Όλα τα χωριά του Πηλίου στα χρόνια της Τουρκοκρατίας συνέχισαν αμετακίνητα την προσήλωσή τους στην ορθοδοξία, εξόν απ’ τα Λεχώνια, που σ’ όλους τους αιώνες της σκλαβιάς, είταν τουρκοχώρι1.
Οι λιγοστοί ραγιάδες ωστόσο δεν επηρεάστηκαν κι έμειναν ανυποχώρητα πιστοί στη θρησκεία των πατέρων τους. Γενικά και οι Πηλιορίτες, μπορεί να πει κανείς, έβλεπαν την καθημερινή ζωή σαν ένα χώρο εκδήλωσης αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο2.
Είναι λοιπόν χαραχτηριστική η εμμονή των Πηλιοριτών στην ορθοδοξία όχι μονάχα στον καιρό της Τουρκοκρατίας, αλλά και στο διάστημα της Φραγκοκρατίας3.
Το γεγονός αυτό της εμμονής παίρνει μεγάλη σημασία, αν αναλογιστεί κανείς τον εκβιασμό που ασκούσαν οι εκπρόσωποι της Καθολικής Εκκλησίας προς τους Πηλιορίτες. Ο εκβιασμός απλωνόταν κι έως τον ορθόδοξο κλήρο για να αλλαξοπιστήσει και να μνημονεύει τον Πάπα ως αρχηγό του χριστιανισμού. Αναφέρεται μάλιστα πως ο καρδινάλλιος Πελάγιος τρομοκρατούσε τον κόσμο κι έκαιγε ναούς4, άμα οι κάτοικοι κι οι παπάδες δεν παραδέχονταν τον Πάπα5.
Η ίδια θρησκευτική συνείδηση διατηρήθηκε και κατά την Τουρκοκρατία6.
Η συνείδηση αυτή καθρεφτίζεται και στην ίδρυση ή ανακαίνιση είκοσι περίπου μοναστηριών στο Πήλιο, καθώς και στην κατασκευή διακοσίων και παραπάνω εκκλησιών και εξωκλησιών κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας7. Καθρεφτίζεται ακόμα η θρησκευτική συνείδηση των Πηλιοριτών και στις αμέτρητες παραδόσεις γύρω από θαύματα αγίων, οι οποίες κινιόνται πια στην περιοχή της θρησκοληψίας8.
Ακόμα κι ο Ζαγοριανός Πατριάρχης Καλλίνικος, όταν στα 1778 ιδιώτευε στη Ζαγορά, θα αναφερθεί σε μια λυτρωτική επέμβαση του Αγίου Γερασίμου από το μοναστήρι της Σουρβιάς στο ΒΔ Πήλιο, ταυτισμένος κι αυτός με τις λαϊκές αντιλήψεις της περιοχής του9. «Τῶ 1778 καρδιακοῦ πάθους μετά δυσεντηρίας ἐπισυμβάσης τῆ χώρα σωτῆρος10 καί πατρίδος, πολλῶν καί ἀνδρῶν τελευτώντων προσεκομίσαντο τήν κάραν τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν γερασίμου τήν εἰς μονήν τῆς τριάδος τήν εἰς σουρβίαν καί μετά τήν λιτανείαν καί ἁγιασμούς ἐλόφισε τό πάθος καί οὐδείς τέθνηκε τῆ τοῦ ἁγίου πρεσβεία»11.
Είναι γεγονός πάντως ότι ουδέποτε οι Τούρκοι προσπάθησαν να αλλάξουν τη θρησκευτική πίστη των Πηλιοριτών το αντίθετο μάλιστα: φρόντιζαν να τα’ χουν καλά με τον κλήρο. Μα κι ο κλήρος είδε με καλό μάτι τον καταχτητή, γιατί απαλλάχτηκε απ’ τους σκληρούς αντιπροσώπους του Πάπα κι έμεινε απερίσπαστος στα καθήκοντά του12.
Μόνο που με τον ερχομό των Τούρκων ο επίσκοπος Δημητριάδας δεν θέλησε να μείνει άλλο στην έδρα του, κοντά στους Μουσουλμάνους, και γι’ αυτό έφυγε κι εγκαταστάθηκε στον πάνω από το Βόλο λόφο, που μέχρι σήμερα λέγεται Επισκοπή. Ίσως όμως και να εκβιάστηκε απ’ τον καταχτητή να εγκαταλείπει την έδρα του. Πάντως δεν συνάντησε εμπόδια σ’ αυτή τη μετοίκιση, γιατί ο Μωάμεθ έδωκε προνόμια στον κλήρο της Ελλάδας13.
Η επισκοπή της Δημητριάδας υπαγόταν έως τα 1757 στη Μητρόπολη Λάρισας. Κείνο το χρόνο όμως ο Ζαγοριανός Πατριάρχης Καλλίνικος ο Γ' την προβίβασε σε αρχιεπισκοπή, και στα 1794 άλλος Πατριάρχης, ο Γεράσιμος την έκανε Μητρόπολη. Τότε κι ορίστηκε να ονομάζονται οι δεσποτάδες της Δημητριάδας «Μητροπολῖται Δημητριάδος καί Ζαγορᾶς, ὑπέρτιμοι καί ἔξαρχοι Πελασγῶν»14.
Ύστερ’ από κάμποσα χρόνια υπαχτήκανε στη Μητρόπολη Δημητριάδας και τα χωριά της Αγιάς15.
Είναι γεγονός όμως ότι ο κλήρος στο Πήλιο - και γενικότερα στη Θεσσαλομαγνησία - δεν διέθετε ούτε πολιτική ούτε κοινωνική δύναμη16, όπως λογουχάρη στη Μακεδονία17. Ωστόσο ενέπνεε σεβασμό18, και για τη λαϊκή ψυχή ο παπάς του χωριού αποτελούσε μεγάλο στήριγμα ελπίδας και παρηγοριάς στις ώρες της μεταφυσικής της αγωνίας. Σ’ αυτόν θα καταλήγανε όχι μονάχα για τα καθιερωμένα μυστήρια, τις λειτουργίες, τις λιτανείες και τις άλλες τελετές, αλλά και σε περιπτώσεις αθεράπευτων ασθενειών κι ακόμα σε ώρες κάποιου μεταφυσικού φόβου. Οι ευχές που διάβαζε και η εικόνα που προσκόμιζε πολλές φορές στο προσκέφαλο του αρρώστου, αντιπροσώπευαν στα μάτια του χωρικού μιαν αποτελεσματική υπερφυσική δύναμη. Είταν η έσχατη παρηγοριά του ανθρώπου, όταν η πρακτική ιατρική διαπίστωνε το μάταιο κάθε προσπάθειας. Ας προστεθεί ακόμα εδώ πως και οι Πηλιορίτες «ἔμεναν πιστοί σέ ὅλες τις τελετές καί τίς νηστεῖες»19.
Πέρ’ απ’ αυτή την προσφορά τους, οι ρασοφόροι στο Πήλιο - όσοι ήξεραν βέβαια γράμματα - γίνονταν και συντάχτες σε προικοσύμφωνα, συμβόλαια, πωλητήρια γράμματα κλπ. Είταν άλλωστε οι μόνοι στο χωριό, που έπρεπε να κατέχουν έστω και λίγα κολλυβογράμματα, για να διαβάζουν το ευαγγέλιο και τις διάφορες ευχές.
Τέτοια χαρτιά, γραμμένα από κληρικούς έχουμε κάμποσα στο Πήλιο, αλλά πολύ λίγα δημοσιεύτηκαν20.
Αλλά κι ο δεσπότης, που διοριζόταν απ’ τον οικουμενικό Πατριάρχη21, δεν μπορούσε να διαθέτει μεγάλο επίπεδο επιρροής στους Πηλιορίτες, παρόλο το σεβασμό που ενέπνεε κι αυτός σ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα. Ωστόσο ο κλήρος τότε αγωνιζόταν - σύμφωνα με την παρατήρηση του Νικολάου Πανταζόπουλου-22 «νά διατηρήση την πνευματικήν αὐτοῦ πρωτοκαθεδρίαν, χωρίς ἐν τούτοις νά κατορθώνη νά ἐπηρεάζη ἤ νά κατευθύνη τήν ἐξέλιξιν τῆς κοινοτικῆς ζωῆς».
Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες για την αδυναμία του κλήρου να επιβληθεί στους ραγιάδες του Πηλίου κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Η παλιότερη ανάγεται στο Νοέμβρη του 1815, όταν τάραζαν τις Μηλιές κοινοτικές φαγωμάρες εξαιτίας των καταχρήσεων που προβαίνανε κοτζαμπάσηδες ενοικιαστές του φόρου της περιοχής. Τότε ο μητροπολίτης Δημητριάδας Αθανάσιος μπήκε ανάμεσα να καταπραΰνει τα πνεύματα, αλλά δεν κατάφερε τίποτα. Πήγε κι ο ίδιος στις Μηλιές, μα όλα στα χαμένα. Η κατάσταση είχε εκτραχυνθεί τόσο ώστε έπεσε και ξύλο μπροστά στα μάτια του δεσπότη.
Την άλλη χρονιά επιχειρεί ξανά ο ιεράρχης να φέρει κάποιο συμβιβασμό, απειλώντας ακόμα και με αφορισμό τους Μηλιώτες. Πάλι όμως αυτοί συνέχιζαν τους καβγάδες. Την ίδια προσπάθεια θα καταβάλει και στα 1817, μα και πάλι τίποτα δεν πετύχε23. Τέλος στα 1818, για μιαν ακόμα φορά δεν εισακούεται ο δεσπότης, και γι’ αυτό με γράμμα του προς τους προύχοντες των Μηλιών από 22 Μαρτίου 1818, «παραπονεῖται διότι αἱ νουθεσίαι καί ὑποδείξεις του πρός ἐπίλυσιν διαφορᾶς, ὑπαχθείσης ὑπό τήν δικαστικήν δικαιοδοσίαν τῆς Ἐκκλησίας, παραμένουν ἀτελεσφόρητοι»24.
Ωστόσο ο μητροπολίτης ρύθμιζε τα θέματα του οικογενειακού δικαίου, δίνοντας τις άδειες των γάμων25 ή λύνοντάς τους. Προτού να υπογράψει όμως το διαζύγιο, μεσολαβούσε άλλοτε προσωπικά κι άλλοτε με τον αντιπρόσωπό του, για να αποκαταστήσει τις σχέσεις του αντρόγυνου και να ματαιώσει το χωρισμο26.
Εννοείται ότι είταν πολύ σπάνιες οι περιπτώσεις που ένα αντρόγυνο κατέληγε στο διαζύγιο. Τότε ζημιωμένη πάντα, ηθικά και υλικά, είταν η γυναίκα. Το χωριό θα την περιψρονούσε και η προίκα της θα έμεινε στην ιδιοχτησία του άντρα27, μια και η κοινωνία του Πηλίου είταν σ’ όλους τους αιώνες αντροκρατική.
Τέλος στα δικαιώματα του μητροπολίτη ανήκε και ο αφορισμός. Ένα δικαίωμα, που ασκούσαν συχνά και οι δεσποτάδες της Δημητριάδας στο διάστημα της Τουρκοκρατίας, πάντα με την ανοχή των Τούρκων28. «Οἱ ἀφορισμοί ἦταν κάτι τό συνηθισμένο», σημειώνει ο Γιάννης Κορδάτος29, για να διευκρινίσει πως στο δεσπότη προσψεύγανε όσοι είχαν χρήματα. Οι φτωχοί δεν μπορούσαν ούτε να ζυγώσουν τη Μητρόπολη30. Έτσι - πάλι η παρατήρηση του Κορδάτου - «δέν περνοῦσε Κυριακή πού νά μή διαβαζόταν στις ἐκκλησίες ἀπό ἕνας τέτοιος ἀφορισμός»".
Το πιο παλιό αφοριστικό κείμενο που βρέθηκε μέχρι τώρα στο Πήλιο, ανάγεται στα 1727. Είταν μέσα σε παλιό Τριώδιο της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων στην Τσαγκαράδα και αντιγράφτηκε παλιότερα απ’ τον ιστοριοδίφη της Ζαγοράς Απόστολο Κωνσταντινίδη, που στα 1964 μου έθεσε υπόψη το χειρόγραφό του. Ο ίδιος, φαίνεται, το έδωκε και στον Κορδάτο, που το δημοσίεψε με μερικές ορθογραφικές αλλοιώσεις31. Το μεταφέρω εδώ, όπως το αντέγραψε ο Κωνοταντινίδης:
«Ἐυλαβέστατοι ἱερεῖς οἱ ψάλλοντες εἰς τήν Τσαγγαράδαν εἰς μαχαλᾶ ξορύχτι χάρις εἴη ὑμῖν καί ἡρίνη ἀπό θεού· ὁ Χαντζηδημητράκις ἀνέφερεν ἡμῖν ὅτι κάποιοι Χριστιανοί τόν θεόν μή φοβούμενοι καί ἐπῆγαν καί τοῦ ἔκλεψαν κάτω εἰς τό καλύβι του ἕνα τζοβάλι καφέ καί ἄλο ρίζι πρότη32 καί τό παλαιό ἐξεζητησα33 δι’ ὅ καί γράφομεν ἵνα ὅποιος τῶν Χριστιανῶν μικρός ἤ μεγάλος ἄνδρας ἤ γυνή (τα έκλεψε) νά τά στρέψη ὁπίσω ἔστω καλός· ἤ δέ (τα) διακρατήση καί ἀφήση τόν νοικοκύρην εἰς τήν ζημιάν καί ἄντις ἄλλος εἰξεύρει καί δέ μαρτυρήση εις στοματος του Πανιεροτάτου δεσπότου ἀφορησμένος ἤυ ἀπό θεοῦ καί μεταθανατον ἄλυτος (...) ΑΨΚΖ (= 1727), Ἰουλίου ΚΘ (=29). Ὁ Δημητριάδος Ἄνθιμος.
Αλλά και το Οικουμενικό Πατριαρχείο επενέβαινε στην κοινωνική ζωή των Θεσσαλομάγνητων, αν λάβουμε υπόψη δυο πατριαρχικά επιτίμια του 1757 και του 1779, που απευθύνονταν προς τον επίσκοπο Δημητριάδας και Ζαγοράς34. Τα επιτίμια τούτα έρχονταν να διευθετήσουν οικονομικές διαφορές κατοίκων και παράλληλα να απευθύνουν κατάρες σ’ όσους αρνούνταν να αποκαλύψουν την αλήθεια, ενώ τη γνώριζαν: « (...) ἀφωρισμένοι εἴησαν - υπογραμμίζει μεταξύ άλλων ο Πατριάρχης στο πρώτο επιτίμιο - ἀπό θεοῦ κυρίου παντοκράτορος, καί κατηραμένοι, καί ἀσυγχώρητοι, καί ἀλ(υτοι) μετά θάνατον (αἱ πέτραι) καί ὁ σίδηρ(ος) λυθήσονται, αὐτοί δέ οὐδαμῆς, κληρονομήσειαν τήν λέπραν τοῦ γιεζῆ καί τήν ἀγχόνην τοῦ ἰούδα, στένοντες εἴησαν, καί τρέμοντες ἐ(πί τῆς) γῆς, ὡς κάϊν, καί προκοπήν οὐμήποτε ἴδιοιεν ἐφ’ οἷς ἐργάζονται, ἔχοντες καί τάς ἀράς πάντων τῶν ὁσίων καί θεοφόρων π(ατέ)ρων (...)».
Ένα άλλο κείμενο αφορισμού απ’ το δεσπότη Δημητριάδας - ανέκδοτο μέχρι σήμερα, δηλαδή στα 1986 - βρήκα στον Η' φάκελο της Βιβλιοθήκης Μηλιών. Συντάχτηκε στις 13 Μαρτίου 1839 στις Μηλιές και στρέφεται εναντίον του Μηλιώτη Κωσταντή Πανταζή, που αρνήθηκε να εξοφλήσει ένα δάνειο 432 γροσίων που πήρε από συγχωριανό του. Ο δεσπότης τον αφορίζει με σκληρή γλώσσα και του απαγορεύει να εκκλησιάζεται, να παίρνει αντίδωρο ή να καλεί παπά στο σπίτι του για αγιασμό. Ακόμα δίνει εντολή στους συμπατριώτες του να μην τον καλημερίζουν και να μην έχουν δοσοληψίες μαζί του35.
Ώστε η Εκκλησία και στο Πήλιο διατηρούσε και μια μορφή εξουσίας στα χρόνια της σκλαβιάς, χωρίς κανείς ποτέ απ’ τους κατοίκους να την αμφισβητήσει ή να κινηθεί για την ανατροπή της.