Είναι ιστορικά βεβαιωμένο, πως το Πήλιο δεν διακρινόταν για τον αμιγή πληθυσμό του στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ίσαμε τα 1420 όμως υπήρχε μια μορφή ομοιογένειας στα χωριά που διατηρούσαν έναν αυτόχθονα πληθυσμό. Τέτοια χωριά είταν κυρίως η Ζαγορά, το Προμίρι και το Τρίκερι, γιατί ο πληθυσμός τους προερχόταν από αρχαίους παραθαλάσσιους οικισμούς, που εγκαταλείφτηκαν γύρω στα 1420 - 1450 (ή και πιο πριν), για το φόβο των πειρατών. Τότε η κατάσταση αυτή έφτασε στο απροχώρητο, γιατί Σαρακινοί πειρατές είχαν εγκατασταθεί στο απέναντι νησί της Σκοπέλου, σκορπώντας τρόμο στην περιοχή1. Έτσι απ’ τα παράλια μεταφέρεται η ζωή στα ψηλώματα, μαζί με τις παλιές συνήθειες και τον πολιούχο του κάθε τόπου. Στο συμπέρασμα αυτό μπορεί να καταλήξει κανείς, έχοντας υπόψη την περίπτωση του Προμιριού.
Το χωριό αυτό ιδρύθηκε κείνα τα χρόνια απ’ τους κατοίκους του παραθαλάσσιου οικισμού της περιοχής2, που έχτισαν ναό3 αφιερωμένο στον πολιούχο του πρώτου οικισμού τους, την Παναγία4.
Οι μετακινήσεις αυτές των πληθυσμών προς τα μεσόγεια του βουνού που προσδιόρισαν τη διαμόρφωση νέων οικισμών, δεν είναι οι μοναδικές. Το ίδιο γίνεται και στα παράλια του Παγασιτικού. Χαραχτηριστικό παράδειγμα ο οικισμός της Μεθώνης στα σημερινά Πλατανίδια, που μεταφέρεται προς τα βόρεια, στο ύψωμα «Παλιόκαστρο»5. Μετακινήσεις όμως έχουμε και εξαιτίας των Τούρκων. Η τούρκικη σκλαβιά διώχνει τους κατοίκους στα ψηλώματα, όπου υπάρχουν πολλά μοναστήρια, και γι’ αυτό το Πήλιο λεγόταν στα 1421 Monastir6. Σιγά - σιγά τα χωριά μεγαλώνουν και χτίζονται καινούργια. Μα κι εκεί η σκλαβιά όσο περνούσε ο καιρός, γινόταν κάπως σκληρή, κι αρκετοί Πηλιορίτες αναγκάζονταν να εκπατρίζονται. Έχουμε μάλιστα και μια γραφτή είδηση κατατοπιστική της φυγής κάποιου Ανδρέα απ’ τα Κανάλια του ΒΔ Πηλίου οτα 16437. Ο Καναλιώτης αυτός, «πολλάς παθών καταδιώξεις καί καταδρομάς παρά τοῖς ὀθωμανοῖς, ἐπροτίμησε τήν στέρησιν τῆς πολυστόνου πατρίδος του». Πήρε λοιπόν τη γυναίκα του και τα πέντε παιδιά του κι έφυγε για τα Ψαρά όπου και έζησε. Ας σημειωθεί ότι εδώ έρχονταν και καταστάλαζαν κι άλλοι Θεσσαλομάγνητες, γιατί η τούρκικη διοίκηση στο νησί είταν πολύ χαλαρή.
Από τα 1668 όμως τα πράγματα καλυτερεύουν στο Πήλιο χάρη στα προνόμια που έδωκε ο σουλτάνος, όπως είδαμε πιο πάνω. Έτσι αποδώ και μπρος χάρη στην αυτονομία του αυτή, μαζεύει ανθρώπους από πολλά μέρη της Ελλάδας, κι ο πληθυσμός ανακατώνεται8. Ίσως σ’ ορισμένους οικισμούς οι μετανάστες είναι περισσότεροι από τους ντόπιους, αν λάβουμε υπόψη την παρατήρηση του Διαμαντή Μολοχάδη9, ότι οι ψυγάδες της Δημητριάδας και των Αγράφων ίδρυσαν κατά τον ΙΕ' αιώνα τη Δράκια και τα υπόλοιπα μεγαλοχώρια του Πηλίου10.
Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πληθαίνουν οι φυγάδες σ’ ολόκληρο το Πήλιο. Υπάρχουν παραδόσεις στα χωριά που βεβαιώνουν τέτοιες μετοικίσεις Ηπειρωτών κυρίως11. Είναι οι χρόνοι, που το καθεστώς των πασάδων στην Ήπειρο γίνεται δυσβάσταχτο, και πολλοί κάτοικοι παίρνουν των ομματιών τους και φεύγουν12.
Η εγκατάσταση καινούργιων ανθρώπων στο Πήλιο δίνει μια ώθηση στην οικονομική ζωή των χωριών κι ανανεώνει το λαϊκό πολιτισμό τους. «Σέ μιάν ὁρισμένη ὃμως ἐποχή, ἀπό τά μέσα τοῦ 17ου αἰώνα καί δῶθε - γράφει ο Γιάννης Κορδάτος13 - ἦρθαν κι ἂλλοι Ἠπειρῶτες καί δώσανε μέ τήν ἐνεργητικότητά τους, μεγάλη οἰκονομική ζωή στά χωριά τοῦ Πηλίου». Ο ίδιος ο Κορδάτος βεβαιώνει πιο κάτω14, πως οι Ηπειρώτες αυτοί «ἐπηρέασαν καί τήν πηλιορείτικη γλώσσα»15. Έφεραν, λέει, και δημοτικά τραγούδια και τα διέδωσαν στα χωριά, μπολιάζοντας ακόμα στο γλωσσικό ιδίωμα του Πηλίου ηπειρώτικες λέξεις και φράσεις. Εξάλλου πολλοί Μοσχοπολίτες, γύρω στα 1760 -1770, ήρθαν και καταστάλαξαν στα χωριά του ανατολικού Πηλίου, φέρνοντας μαζί τους χρήματα πολλά, και σαν εξασκημένοι έμποροι και βιοτέχνες όπως είταν, προώθησαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία16. Στην Άλλη Μεριά πάλι και στον Άνω Βόλο ήρθαν από παλιά κι εγκαταστάθηκαν βλάχοι17.
Οι ξενομερίτες αυτοί μετέφεραν και μετέδωσαν στο Πήλιο και κάποιες προλήψεις και έθιμα της λαϊκής λατρείας. Στο Προμίρι και στην Κερασιά λογουχάρη, κάτοικοι των Αγράφων μεταφέρανε την παράδοση για την περιάροση των χωριών με ζευγάρι δαμαλιών καθώς και την παράδοση των «υψωμένων δέντρων»18.
Στη Ζαγορά εξάλλου οι Κασανδρινοί Κοκοράκηδες μεταφύτεψαν το έθιμο της αποκριάτικης καμήλας19, κι ίσως νησιώτες ή Μικρασιάτες20 να πλούτισαν την παράδοση του Πηλίου με το θρύλο της «Γριάς προδότριας»21. Άλλη παράδοση πάλι του Ανηλίου θέλει τους Ηπειρώτες Χατζηκοσμάδες ιδρυτές του παλιού μητροπολιτικού ναού στο χωριό22.
Ωστόσο φαίνεται πως οι Πηλιορίτες δεν είδαν με καλό μάτι ορισμένους Ηπειρώτες και κυρίως αυτούς που μιλούσαν τη βλάχικη γλώσσα. Τους αποκαλούσαν λοιπόν περιφρονητικά «βλάχους», μια προσωνυμία που μέχρι σήμερα ακόμα προσκολλάται σε άξεστους και λαϊκούς ανθρώπους στο Πήλιο23. Η στάση αυτή των Πηλιοριτών εξυπονοεί μια υπερεκτίμηση της αξίας τους, που πρέπει να πηγάζει, νομίζω, από μια συνείδηση ευγενικής καταγωγής και περηφάνιας από την προκοπή τους.
Το ότι οι πρόσφυγες Ηπειρώτες της Ζαγοράς είχαν τοποθετηθεί σε χαμηλά κοινωνικά στρώματα, φαίνεται κι από μια συμβολική επιγραφή σε λιθανάγλυφο του ναού «Άγιος Γεώργιος» Ζαγοράς από τα 1765. Σύμφωνα μ’ αυτή οι «βλάχοι» του τόπου έκαναν κόμμα και διεκδικούσαν εκείνη τη χρονιά την κοινοτική αρχή. Αλλά οι αριστοκράτες της Ζαγοράς αντιστάθηκαν για να μη χάσουν την εξουσία, έχοντας μαζί τους τη χάρη της Παναγίας. Ακριβέστερα η επιγραφή έχει έτσι: «ΙΔΕ Ζ (=Ζαγοριανοί) Κ ΙΔΕ Β ( = Βλάχοι) ΠΩΣ ΚΟΙΤΑΖΟΥΣΙ Τ(ΗΝ) ΠΗΤΑ / ΠΟΤΕ ΝΑΒΓΟΥ (δηλαδή: να βγει) ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΟΥΡΝΟ ΜΗ ΤΗΝ ΦΑΓΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΥΡΝΟ24 / ΚΑΙ ΟΡΜΟΥΝ ΟΛ (ΟΙ) Β (ΛΑΧΟΙ) ΓΙΑ ΝΑ ΦΑΓΩΣΙ ΤΗΝ ΠΗΤΑ / Κ ΑΝΘΙΣΤΑΤΑΙ Η Ζ (= Ζαγοριανοί) ΜΕ ΒΟΗΘΕΙΑΝ ΤΗΣ Θ(ΕΟΤΟΚΟΥ)/ ΕΩΣ ΙΠΙΤΑ ΝΑ ΚΡΥΩΣΗ ΚΑΙ (ΑΠ’) ΤΟΥΣ ΒΛΑΧΟΥΣ ΝΑ ΓΛΥΤΩΣ(Η) / - Ω ΑΓΙΕ ΓΕΩΡΓΙΕ ΠΡΕΣΒΕΥΕ ΥΠΕΡ ΠΑΝΤΩΝ / ΤΩΝ ΕΙΣ Τ(Η)Ν ΕΚΚΛΙΣΙΑΝ ΣΟΥ ΤΑΥΤΗΝ ΒΟΙΘΗΣΑ- ΝΤΩΝ / Ζσογ ΑΨΞΕ (= 1765)»25.
Πάντως οι κοινωνικές τάξεις στο Πήλιο, όπως και σ’ ολόκληρη τη Θεσσαλία, δεν είναι γέννημα της Τουρκοκρατίας. Υπήρξαν και στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Είταν και τότε οι άρχοντες που κάτεχαν μεγάλα τμήματα γης, κι από την άλλη πλευρά υπήρξε το μέγα πλήθος που εργαζόταν σκληρά μέσα σε καθεστώς εξαθλίωσης και καταπίεσης. Άλλοι δούλευαν σε φεουδάρχες ιδιώτες κι άλλοι στα μοναστήρια, που διαφέντευαν κι αυτά μεγάλες εκτάσεις26.
Το καθεστώς αυτό συνεχίστηκε και με την κατάχτηση του Πηλίου από τους Τούρκους. Οι καλλιεργητές της γης άλλαξαν αφεντικά, μα δεν βελτίωσαν τη ζωή τους, κι από δουλοπάροικοι ονομάστηκαν κολλήγοι27. Ο θεσμός του κολλήγου είταν πιο εμφανής στα Λεχώνια, όπου στις αρχές του 10ου αιώνα όλες οι φαμίλιες των χριστιανών δούλευαν στα χωράφια και στους μπαχτσέδες των Οθομανών28. Με την επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας των Πηλιοριτών πέρα από την πρωτογενή παραγωγή (17ος αιώνας), διαμορφώνονται τρεις τάξεις στο Πήλιο. Στην πρώτη ανήκαν οι πολιτικοί και οι μεγαλοκτηματίες· στη δεύτερη οι βιοτέχνες, οι πραματευτές, οι τεχνίτες, οι μικροκτηματίες, οι καραβοκύρηδες και οι ναύτες. Τέλος στην τρίτη τάξη υπάγονταν οι υπάλληλοι (παραγιοί λέγονταν) σε ξένα σπίτια και χωράφια, οι ακτήμονες και οι αγωγιάτες29.
Βέβαια δεν υπήρξαν στεγανά μεταξύ των τάξεων ούτε στο Πήλιο ούτε αλλού της Ελλάδας ποτέ. Δεν υπήρξε δηλαδή αυστηρή κατάταξη του πληθυσμού στις τάξεις. Οι διακρίσεις γίνονταν με πολλούς τρόπους. Πρώτα πρώτα οι άρχοντες μόνο είχαν το δικαίωμα να ανακατεύονται στην πολιτική. Οι ίδιοι πάλι είταν ανεβασμένοι σε μια θέση τιμής στο χωριό. Πρώτοι με την οικογένειά τους θα έσερναν το χορό στα πανηγύρια, και κανείς απ’ το λαό δεν μπορούσε να τους "κόψει τον κάβο" ή να πιαστεί ανάμεσά τους. Θα κάθονταν και σε καθίσματα αυτοί οι προύχοντες30, αντίθετα με τους λαϊκούς ανθρώπους που στέκονταν όρθιοι, παρακολουθώντας τις χορευτικές εκδηλώσεις. Στη Ζαγορά και το Προμίρι, φυσικά κι αλλού, σκάρωναν οι ξυλουργοί ειδική εξέδρα σε περίοπτο σημείο της πλατείας, για να κάθονται οι φαμίλιες των αρχόντων31.
Τιμητική θέση κρατούσαν και στα τραπέζια του γάμου ως καλεσμένοι, φυσικά και στην εκκλησία· άρχοντες και αρχόντισσες. Οι πρώτοι κοντά στο δεξιό και αριστερό αναλόγιο, οι δεύτερες πίσω απ’ τους προύχοντες του αριστερού αναλόγιου.
Μα και στα μοναστήρια υπήρχε ειδικό κελί για τους άρχοντες, το αρχονταρίκι, όπου οι τελευταίοι καταλύανε στα πανηγύρια32. Χωριστό οίκημα είχαν και στο χωριό για να συνάζονται και να κανονίζουν τις κοινοτικές υποθέσεις. Το έλεγαν κι αυτό αρχονταρίκι. Εδώ απαγορευόταν να ζυγώνουν οι φτωχοί συγχωριανοί τους· άμα όμως είταν ανάγκη να παρουσιαστούν, έπρεπε να βγάλουν τα παπούτσια τους και να περάσουν μέσα ξυπόλητοι, κάνοντας υπόκλιση, όπως και στους Τούρκους33. Υπόκλιση έκαναν κι όταν συναντούσαν άρχοντα στο δρόμο. Στο Ανήλιο μάλιστα έπρεπε οι περαστικοί να σταματήσουν δίπλα στον πύργο του μεγαλύτερου άρχοντα του χωριού Χατζηκοσμά, κι άμα είταν καβάλα να ξεπεζέψουν, για να υποκλιθούν μπροστά στον άρχοντα34.
Τέλος ο κοινωνικός διαχωρισμός των πλουσίων στο Πήλιο εκφραζόταν και με την ενδυμασία. Άντρες και γυναίκες ντύνονταν με ρούχα, που δεν μπορούσαν να έχουν οι χωρικοί. Ποτέ ένας φτωχός δεν είχε το δικαίωμα να φέρνει ενδυμασία της ίδιας ποιότητας με κείνη του άρχοντα35. Ακόμα και σε δικαιοπρακτικά έγγραφα τονίζεται η αρχοντιά: «(...) ἐπώλησα πρός τόν κύρ γιαννιόν, υἱόν τοῦ ἄρχοντα φιλιππάκη (...)».36
Οι διακρίσεις αυτές - γράφει ο Κορδάτος37 - καλλιέργησαν με τον καιρό ένα μίσος στις λαϊκές τάξεις ενάντια στους κοτζαμπάσηδες, και πολλοί μην αντέχοντας την κατάσταση, έπαιρναν τα βουνά και γίνονταν κλέφτες ή έφερναν τους κλέφτες στα χωριά για να ληστεύουν τους προύχοντες. Τέτοια όμως αντίδραση των Πηλιοριτών δεν βεβαιώνεται από καμιά γραφτή πηγή. Ούτε και καμιά προφορική παράδοση την επαληθεύει. Αντίθετα αυτές οι κοινωνικές διακρίσεις, που έγιναν ισχυρές μέσ’ από τις δημοσιονομικές κυρίως πρακτικές των αρχόντων, είταν σεβαστές τουλάχιστο στο Προμίρι και τη Ζαγορά, και οι απλοί χωρικοί αποδέχονταν παθητικά τη μοίρα τους. Οι ίδιοι είχαν συνειδητοποιήσει την ταπεινή τους θέση κι ανάλογα εκδηλώνονταν πάντοτε. «Ἀρχόντ’ σσις εἶνι - ομολογούσαν στο Προμίρι για τις γυναίκες των πλουσίων - κί τ’ς πρέπ’ νι ὅ, τ’ κι ἄν φουρέσ’ νι»38. Στο ίδιο χωριό πάλι, άμα καμιά, ξεφεύγοντας από το «γνώθι σ’ αυτόν», τολμούσε να μιμηθεί τη στολή της αρχόντισσας, άκουγε τα σχολιανά της: «Τά μούτρα τ’ς δέν εἶνι γιά τέτοιου φ’ στάν’. Δέ τ’ς πρέπ’ νι αὐτά ἀπ’ φουράει, πάει νά παραστήσ’ τ’ν ἀρχόντ’σσα, σά δέ ντρέπιτι». Κάποτε - γύρω στα 1860 - την ειρωνεία την έκαναν και τραγουδί για τρεις συγκεκριμένες φτωχογυναίκες, που φόρεσαν πόλκα (= ζακέτα), τέτοια που φορούσε και η αρχόντισσα Ευανθία Νταμτσοπούλα:
Στη Ζαγορά εξάλλου με ευχαρίστηση και με συνείδηση της ταπεινής θέσης τους οι φτωχές Ζαγοριανές έστρωναν χαλιά στο δρόμο, για να πατάει απάνω και να πηγαίνει στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου την Κυριακή, η αρχόντισσα κυρία Αρχοντάκη41.
Πάντως κριτήριο της αρχοντιάς δεν είταν αναγκαστικά η οικονομική ευρωστία. Βασικό ρόλο έπαιζε η καταγωγή42, το καλό «σόι», όπως έλεγαν. Ένα τέτοιο «σόι» είχε πάντοτε μια επιφάνεια αρχοντιάς, που επηρέαζε την κρίση στα διάφορα συνοικέσια43, έστω κι αν έπεφτε κάποτε στη φτώχια.
Μια άλλη μορφή κοινωνικής τάξης, που μπορεί να ενταχτεί, νομίζω σε κάποιο διακριτικό επίπεδο, χωρίς όμως να διαθέτει ηγετική θέση, είταν ο κλήρος. Η επιφάνειά του, έχω τη γνώμη πως είταν αποτέλεσμα όχι της οικονομικής του ακμής - ίσα ίσα οι παπάδες των χωριών ζούσαν σε καθεστώς φτώχιας - αλλά της αβασάνιστης προσήλωσης των χωρικών στον ουρανό. Ο κλήρος ανέβαινε στα μάτια των ραγιάδων ως αντιπρόσωπος του Θεού. Περισσότερα όμως για τον κλήρο θα δούμε στο κεφάλαιο της θρησκευτικής ζωής που ακολουθεί.