Η λιθογλυπτική του Πηλίου ακολουθεί την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής κι αρχίζει να ακμάζει από το Β' μισό του 18ου αιώνα. Πιο πριν είναι σχεδόν ανύπαρχτη. Θα τη συναντήσουμε μόνο σε λιγοστές επιγραφές εκκλησιών1.
Απ’ τα μισά λοιπόν του 18ου αιώνα ξεκινάει η μεγάλη ανάπτυξη. «Τά συνεργεῖα τῶν μαστόρων - γράφει ο Κίτσος Μακρής2 - πού χτίζουν ἐκκλησιές ἔχουν εἰδικευμένους τεχνίτες, τούς «πελεκάνους». Αὐτοί σκαλίζουν ἐπιγραφές, ὑπέρθυρα καί πλῆθος ἄλλων διακοσμητικῶν ἀναγλύφων στην ἐξωτερική ἐπιφάνεια τῶν τοίχων καί κυρίως στις κόγχες τοῦ ἱεροῦ. Στις ἐπιγραφές τά γράμματα εἶναι ἐξώγλυφα, τά πλαίσια ἐπιμελημένα. Τά ὑπέρθυρα ἔχουν κοιλόκυρτο περίγραμμα, πού ἀκολουθεῖ τό σχῆμα τοῦ ἀνθρώπινου σώματος, καθώς περνάει τήν πόρτα, καί τά διακοσμητικά τους θέματα ποικίλα καί προσαρμοσμένα στό σχῆμα τῆς ἐπιφάνειας πού στολίζουν. Οἱ κόγχες τοῦ ἱεροῦ εἶναι καταστόλιστες μέ λογής ἀνάγλυφα: κυπαρίσσια, ἀνθοδοχεῖα, πουλιά, ζῶα, ἅγιους, ἥλιους, σταφύλια, ρόδακες, ἀγγέλους, ἐκκλησίες, ἀνθρώπους κ.ά.»
Η λιθογλυπτική αποθεώνεται κυρίως σε εκκλησιές και μοναστήρια. Εντυπωσιακά δείγματα της τέχνης από τον 18ο αιώνα ξεχωρίζουμε στον «Άγιο Γεώργιο» Ζαγοράς (1765)3, στα μοναστήρια του Αγίου Αθανασίου Λαύκου (1795)4, Αί-Γιάννη Συκής(1795)5, «Πάου» Αργαλαστής6, Παναγίας Λαμπηδόνας Λαμπινούς (1796), Αϊ - Γιάννη Βιζίτσας (1797), και Αγίου Λαυρέντιου στο ομώνυμο χωριό7, στην «Παναγία» Μακρινίτσας (1767) και στην «Παναγία» του Προμιριού (1767)8, στους «Αγίους Αναργύρους» του Τρίκερι (1787), στον «Άγιο Δημήτριο» Νεοχωρίου (1796), στον «Άγιο Αθανάσιο» του Αγίου Γεωργίου Νηλείας (1795)9 κ.α.
Τα θέματα που κυριαρχούν στη λιθογλυπτική έως το τέλος του 18ου αιώνα είναι: Λουλούδια (άλλοτε μέσα σε ανθοδοχεία κι άλλοτε όχι), κυπαρίσσια, φύλλα, πουλιά, φίδια, ρόδακες, εξάχτινα αστέρια, εξάλφες, δικέφαλοι αετοί, εκκλησίες, σταυροί, μορφές αγίων και ιεραρχών, αγγελάκια, ανθρώπινες μορφές, κεφαλές αντρών έκτυπες ή απλά σκαλισμένες κλπ. Τα περισσότερα είναι εξώγλυφα και διακρίνονται για την αφέλεια και τον πρωτογονισμό τους.
Αξιομνημόνευτες είναι και οι επιγραφές10 που συναντούμε απάνω σε εντοιχισμένα μάρμαρα με σκαλισμένο συνήθως πλαίσιο, οι οποίες διακοσμούν επίσης τις λιθογλυπτικές συνθέσεις. Άλλοτε περιέχουν μεγαλύτερα κείμενα (υπέρθυρο μονής Λαμπηδόνας, εντοιχισμένη πλάκα στο νότιο τοίχο της «Παναγίας» του Προμιριού) κι άλλοτε σημειώνουν απλά τους μαστόρους (εντοιχισμένη πλάκα στη μεσαία κόγχη της «Παναγίας» του Προμιριού) ή τη χρονολογία.
Ο σπουδαιότερος λιθογλύφος αυτής της περιόδου είναι ο Μίλιος Ζουπανοπολίτης, συνεργάτης του Δήμου Ζηπανιώτη. Χάρη σ’ αυτόν - παρατηρεί ο Κίτσος Μακρής11 - «ἡ λιθογλυπτική τοῦ Πηλίου κερδίζει τήν πιό ἄρτια ἔκφρασή της. Ἀξιοποιοῦνται οἱ δυνατότητές της κατά τά τέλη τοῦ 18ου αιώνα». Ο Μίλιος σκαλίζει επίσης και επιγραφές «πραγματικές γλυπτικές συνθέσεις»12.
Η γλυπτική στο Πήλιο συνεχίζεται και στον επόμενο αιώνα, τον 19ο, ακολουθώντας πάντα τη γενική πρόοδο του τόπου. Χαραχτηρισακό δείγμα αποτελεί το εκκλησάκι του Αϊ - Γιάννη στην κεντρική πλατεία της Μακρινίτσας, χτίσμα του 1806. Εδώ ο λιθογλύπτης Θεοδόσιος απ’ τ’ Άγραφα, πέρ’ από το ωραίο περιθύρωμα που φιλοτεχνεί, εξαντλεί το μεράκι του κατασκευάζοντας ολόκληρες γλυπτικές συνθέσεις: Κυπαρίσσια, πουλιά, ανθοδοχεία με άνθη, φίδια, ελάφια, ρόδακες, αγγελάκια, ήλιους, φεγγάρια, σταυρούς, επιγραφές κ.ά. Σκαλίζει επίσης τον Αί - Γιάννη τον Πρόδρομο, το Ζαχαρία με την Ελισάβετ, τον Λώτ, κ.ά., όλα με λαϊκή τεχνοτροπία13. Δυο χρόνια πιο ύστερα ένας άγνωστος τεχνίτης σκαλίζει απλοϊκά το δρακοκτόνο Αϊ - Γιώργη, καβαλάρη ανάμεσα σε δύο σκαλισμένα επίσης κτίρια, στο ομώνυμο ξωκλήσι της περιοχής Κισσού κι Αϊ - Γιάννη στο ανατολικό Πήλιο. Μαζί φιλότεχνείται και ωραία λαϊκή επιγραφή, απ’ όπου πληροφορούμαστε πως η υλική συνδρομή είταν «ΤΟΝ ΕΒΒΛΟΓΗΜΕΝΟΝ ΡΑΦΤΑΔΟΝ ΚΕ ΚΕΠΕΤΖΗΔΟΝ ΤΟΝ ΡΟΦΕΤΙΟΝ (...)»14. Πρέπει να σημειωθεί πως οι δυο καβαλάρηδες Άγιοι Γεώργιος και (πιο σπάνια) Δημήτριος τονίζουν κι άλλου την παρουσία τους στη γλυπτική του Πηλίου, όπως στον «Άγιο Νικόλαο» Δράκιας, «Παναγία» Μακρινίτσας, «Αϊ - Γιώργη» Ζαγοράς15, κλπ.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα περνούν στην εκκλησιαστική γλυπτική και θέματα της αγροτικής και κοινωνικής ζωής, όπως για παράδειγμα στην «Αγία Μαγδαληνή» της Κουκουράβας στη Μακρινίτσα: σκηνές κυνηγιού, αγρότες, ζώα κτλ. ή στην «Παναγία» του Άνω Βόλου: ένας τσαλαπετεινός με πολύ μεράκι καμωμένος ή στο μοναστήρι του Αϊ - Γιάννη Βιζίτσας: ένας χαραχτηριστικός φουστανελάς. Εξωεκκλησιαστικά είναι επίσης και δύο άλλα θέματα του ίδιου αιώνα: Μια γοργόνα16 κι ένας σάτυρος στον γκρεμισμένο σήμερα ναό του Αγίου Γεωργίου στο ομώνυμο χωριό17. Αρκετά εξάλλου λιθανάγλυφα είχαν χρωματιστεί από τον 18ο κιόλας αιώνα. Δείγματα χρώματος σώζονται ακόμα στο υπέρθυρο της κύριας εισόδου στο μονάστήρι της Λαμπηδόνας Λαμπινούς και του Αγίου Νικολάου Πορταριάς.
Η παρουσία του λαϊκού λιθανάγλυφου απλώνεται παράλληλα και στα άλλα χτίσματα: Σπίτια και βρύσες. Στα πρώτα θα τα βρούμε συνήθως στα μαρμάρινα υπέρθυρα και σε εντοιχισμένες πέτρες. Εδώ κυριαρχούν φυλαχτικά μοτίβα, που παίρνουν και το χαραχτήρα του διακοσμητικού, και βασικά ο σταυρός. Δεν λείπουν ωστόσο και τα φυτικά μοτίβα σε μιαν αρμονική συνύπαρξη με τα φυλαχτικά. Έτσι διακρίνουμε, πέρα απ’ τους σταυρούς, δικέφαλους αετούς, πεντάλφες, εξάχτινους αστέρες, ρόδακες, φουστανελάδες ή βρακοφόρους με υψωμένο σπαθί, κυπαρίσσια, λουλούδια, ανθοδοχεία, πουλιά, φίδια, ήλιους, φεγγάρια κλπ.
Το πλουσιότερο από άποψη γλυπτών υπέρθυρο σπιτιών του Πηλίου βρίσκεται στο αρχοντικό του Φοινικόπουλου στην Τσαγκαράδα, χτισμένο στα 1858. Πάνω στο βαρύ μάρμαρο συμπλέκονται αρμονικά σταυρός, εξάχτινο αστέρι σε κύκλο, αγγελούδια, ψάρια, δέντρα με πουλάκια στην κορυφή, ένας βρακοφόρος που καπνίζει ναργιλέ, μια γυναίκα με λουλούδι και μαντίλι στο χέρι, η χρονολογία της ανέγερσης του σπιτιού και άλλα θέματα. Η χάρη της εισόδου συμπληρώνεται με περιθύρωμα, όπου έχουν σκαλιστεί ρόδακες, κύκλοι με τρίγωνα, κλήματα με σταφύλια, πλέγματα λουλουδιών, ένα κεφάλι γυναίκας κλπ. Ένα εντυπωσιακό εξάλλου περιθύρωμα με λιθανάγλυφες συνθέσεις από σύμπλεγμα κλημάτων, σταφυλιών, πουλιών, ήλιων κλπ. (μέσα περίπου του 19ου αιώνα) βρίσκαμε ίσαμε τη δεκαετία του 1970 στο σπίτι του παπα - Στάθη Μαμά στο Προμίρι.
Στα περισσότερα πάντως υπέρθυρα σημαδεύεται ο σταυρός με πεντάλφα και εξάχτινο αστέρι δεξιά και αριστερά. Τα τρία τούτα σύμβολα επικρατούν και στις βρύσες παλιότερες και νεότερες. Είναι τα μόνα θέματα, μαζί με το δικέφαλο αετό, που έχει να παρουσιάσει η λιθογλυπτική των βρυσών κατά τον 18ο αιώνα. Από τον επόμενο περνούν και φυτικά μοτίβα, κι έχουμε μια προσπάθεια πιο επιμελημένης επεξεργασίας τους· τονίζεται τώρα περισσότερο το ανάγλυφο και σκαλίζονται συνθέσεις μοτίβων.
Τρανό παράδειγμα είναι η ανοιχτή βρύση (1807) του μοναστηριού «Άγιοι Ταξιάρχες» Ζαγοράς και η επίσης ανοιχτή βρύση «Μπράνη» Μακρινίτσας (1814). Στην πρώτη σκαλίζονται κλωναράκια με μαργαρίτες, βάζα με λουλούδια, άλλα λουλούδια και διακοσμητικά σχέδια, σχηματοποιημένα κεφάλια αγγέλων, επιγραφές κ.ά18. Στη δεύτερη (σε πιο ρηχό ανάγλυφο) παρουσιάζονται ένα ανθοδοχείο με ανθοδέσμη και μια φρουτιέρα με σταφύλια και λουλούδια μέσα κλπ. Στη βρύση του Κράλη εξάλλου στη Ζαγορά (1826) βρίσκουμε παράσταση αετού που κρατάει στη μύτη του σταυρό. Το θέμα, μοναδικό στη λιθογλυπτική του Πηλίου, προβάλλεται με ωραία διακοσμητική πλαισίωση, και δεν λείπει ούτε το όνομα του κτίτορα ούτε η χρονολογία ανέγερσης του χτίσματος, μέσα σε ειδικό πλαίσιο, με διπλή κυματιστή γραμμή και τα δύο19.
Αλλά η πλουσιότερη σε λιθογλυπτικό διάκοσμο βρύση του Πηλίου είναι το «Αθάνατο νερό», στην πλατεία της Μακρινίτσας, ένα τρίπλευρο ιδιόρυθμο χτίσμα του 1809, με κωνοειδή πλακοσκέπαστη στέγη. Έχει τρίπλευρη πρόσοψη χωρισμένη σε τέσσερις οριζόντιες ζώνες με έναν πλούσιο ανάγλυφο διάκοσμο. Ξεχωρίζουν οι παραστάσεις λιονταριών, πουλιών με ανοιχτές φτερούγες, ανθοδοχείων, λουλουδιών, χερουβείμ, άλλα φυτικά και διακοσμητικά θέματα.
Κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας ο νεοκλασικισμός στο Πήλιο επηρέασε, μαζί με την αρχιτεκτονική, και τη γλυπτική των βρυσών, όπου περνούν πια μοτίβα δρακόντων σε έντονο αλλά ψυχρό ανάγλυφο, όπως βλέπουμε στη βρύση της κεντρικής πλατείας Ζαγοράς (1865).