητευμένος από τις ομορφιές του βουνού, έκανε τα χωριά ιδιοχτησία της μητέρας του.
Γεγονός πάντως είναι πως τα βακούφια πρώτα και τα χάσια ύστερα πρόκοψαν, γιατί διατηρούσαν μια μορφή αυτονομίας, και οι Τούρκοι πασάδες δεν είχαν το δικαίωμα να μπλέκονται, στα εσωτερικά ζητήματα των Πηλιοριτών. Διορίζονταν βέβαια σ’ αυτά Τούρκοι αξιωματούχοι (μποστατζήδες ή βοϊβόδες στα βακούφια και ζαπίτες στα χάσια), αλλά τη διοίκηση ασκούσε η τοπική δημογεροντία, που εκλεγόταν κάθε χρόνο με ψηφοφορία μεταξύ των κατοίκων2. Η δημογεροντία μάλιστα φρόντιζε να καλοπιάνει τους αξιωματούχους Τούρκους, ώστε οι τελευταίοι να μην ασκούν πίεση στα κοινοτικά ζητήματα και να μην ανακατεύονται στα θέματα της διοίκησης3. Οι δημογέροντες μάλιστα διέθεταν τέτοιο "νομικό" κύρος, ώστε διευθετούσαν κι ορισμένες μικροδιαφορές μεταξύ των χωριανών, οι οποίοι προσφεύγανε σ’ αυτούς θέλοντας και μη4. Πάντως ίσαμε τα μέσα περίπου του 17ου αιώνα το Πήλιο υπαγόταν στην υποδιοίκηση του Βελεστίνου. Όταν άρχισαν όμως να μεγαλώνουν και να προκόβουν τα χωριά, το Πήλιο έγινε υποδιοίκηση με έδρα την Αργαλαστή. Πιο ύστερα η έδρα μεταφέρθηκε στον Αϊ - Γιώργη Νηλείας, αλλά σε λίγα χρόνια οι προύχοντες της Αργαλαστής την ξαναπήραν. Πάλι όμως οι Αϊ-γιωργίτες μπόρεσαν κι έκαναν έδρα το χωριό τους, για να μεσολαβήσουν αργότερα οι Μακρινιτσώτες και να πάρουν αυτοί την έδρα γύρω στα 17905. Είχε συμφέρον ένα χωριό να κρατάει τον μποστατζή ή βοϊβόνδα, γιατί πετυχαίνε πολλά πράγματα. Το τονίζουν και οι Δημητριείς6: «Περνούν έναν Μποσταντζή (οι Μακρινιτσώτες) ἀπό τήν Κωνσταντινούπολι, τόν ὁποῖο τόν βαστούν εἰς τήν Μακρινίτζα, καί δι’ αὐτοῦ ἐνεργοῦν ταῖς δουλειαῖς τους, παιδεύουν τούς ἀτάκτους, καί βαστοῦν τήν αριστοκρατία τους».
Αργότερα όμως, γύρω στα 1817 με 1818 έφυγε κι απ’ αυτού ο μποστατζής και καταστάλαξε στο Καραμπάσι (σήμερα: Άγιος Βλάσιος), εξαιτίας των καβγάδων που είχαν ανάψει για καλά στη Μακρινίτσα7.
Με τέτοιο διοικητικό σύστημα και κάτω από την εύνοια της σουλτάνας το Πήλιο, δεν αντιμετώπισε βαρύ καθεστώς φορολογίας, όπως ο κάμπος κάτω κι άλλα μέρη της Ελλάδας. «Τά δοσίματά τους (δηλαδή οι φόροι) -παρατηρούν οι Δημητριείς8 - εἶναι προσδιωρισμένα καί πολλά ἐλαφρά, ὡσάν ὁπού τό δέκατο μόνο πληρόνουν, καί μιά ποσότητα διωρισμένη χαρατζοχαρτιῶν, τά ὁποῖα κοντά ὁπού τά πέρνουν μέ τήν τιμή ὁπού τά πέρνουν εἰς τήν Κωνσταντινούπολη εἶναι καί ὀλίγα (…)».
Έως το 1840 λοιπόν οι κοινότητες του Πηλίου προσπαθούσαν να αποκλείσουν τους Οθομανούς από την είσπραξη των φόρων, και γι’ αυτό οι προύχοντες πρόσφερναν μεγάλα ποσά για να ενοικιάζουν τους φόρους9.
Είχαν λοιπόν τους εκτιμητές και με βάση τα εισοδήματα του καθένα, καταγράφανε και εισπράττανε το φόρο, που παράδιναν στους Τούρκους. Από τα 1840 όμως τα πράγματα αλλάζουν προς το χειρότερο. Κείνη τη χρονιά καταργείται ο διοικητικός χωρισμός των πηλιορίτικων χωριών σε βακούφια και χάσια, και ενοποιούνται διοικητικά όλες οι πολίχνες του Πηλίου, αφού καταργήθηκαν ο μποστατζής ή βοϊβόδας. Στη θέση του μπαίνει ο καϊμακάμης, υποδιοικητής του βαλή (δηλαδή του νομάρχη) της Λάρισας.
Αυτός ανάλαβε τη διοίκηση όλων ανεξαίρετα των πηλιορίτικων χωριών και κατοίκησε στο κάστρο του Βόλου10 στα σημερινά "Παλιά". Η διοικητική αυτή μεταρρύθμιση έβλαψε το Πήλιο, γιατί χάθηκαν οι προστάτες αξιωματούχοι Τούρκοι, που βρίσκονταν έως τότε κοντά στους ραγιάδες, κι από την άλλη επειδή άλλαξε προς το χειρότερο ο τρόπος είσπραξης των φόρων11. Τώρα η τουρκική διοίκηση αναλαμβάνει να μαζεύει η ίδια τους φόρους, πουλώντας τους σε ξένους εμπόρους – υπήκοους του κράτους – ενώ ίσαμε τότε τους φόρους νοίκιαζαν οι προύχοντες σε εϋυπόληπτα πρόσωπα του χωριού. Έτσι ανακατεύονταν τώρα οι Τούρκοι στην εκτίμηση των εισοδημάτων με δυσμενή, βέβαια, αποτελέσματα για τους ραγιάδες. Το παρακάτω σχετικό παράδειγμα είναι ενδειχτικό: Ενώ ίσαμε το 1840 οι ελαιοπαραγωγικές κοινότητες του Πηλίου πλήρωναν συνολικά 250.000 γρόσια ως φόρο της δεκάτης για την ελιά, με τη μεταρρύθμιση το ποσό ανέβηκε στα 700.000 γρόσια. Έγινε δηλαδή υπερεκτίμηση της εσοδείας προκαταβολικά, για να εισπραχτούν υψηλοί φόροι12. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς πόσο στέναζαν οι Πηλιορίτες και ιδιαίτερα οι φτωχές τάξεις, που αναγκάζονταν να δανείζονται χρήματα από τους άρχοντες, για να πληρώνουν τους φόρους, κι έτσι να οργιάζει η τοκογλυφία13.