• Κοινωνική σύνθεση του Πηλίου

    Είναι ιστορικά βεβαιωμένο, πως το Πήλιο δεν διακρινόταν για τον αμιγή πληθυσμό του στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ίσαμε τα 1420 όμως υπήρχε μια μορφή ομοιογένειας στα χωριά που διατηρούσαν έναν αυτόχθονα πληθυσμό. Τέτοια χωριά είταν κυρίως η Ζαγορά, το Προμίρι και το Τρίκερι, γιατί ο πληθυσμός τους προερχόταν από αρχαίους παραθαλάσσιους οικισμούς, που εγκαταλείφτηκαν γύρω στα 1420 - 1450 (ή και πιο πριν), για το φόβο των πειρατών. Τότε η κατάσταση αυτή έφτασε στο απροχώρητο, γιατί Σαρακινοί πειρατές είχαν εγκατασταθεί στο απέναντι νησί της Σκοπέλου, σκορπώντας τρόμο στην περιοχή1. Έτσι απ’ τα παράλια μεταφέρεται η ζωή στα ψηλώματα, μαζί με τις παλιές συνήθειες και τον πολιούχο του κάθε τόπου. Στο συμπέρασμα αυτό μπορεί να καταλήξει κανείς, έχοντας υπόψη την περίπτωση του Προμιριού.

    Το χωριό αυτό ιδρύθηκε κείνα τα χρόνια απ’ τους κατοίκους του παραθαλάσσιου οικισμού της περιοχής2, που έχτισαν ναό3 αφιερωμένο στον πολιούχο του πρώτου οικισμού τους, την Παναγία4.

    Οι μετακινήσεις αυτές των πληθυσμών προς τα μεσόγεια του βουνού που προσδιόρισαν τη διαμόρφωση νέων οικισμών, δεν είναι οι μοναδικές. Το ίδιο γίνεται και στα παράλια του Παγασιτικού. Χαραχτηριστικό παράδειγμα ο οικισμός της Μεθώνης στα σημερινά Πλατανίδια, που μεταφέρεται προς τα βόρεια, στο ύψωμα «Παλιόκαστρο»5. Μετακινήσεις όμως έχουμε και εξαιτίας των Τούρκων. Η τούρκικη σκλαβιά διώχνει τους κατοίκους στα ψηλώματα, όπου υπάρχουν πολλά μοναστήρια, και γι’ αυτό το Πήλιο λεγόταν στα 1421 Monastir6. Σιγά - σιγά τα χωριά μεγαλώνουν και χτίζονται καινούργια. Μα κι εκεί η σκλαβιά όσο περνούσε ο καιρός, γινόταν κάπως σκληρή, κι αρκετοί Πηλιορίτες αναγκάζονταν να εκπατρίζονται. Έχουμε μάλιστα και μια γραφτή είδηση κατατοπιστική της φυγής κάποιου Ανδρέα απ’ τα Κανάλια του ΒΔ Πηλίου οτα 16437. Ο Καναλιώτης αυτός, «πολλάς παθών καταδιώξεις καί καταδρομάς παρά τοῖς ὀθωμανοῖς, ἐπροτίμησε τήν στέρησιν τῆς πολυστόνου πατρίδος του». Πήρε λοιπόν τη γυναίκα του και τα πέντε παιδιά του κι έφυγε για τα Ψαρά όπου και έζησε. Ας σημειωθεί ότι εδώ έρχονταν και καταστάλαζαν κι άλλοι Θεσσαλομάγνητες, γιατί η τούρκικη διοίκηση στο νησί είταν πολύ χαλαρή.

    Από τα 1668 όμως τα πράγματα καλυτερεύουν στο Πήλιο χάρη στα προνόμια που έδωκε ο σουλτάνος, όπως είδαμε πιο πάνω. Έτσι αποδώ και μπρος χάρη στην αυτονομία του αυτή, μαζεύει ανθρώπους από πολλά μέρη της Ελλάδας, κι ο πληθυσμός ανακατώνεται8. Ίσως σ’ ορισμένους οικισμούς οι μετανάστες είναι περισσότεροι από τους ντόπιους, αν λάβουμε υπόψη την παρατήρηση του Διαμαντή Μολοχάδη9, ότι οι ψυγάδες της Δημητριάδας και των Αγράφων ίδρυσαν κατά τον ΙΕ' αιώνα τη Δράκια και τα υπόλοιπα μεγαλοχώρια του Πηλίου10.

    Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πληθαίνουν οι φυγάδες σ’ ολόκληρο το Πήλιο. Υπάρχουν παραδόσεις στα χωριά που βεβαιώνουν τέτοιες μετοικίσεις Ηπειρωτών κυρίως11. Είναι οι χρόνοι, που το καθεστώς των πασάδων στην Ήπειρο γίνεται δυσβάσταχτο, και πολλοί κάτοικοι παίρνουν των ομματιών τους και φεύγουν12.

    Η εγκατάσταση καινούργιων ανθρώπων στο Πήλιο δίνει μια ώθηση στην οικονομική ζωή των χωριών κι ανανεώνει το λαϊκό πολιτισμό τους. «Σέ μιάν ὁρισμένη ὃμως ἐποχή, ἀπό τά μέσα τοῦ 17ου αἰώνα καί δῶθε - γράφει ο Γιάννης Κορδάτος13 - ἦρθαν κι ἂλλοι Ἠπειρῶτες καί δώσανε μέ τήν ἐνεργητικότητά τους, μεγάλη οἰκονομική ζωή στά χωριά τοῦ Πηλίου». Ο ίδιος ο Κορδάτος βεβαιώνει πιο κάτω14, πως οι Ηπειρώτες αυτοί «ἐπηρέασαν καί τήν πηλιορείτικη γλώσσα»15. Έφεραν, λέει, και δημοτικά τραγούδια και τα διέδωσαν στα χωριά, μπολιάζοντας ακόμα στο γλωσσικό ιδίωμα του Πηλίου ηπειρώτικες λέξεις και φράσεις. Εξάλλου πολλοί Μοσχοπολίτες, γύρω στα 1760 -1770, ήρθαν και καταστάλαξαν στα χωριά του ανατολικού Πηλίου, φέρνοντας μαζί τους χρήματα πολλά, και σαν εξασκημένοι έμποροι και βιοτέχνες όπως είταν, προώθησαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία16. Στην Άλλη Μεριά πάλι και στον Άνω Βόλο ήρθαν από παλιά κι εγκαταστάθηκαν βλάχοι17.

    Οι ξενομερίτες αυτοί μετέφεραν και μετέδωσαν στο Πήλιο και κάποιες προλήψεις και έθιμα της λαϊκής λατρείας. Στο Προμίρι και στην Κερασιά λογουχάρη, κάτοικοι των Αγράφων μεταφέρανε την παράδοση για την περιάροση των χωριών με ζευγάρι δαμαλιών καθώς και την παράδοση των «υψωμένων δέντρων»18.

    Στη Ζαγορά εξάλλου οι Κασανδρινοί Κοκοράκηδες μεταφύτεψαν το έθιμο της αποκριάτικης καμήλας19, κι ίσως νησιώτες ή Μικρασιάτες20 να πλούτισαν την παράδοση του Πηλίου με το θρύλο της «Γριάς προδότριας»21. Άλλη παράδοση πάλι του Ανηλίου θέλει τους Ηπειρώτες Χατζηκοσμάδες ιδρυτές του παλιού μητροπολιτικού ναού στο χωριό22.

    Ωστόσο φαίνεται πως οι Πηλιορίτες δεν είδαν με καλό μάτι ορισμένους Ηπειρώτες και κυρίως αυτούς που μιλούσαν τη βλάχικη γλώσσα. Τους αποκαλούσαν λοιπόν περιφρονητικά «βλάχους», μια προσωνυμία που μέχρι σήμερα ακόμα προσκολλάται σε άξεστους και λαϊκούς ανθρώπους στο Πήλιο23. Η στάση αυτή των Πηλιοριτών εξυπονοεί μια υπερεκτίμηση της αξίας τους, που πρέπει να πηγάζει, νομίζω, από μια συνείδηση ευγενικής καταγωγής και περηφάνιας από την προκοπή τους.

    Το ότι οι πρόσφυγες Ηπειρώτες της Ζαγοράς είχαν τοποθετηθεί σε χαμηλά κοινωνικά στρώματα, φαίνεται κι από μια συμβολική επιγραφή σε λιθανάγλυφο του ναού «Άγιος Γεώργιος» Ζαγοράς από τα 1765. Σύμφωνα μ’ αυτή οι «βλάχοι» του τόπου έκαναν κόμμα και διεκδικούσαν εκείνη τη χρονιά την κοινοτική αρχή. Αλλά οι αριστοκράτες της Ζαγοράς αντιστάθηκαν για να μη χάσουν την εξουσία, έχοντας μαζί τους τη χάρη της Παναγίας. Ακριβέστερα η επιγραφή έχει έτσι: «ΙΔΕ Ζ (=Ζαγοριανοί) Κ ΙΔΕ Β ( = Βλάχοι) ΠΩΣ ΚΟΙΤΑΖΟΥΣΙ Τ(ΗΝ) ΠΗΤΑ / ΠΟΤΕ ΝΑΒΓΟΥ (δηλαδή: να βγει) ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΟΥΡΝΟ ΜΗ ΤΗΝ ΦΑΓΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΥΡΝΟ24 / ΚΑΙ ΟΡΜΟΥΝ ΟΛ (ΟΙ) Β (ΛΑΧΟΙ) ΓΙΑ ΝΑ ΦΑΓΩΣΙ ΤΗΝ ΠΗΤΑ / Κ ΑΝΘΙΣΤΑΤΑΙ Η Ζ (= Ζαγοριανοί) ΜΕ ΒΟΗΘΕΙΑΝ ΤΗΣ Θ(ΕΟΤΟΚΟΥ)/ ΕΩΣ ΙΠΙΤΑ ΝΑ ΚΡΥΩΣΗ ΚΑΙ (ΑΠ’) ΤΟΥΣ ΒΛΑΧΟΥΣ ΝΑ ΓΛΥΤΩΣ(Η) / - Ω ΑΓΙΕ ΓΕΩΡΓΙΕ ΠΡΕΣΒΕΥΕ ΥΠΕΡ ΠΑΝΤΩΝ / ΤΩΝ ΕΙΣ Τ(Η)Ν ΕΚΚΛΙΣΙΑΝ ΣΟΥ ΤΑΥΤΗΝ ΒΟΙΘΗΣΑ- ΝΤΩΝ / Ζσογ ΑΨΞΕ (= 1765)»25.

    Πάντως οι κοινωνικές τάξεις στο Πήλιο, όπως και σ’ ολόκληρη τη Θεσσαλία, δεν είναι γέννημα της Τουρκοκρατίας. Υπήρξαν και στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Είταν και τότε οι άρχοντες που κάτεχαν μεγάλα τμήματα γης, κι από την άλλη πλευρά υπήρξε το μέγα πλήθος που εργαζόταν σκληρά μέσα σε καθεστώς εξαθλίωσης και καταπίεσης. Άλλοι δούλευαν σε φεουδάρχες ιδιώτες κι άλλοι στα μοναστήρια, που διαφέντευαν κι αυτά μεγάλες εκτάσεις26.

    Προύχοντας του Πηλίου στον 19ο αιώνα
    Προύχοντας του Πηλίου στον 19ο αιώνα (από δημοσίευμα του Γιάννη Κορδάτου «Το Πήλιο - Λαογραφικά και Ιστορικά» στη «Νέα Εστία» της 1ης Μαρτίου 1931,σελ. 249).

    Το καθεστώς αυτό συνεχίστηκε και με την κατάχτηση του Πηλίου από τους Τούρκους. Οι καλλιεργητές της γης άλλαξαν αφεντικά, μα δεν βελτίωσαν τη ζωή τους, κι από δουλοπάροικοι ονομάστηκαν κολλήγοι27. Ο θεσμός του κολλήγου είταν πιο εμφανής στα Λεχώνια, όπου στις αρχές του 10ου αιώνα όλες οι φαμίλιες των χριστιανών δούλευαν στα χωράφια και στους μπαχτσέδες των Οθομανών28. Με την επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας των Πηλιοριτών πέρα από την πρωτογενή παραγωγή (17ος αιώνας), διαμορφώνονται τρεις τάξεις στο Πήλιο. Στην πρώτη ανήκαν οι πολιτικοί και οι μεγαλοκτηματίες· στη δεύτερη οι βιοτέχνες, οι πραματευτές, οι τεχνίτες, οι μικροκτηματίες, οι καραβοκύρηδες και οι ναύτες. Τέλος στην τρίτη τάξη υπάγονταν οι υπάλληλοι (παραγιοί λέγονταν) σε ξένα σπίτια και χωράφια, οι ακτήμονες και οι αγωγιάτες29.

    Βέβαια δεν υπήρξαν στεγανά μεταξύ των τάξεων ούτε στο Πήλιο ούτε αλλού της Ελλάδας ποτέ. Δεν υπήρξε δηλαδή αυστηρή κατάταξη του πληθυσμού στις τάξεις. Οι διακρίσεις γίνονταν με πολλούς τρόπους. Πρώτα πρώτα οι άρχοντες μόνο είχαν το δικαίωμα να ανακατεύονται στην πολιτική. Οι ίδιοι πάλι είταν ανεβασμένοι σε μια θέση τιμής στο χωριό. Πρώτοι με την οικογένειά τους θα έσερναν το χορό στα πανηγύρια, και κανείς απ’ το λαό δεν μπορούσε να τους "κόψει τον κάβο" ή να πιαστεί ανάμεσά τους. Θα κάθονταν και σε καθίσματα αυτοί οι προύχοντες30, αντίθετα με τους λαϊκούς ανθρώπους που στέκονταν όρθιοι, παρακολουθώντας τις χορευτικές εκδηλώσεις. Στη Ζαγορά και το Προμίρι, φυσικά κι αλλού, σκάρωναν οι ξυλουργοί ειδική εξέδρα σε περίοπτο σημείο της πλατείας, για να κάθονται οι φαμίλιες των αρχόντων31.

    Τιμητική θέση κρατούσαν και στα τραπέζια του γάμου ως καλεσμένοι, φυσικά και στην εκκλησία· άρχοντες και αρχόντισσες. Οι πρώτοι κοντά στο δεξιό και αριστερό αναλόγιο, οι δεύτερες πίσω απ’ τους προύχοντες του αριστερού αναλόγιου.

    Μα και στα μοναστήρια υπήρχε ειδικό κελί για τους άρχοντες, το αρχονταρίκι, όπου οι τελευταίοι καταλύανε στα πανηγύρια32. Χωριστό οίκημα είχαν και στο χωριό για να συνάζονται και να κανονίζουν τις κοινοτικές υποθέσεις. Το έλεγαν κι αυτό αρχονταρίκι. Εδώ απαγορευόταν να ζυγώνουν οι φτωχοί συγχωριανοί τους· άμα όμως είταν ανάγκη να παρουσιαστούν, έπρεπε να βγάλουν τα παπούτσια τους και να περάσουν μέσα ξυπόλητοι, κάνοντας υπόκλιση, όπως και στους Τούρκους33. Υπόκλιση έκαναν κι όταν συναντούσαν άρχοντα στο δρόμο. Στο Ανήλιο μάλιστα έπρεπε οι περαστικοί να σταματήσουν δίπλα στον πύργο του μεγαλύτερου άρχοντα του χωριού Χατζηκοσμά, κι άμα είταν καβάλα να ξεπεζέψουν, για να υποκλιθούν μπροστά στον άρχοντα34.

    Ζαγοριανοί με τις φορεσιές τους στα 1880-1890
    Ζαγοριανοί με τις φορεσιές τους στα 1880-1890 (από δημοσίευμα του Γιάννη Κορδάτου «Το Πήλιο - Λαογραφικά και Ιστορικά» στη «Νέα Εστία» της 15ης Φεβρουαρίου 1931, σελ. 200).

    Τέλος ο κοινωνικός διαχωρισμός των πλουσίων στο Πήλιο εκφραζόταν και με την ενδυμασία. Άντρες και γυναίκες ντύνονταν με ρούχα, που δεν μπορούσαν να έχουν οι χωρικοί. Ποτέ ένας φτωχός δεν είχε το δικαίωμα να φέρνει ενδυμασία της ίδιας ποιότητας με κείνη του άρχοντα35. Ακόμα και σε δικαιοπρακτικά έγγραφα τονίζεται η αρχοντιά: «(...) ἐπώλησα πρός τόν κύρ γιαννιόν, υἱόν τοῦ ἄρχοντα φιλιππάκη (...)».36

    Οι διακρίσεις αυτές - γράφει ο Κορδάτος37 - καλλιέργησαν με τον καιρό ένα μίσος στις λαϊκές τάξεις ενάντια στους κοτζαμπάσηδες, και πολλοί μην αντέχοντας την κατάσταση, έπαιρναν τα βουνά και γίνονταν κλέφτες ή έφερναν τους κλέφτες στα χωριά για να ληστεύουν τους προύχοντες. Τέτοια όμως αντίδραση των Πηλιοριτών δεν βεβαιώνεται από καμιά γραφτή πηγή. Ούτε και καμιά προφορική παράδοση την επαληθεύει. Αντίθετα αυτές οι κοινωνικές διακρίσεις, που έγιναν ισχυρές μέσ’ από τις δημοσιονομικές κυρίως πρακτικές των αρχόντων, είταν σεβαστές τουλάχιστο στο Προμίρι και τη Ζαγορά, και οι απλοί χωρικοί αποδέχονταν παθητικά τη μοίρα τους. Οι ίδιοι είχαν συνειδητοποιήσει την ταπεινή τους θέση κι ανάλογα εκδηλώνονταν πάντοτε. «Ἀρχόντ’ σσις εἶνι - ομολογούσαν στο Προμίρι για τις γυναίκες των πλουσίων - κί τ’ς πρέπ’ νι ὅ, τ’ κι ἄν φουρέσ’ νι»38. Στο ίδιο χωριό πάλι, άμα καμιά, ξεφεύγοντας από το «γνώθι σ’ αυτόν», τολμούσε να μιμηθεί τη στολή της αρχόντισσας, άκουγε τα σχολιανά της: «Τά μούτρα τ’ς δέν εἶνι γιά τέτοιου φ’ στάν’. Δέ τ’ς πρέπ’ νι αὐτά ἀπ’ φουράει, πάει νά παραστήσ’ τ’ν ἀρχόντ’σσα, σά δέ ντρέπιτι». Κάποτε - γύρω στα 1860 - την ειρωνεία την έκαναν και τραγουδί για τρεις συγκεκριμένες φτωχογυναίκες, που φόρεσαν πόλκα (= ζακέτα), τέτοια που φορούσε και η αρχόντισσα Ευανθία Νταμτσοπούλα:

    • «Εἰς τήν ἀπάν’ τή γειτουνιά
      φόρισαν πόλκα δυό Λινιά·
      φόρισι κι ἡ Νταμτσουπούλα
      φόρισι ἡ Εὐανθία
      πού ’νι σάν τήν Παναγία
      φόρισι κί τ’ Μανουλῆ39
      κι εἶνι μαύρια σά δαυλί
      »40.

    Στη Ζαγορά εξάλλου με ευχαρίστηση και με συνείδηση της ταπεινής θέσης τους οι φτωχές Ζαγοριανές έστρωναν χαλιά στο δρόμο, για να πατάει απάνω και να πηγαίνει στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου την Κυριακή, η αρχόντισσα κυρία Αρχοντάκη41.

    Πάντως κριτήριο της αρχοντιάς δεν είταν αναγκαστικά η οικονομική ευρωστία. Βασικό ρόλο έπαιζε η καταγωγή42, το καλό «σόι», όπως έλεγαν. Ένα τέτοιο «σόι» είχε πάντοτε μια επιφάνεια αρχοντιάς, που επηρέαζε την κρίση στα διάφορα συνοικέσια43, έστω κι αν έπεφτε κάποτε στη φτώχια.

    Μια άλλη μορφή κοινωνικής τάξης, που μπορεί να ενταχτεί, νομίζω σε κάποιο διακριτικό επίπεδο, χωρίς όμως να διαθέτει ηγετική θέση, είταν ο κλήρος. Η επιφάνειά του, έχω τη γνώμη πως είταν αποτέλεσμα όχι της οικονομικής του ακμής - ίσα ίσα οι παπάδες των χωριών ζούσαν σε καθεστώς φτώχιας - αλλά της αβασάνιστης προσήλωσης των χωρικών στον ουρανό. Ο κλήρος ανέβαινε στα μάτια των ραγιάδων ως αντιπρόσωπος του Θεού. Περισσότερα όμως για τον κλήρο θα δούμε στο κεφάλαιο της θρησκευτικής ζωής που ακολουθεί.

    1. Γιώργου Θωμά, Γύρω απ’το θρύλο της Γριάς προδότριας, όπ.π., σελ. 73. Τότε μεταφέρθηκε και η πολίχνη της Σκιάθου στον απόκρημνο βράχο του νησιού, που ύμνησε ο Παπαδιαμάντης (I. Φραγκούλα, Τα χριστιανικά Μνημεία της νήσου Σκιάθου, Θεσσαλονίκη 1955, σελ. 7 - 12). Πρβλ. και Π. Ασημακοπούλου - Ατζακά, Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Μαγνησία, «Μαγνησία», όπ.π., σελ. 114.
    2. Δυστυχώς δεν έχει ερευνηθεί ο χώρος από την αρχαιολογική σκαπάνη, κι έτσι δεν ξέρουμε την ταυτότητα του οικισμού. Όλες όμως οι παραδόσεις της περιοχής μιλούν για τη Σηπιάδα, λαθεμένα νομίζω. Στον οικισμό αναφέρεται και η Α. Αβραμέα (Η Βυζαντινή Θεσσαλία μέχρι του 1204, Αθήναι 1974, σελ. 152. Πρβλ. και Π. Ασημακοπούλου - Ατζακά, Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Μαγνησία, όπ.π., σελ. 113).
    3. Για τα ιστορικά του μητροπολιτικού αυτού ναού του Προμιριού, βλ. α) Γιώργου Θωμά, Το πανηγύρι του Προμιριού - Ματιές στα ιστορικά του, εφημ. «Η Θεσσαλία», 15 Αυγούστου 1976. β) Του ίδιου, Η «Παναγία» του Προμιριού, εφημ. «Η Θεσσαλία» 16 Αυγούστου 1978.
    4. Σήμερα από τον παλαιοχριστιανικό αυτό ναό της Παναγίας, σώζονται διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη και μεγάλο μωσαϊκό δάπεδο. Για το δάπεδο βλ. Π. Λαζαρίδη, Αρχαιολογικόν Δελτίον, τόμ. 20ός, 1965, σελ. 326.
    5. Βλ. α) Α. Αβραμέας, Η Βυζαντινή Θεσσαλία μέχρι του 1204, όπ.π., σελ. 107. β) Π. Ασημακοπούλου - Ατζακά, Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Μαγνησία, όπ.π., σελ. 114. Βλ. και «Η Βυζίταα του Πηλίου» μιας ομάδας σπουδαστριών στη «Θεσσαλική Εστία» (τεύχ. 67, Γενάρης - Φλεβάρης 1984, σελ. 305).
    6. Κ. Ν. Σάθα, Ελληνικά Μνημεία, τόμ. Β', σελ. 113.
    7. Κωνσταντίνου Νικόδημου, Υπόμνημα της νήσου Ψαρών, τόμ. Α', Αθήνησι 1862, σελ. 13.
    8. Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ.π., σελ. 192
    9. Οδηγός της πόλεως Βόλου, 1900, σελ. 27.
    10. Σύμφωνα με την παράδοση, και οι Μηλιές χτίστηκαν γύρω στα 1740 από κατοίκους του χωριού «Μηλιές» της βόρειας Εύβοιας. Οι κάτοικοι αυτοί δεν μπορούσαν να υποφέρουν την τυραννία των μπέηδων της περιοχής κι αναγκάστηκαν να έρθουν στο Πήλιο να ζήσουν (Ρήγα Καμηλάρη, Γρηγορίου Κωνσταντά, Βιογραφίαι - Λόγοι - Επιστολαί, εν Αθήναις 1897, σελ. 85). Άλλη παράδοση από το Κεραμίδι αναφέρει πως το χωριό κατοικήθηκε από διάφορους κλέφτες γύρω στα 1630. Αργότερα ο πληθυσμός αυξήθηκε απ’ τους κατοίκους του χωριού «Τσιφλικάκια», οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο Κεραμίδι επειδή σκότωσαν έναν Τούρκο κατή κι ήθελαν να αποφύγουν την εκδίκηση των Οθομανών (βλ. Αριστ. Δ. Παπαχατζόπουλου, Το Κεραμίδιον, Θεσσαλικά Χρονικά, τόμ. Β', εν Αθήναις 1931, σελ. 120 -121). Πολλοί πάλι Αγραφιώτες εγκαταστάθηκαν στην Πορταριά γύρω στα 1770 - 1780, στον Ανω Βόλο, στο Καραμπάσι (βλ. Βαγγέλη Σκουβαρά, Πηλιορείτικα Β', όπ.π., σελ. 31, 49,184), στο Προμίρι, την Κερασιά κλπ.
    11. Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ.π., σελ. 193, υπ. 1. Βλ. ακόμα: α) Ακολουθία του Οσίου Λαυρέντιου του Μεγάλου, επιμέλεια και δαπάνη Ζωσιμά Εσφιγμενίτου, εν Αθήναις 1901, σελ. 22, 23: «Τότε (1771) πάλιν πολλοί φιλήσυχοι ἀνεχώρησαν ἐκ τῆς Θεσσαλίας καί ἦλθον καί κατώκησαν εἰς τά χωρία τοῦ Βόλου», β) Σωκράτους Κ. Βαμβάκου, Η εξέλιξις του χωρίου Άγιος Λαυρέντιος Πηλίου από του έτους 1517 - 1880, Θεσσαλικά Χρονικά, έκτακτος έκδοσις, Αθήναι 1965, σελ. 542 - 543 (και ανάτυπο), γ) Γιώργου Θωμά, Ο Πηλιορίτης οπλαρχηγός Γιώργης Ζορμπάς, όπ.π., σελ. 16. δ) Τουριστικός Οδηγός Μαγνησίας (Επιμέλεια Ιωάννου Δ. Πατρίκου), 1971, σελ. 79. Το ότι εγκαταστάθηκαν Ηπειρώτες στο Πήλιο, φαίνεται κι από μερικά χαραχτηριστικά επωνύματα που βρίσκουμε μέχρι σήμερα στα χωριά, όπως: Σουλιώτης, Ιωαννίδης, Βλάχος, Γιαννιώτης, Ζουπανιώτης, Αλβανός, Αρβανίτης, Αγραφιώτης κλπ.
    12. Βλ. Παναγιώτου Αραβαντινού, Χρονογραφία της Ηπείρου των τε ομόρων ελληνικών και ιλλιρικών χωρίων, εν Αθήναις 1856, σελ. 350 και πέρα
    13. Ιστορία της επαρχίας Βόλου καί Αγιάς, όπ. π., σελ. 193. Ο ίδιος πάλι σ’ άλλη σελίδα θα παρατηρήσει: «Ὁ ἐρχομός τῶν ξένων εἶχε φυσικά καλές συνέπειες, γιατί ἔφερε στον τόπο ὁρισμένες συνήθειες, δημοτικά τραγούδια, παραδόσεις, καί τό πιό σημαντικό καί τεχνικές γνώσεις» (σελ. 368)
    14. Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ. π., σελ. 193, υπ. 1.
    15. Πιο πριν είχαν επηρεάσει την πηλιορίτικη λαλιά, τόσο οι Σλάβοι, όσο και οι Βενετσάνοι, καθώς φανερώνουν τουλάχιστο τα τόσα σλάβικα (και μερικά βενετσάνικα) τοπωνύμια στο Πήλιο, παράλληλα και οι πολλές βενετσάνικες λέξεις που πέρασαν στην καθημερινή ομιλία των Πηλιοριτών (βλ. Γιώργου Θωμά, Ανέκδοτη Αλληλογραφία του Γρηγορίου Κωνσταντά και του Γιάννη Μπασδέκη, αρματολού του Πηλίου, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμ. Γ', Λάρισα 1982, σελ. 9-10 (και ανάτυπο). Η επίδραση εξάλλου της τούρκικης γλώσσας απάνω στην πηλιορίτικη είναι ως σήμερα ολοφάνερη.
    16. Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ. π., σελ. 193, υπ. 1.
    17. Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ. π., σελ. 191.
    18. Γιώργου Θωμά, Τα "υψωμένα" δέντρα της Θεσσαλίας, Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών, τόμ. Ζ', Βόλος 1985, σελ. 213 – 216, 224 (και ανάτυπο).
    19. Από προφορικές παραδόσεις που κατάγραψα στη Ζαγορά το 1962.
    20. Σύμφωνα με μια παράδοση της Τσαγκαράδας, Μικρασιάτες είταν οι πρώτοι ιδρυτές του χωριού. Είταν, λέει, τσαγκάρηδες, απ’ τους οποίους και πήρε το όνομα η πολίχνη. Αργότερα ήρθαν κι άλλοι από διάφορα μέρη, όπου κατατυραννιόνταν απ’ τους Οθομανούς (Ν (ικολάου) Δ (ημητριάδη), Η Τσαγκαράδα και η Εμπορική Σχολή της, εν Αθήναις 1921, σελ. 8,14.
    21. Για το θρύλο αυτό βλ. Γιώργου Θωμά, Γύρω από το θρύλο της Γριάς προδότριας, όπ.π., σελ. 66 - 73
    22. Βλ. Γιώργου Θωμά, Παραδόσεις από το Ανήλιο, εφημ. «Η Θεσσαλία», 9 Νοεμβρίου 1980. Γύρω στα 1780 το Πήλιο θεωρείται η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της Ελλάδας, αφού σε κάθε τετραγωνική λεύγα κατοικούν 613 άτομα, ενώ στο Μοριά μόνο 300 (Κίτσου Α. Μακρή, Μεταβυζαντινή και Νεώτερη Μαγνησία, όπ.π., σελ. 222). Πίσω - μπρος πάντως του 1840, το Πήλιο κατοικείται από 40.000 ανθρώπους όπως είδαμε πιο πάνω (Σωτήρη Ν. Αθανασιάδη, 12 ανέκδοτα έγγραφα για το Πήλιο, όπ.π., σελ. 163). Μα και ο Απόστολος Βακαλόπουλος θεωρεί το Πήλιο ως την πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της χώρας (Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Τουρκοκρατία (1669 - 1812): Η οικονομική άνοδος και ο φωτισμός του Γένους, τόμ. Δ', Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 523).
    23. Αυτής της νοοτροπίας απόρροια είταν πιστεύω και η άρνηση των μαθητριών του Ανώτερου Παρθεναγωγείου Βόλου να τραγουδήσουν ένα δημοτικό τραγούδι, που πήγε να διδάξει στην αρχή του σχολικού χρόνου ο δάσκαλος της μουσικής. Όλες μαζί το αντιμετώπισαν με ειρωνεία, λέγοντας: «τί; βλάχικα θά μάθωμε;» (Α. Δελμούζου, Το Κρυφό Σκολειό 1908 -1911, Αθήνα 1950, σελ. 57).
    24. Τούρνο είναι ένα είδος παστωμένου ψαριού, που συνηθίζουν οι βλάχοι (βλ. Απόστολου Γ. Κωνσταντινίδου, Τα εν τω Πηλίω όρει παλαιά καί σύγχρονα χριστιανικά Μνημεία, όπ. π., σελ. 49).
    25. Την επιγραφή παρουσιάζουν, με κάποιες ορθογραφικές διαφορές, και σχολιάζουν οι Απόστολος Γ. Κωνσταντινίδης (Τα εν τω Πηλίω όρει παλαιά και σύγχρονα χριστιανικά Μνημεία, όπ. π., σελ. 49) και Γιάννης Κορδάτος (Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ. π., σελ. 369, υπ. 1).
    26. Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ. π., σελ. 178 - 179, όπου και σχετική βιβλιογραφία.
    27. Βλ. α) Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ. π., σελ. 183, β) Γεωγραφία Νεωτερική, όπ. π., σελ. 112, γ) Θεοδόση Κ. Σπεράντσα, Τα περισωθέντα Έργα του Αργύρη Φιλιππίδη, Αθήναι 1978, σελ. 194.
    28. Θεοδόση Κ. Σπεράντσα, Τα περισωθέντα Έργα του Αργύρη Φιλιππίδη, όπ. π., σελ. 166. Στα Λεχωνιά, όπως και στο συνοικισμό «Στρόφιλος» στο Καραμπάσι και στο Παλιόκαστρο των Λεχωνίων, είχαν εγκατασταθεί οι περισσότεροι Μουσουλμάνοι (Βαγγέλη Σκουβαρά, Πηλιορείτικα Β', όπ. π., σελ. 195).
    29. Θεοδόση Κ. Σπεράντσα, Τα περισωθέντα Έργα του Αργυρή Φιλιππίδη, όπ. π., σελ. 152, 173, 182, 185, 187, 191. Ο Αργυρής Φιλιππίδης θα προσθέσει ακόμα, πως στη Ζαγορά οι προύχοντες διακρίνονταν για την έλλειψη φιλανθρωπίας (όπ. π., σελ. 191).
    30. Από πληροφορίες του Νικολάου Μάγνη (Περιήγησις ή Τοπογραφία της Θεσσαλίας και θετταλικής Μαγνησίας, εν Αθήναις 1860, σελ. 47), γίνεται γνωστό πως κοντά στην πλατεία βρισκόταν το χαϊάτι, ένα είδος στοάς, για να κάθονται οι κοτζαμπάσηδες. (Βλ. και Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ. π., σελ. 208).
    31. Βλ. Γιώργου Θωμά, Το πανηγύρι του Προμιριού - Ματιές στα ιστορικά του, όπ.π..
    32. Από παραδόσεις που έχω συγκεντρώσει σε διάφορα χωριά του Πηλίου.
    33. Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ.π., σελ. 207.
    34. Βλ. Γιώργου Θωμά, Παραδόσεις απ' το Ανήλιο, εφημ. «Η Θεσσαλία» 9 Νοεμβρίου 1980.
    35. Γιώργου Θωμά, Το πανηγύρι του Προμιριού..., όπ.π..
    36. Από ζαγοριανό πωλητήριο του 1806 (βλ. Απ. Γ. Κωνσταντινίδου, Από την ανέκδοτη ιστορία της Ζαγοράς - Πηλίου, Πανθεσσαλικό Λεύκωμα, Βόλος 1927, σελ. 66).
    37. Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ.π., σελ. 207.
    38. Γιώργου Θωμά, Το πανιγγύρι του Προμιριού..., όπ.π..
    39. Η γυναίκα δηλαδή κάποιου Μανόλη.
    40. Γιώργου Θωμά, Το πανηγύρι του Προμιριού..., όπ.π..
    41. Γιώργου Θωμά, Γύρω από ένα ζαγοριανό θρύλο, εφημ. «Η Θεσσαλία» 6 Απριλίου 1978.
    42. Βλ. και το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Θάνατος κόρης» (Παπαδιαμάντη Άπαντα, ἐπιμέλεια Μιχ. Περάνθη, τύμ. Α', Αθήνα, σελ. 415).
    43. Το τι περηφάνια ένιωθε κάποιος από καλό «σόι», φαίνεται κι από ένα δημοτικό τραγούδι της Ζαγοράς (Γιάνη Κ. Κορδάτου, Η Επανάσταση της Θεσσαλομαγνησίας στο 1821, Αθήνα 1930, σελ. 50 - 51), όπου το λόγο έχει μια αρχοντοπουλα:
      • «.....................................
        Ἐγώ ’μαι κόρη Ἄρχουντα
        εἶμαι ἀρχοντοπούλα
        ἀπό γενιά κρατάω γώ
        τό σόι μου εἶν’ ἀφεντάδες».
      Η αρχοντοπούλα αυτή, σύμφωνα με το τραγούδι, δεν δεχόταν να παντρευτεί όποιον κι όποιον· ήθελε άρχοντα:
      • «Σοῦ τὤπα μιά σοῦ τὤπα δυό,
        ατού λέω πέντε δέκα.
        Μόνο, ἄν ἀρχοντόπουλο,
        ἐρθῆ καί μέ γυρέψη,
        δίνω τό λόγο μονομιᾶς
        καί γίνουμαί του ταῖρι.
        Πραματευτής δέ θά χαρῆ
        τή νιότη τή δικιά μου,
        τούν κόρφο μου δέ θά τόν διῆ
        μάτι κατώτερού μου».