Εκκλησιαστική ξυλογλυπτικήΑπό τα στοιχεία που έχουμε, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως η ξυλογλυπτική των εκκλησιών στο Πήλιο προηγήθηκε από τη λιθογλυπτική. Αρχίζει, σύμφωνα με τις γνωστές ενδείξεις, στα 1675, όταν φιλοτεχνήθηκε το πρώτο γνωστό τέμπλο του Πηλίου, στον παλιό ναό της Μεταμόρφωσης στη Ζαγορά και συνεχίζεται στα 1678 και 1680 με την κατασκευή του τέμπλου στα ξωκλήσια της Ζαγοράς «Άγιος Αθανάσιος» και «Άθανας»1 αντίστοιχα. Για το πρώτο – πρώτο τέμπλο γράφει ο Απόστολος Κωνσταντινίδης2: «Τό τέμπλον, χρονολογούμενον ἀπό τοῦ 1675, παρουσίαζε Θαυμασίαν ξυλογλυπτικήν τέχνην. Συμπλέγματα ὄφεων, πτερωτῶν λεόντων, σταφυλῶν, πτηνῶν, φύλλων ἀμπέλου καί ἄλλων ποικίλων παραστάσεων ἀναδεικνύουν σχεδιαστήν τε καί ἐκτελεστάς σπανίους καλλιτέχνας».
Τα πρώτα τέμπλα ανήκουν στην κατηγορία των στρωτών με χαμηλό ανάγλυφο3. Αργότερα το ανάγλυφο γίνεται βαθύτερο και σε πολλές περιπτώσεις επιχρυσώνεται4 και χρωματίζεται ο φόντος. «Ἀπό τις ἀρχές τοῦ 18ου αιώνα - παρατηρεί ο Κίτσος Μακρής5 - οἰ ἐκτελέσεις ξυλόγλυπτων τέμπλων πολλαπλασιάζονται καθώς ἐντείνεται ὁ ρυθμός χτισίματος ἤ ριζικῆς ἐπισκευῆς ἐκκλησιῶν. Τό τέμπλο τοῦ Ἁγίου Νικολάου Μακρινίτσας, 1729, εἶναι σκαλισμένο μέ τήν τεχνική τοῦ «τρυπητοῦ» ἤ «σκαλιστοῦ» στόν ἀέρα ξυλόγλυπτου, δηλαδή μέ διαμπερή κενά ἀνάμεσα στα θέματα».
Της ίδιας τεχνοτροπίας αλλά πιο εντυπωσιακό είναι το τέμπλο του καθολικού στο μοναστήρι των Αγίων Ταξιαρχών Ζαγοράς, καμωμένο το 1734 από τον Κρητικό Κομνενάκη. «Τό θαυμαστό αὐτό ἔργο - πάλι η γραφή του Κίτσου Μακρή - προηγεῖται ἀπό τά σύγχρονα τέμπλα καί ἀπό τήν ἄποψη τῆς τεχνικῆς (ὑψηλό ἀνάγλυφο, τολμηρές προβολές) καί ἀπό τήν πλευρά τῶν θεμάτων (ἀνθρώπινες μορφές, τοπίο, σπειροειδῆ φυτικά διακοσμητικά)». Ένα από τα πιο χαραχτηριστικά δείγματα της εκκλησιαστικής ξυλογλυπτικής στό Πήλιο είναι και το τέμπλο της Αγίας Μαρίνας Κισσού, έργο του 1741. Είναι επιχρυσωμένο σε όλη την έκτασή του και «μέ τήν μπαρόκ σύνθεσή του, εἶναι ἀπό τά καλύτερα τέμπλα πού σώζονται στόν ἑλλαδικό χῶρο»6.
Το ένα χωριό ύστερ’ απ’ τ’ άλλο, και περισσότερο τα πιο πλούσια, φιλοδοξεί να εξοπλίσει τους βασικούς ναούς με ξύλογλυπτικό διάκοσμο. Τεχνίτες υπάρχουν7· είναι ταγιαδόροι από την Ήπειρο κυρίως8, που έρχονται και κατασκευάζουν, παράλληλα με τα τέμπλα, δεσποτικούς θρόνους9, άμβωνες, παγκάρια και προσκυνητάρια, κάνοντας το Πήλιο ένα «δραστήριο κέντρο ξύλογλυπτικῆς»10. Θα σημειώσουμε εδώ με την ευκαιρία, πως υπάρχουν και ξενιτεμένοι άρχοντες που χρηματοδοτούν κατασκευές τέμπλων κλπ. (Αγίου Γεωργίου (1774) και Αγίας Κυριακής Ζαγοράς (1780).
Το μπαρόκ στο Πήλιο περνάει στα μέσα του 18ου αιώνα κι απλώνεται περισσότερο από τα 1770 κι ύστερα. Δείγματα μπαρόκ αποτελούν το τέμπλο, ο άμβωνας και τα εικονοστάσια του «Αγίου Αθανασίου» στο Ανήλιο (1770), του «Αγίου Γεωργίου» στη Ζαγορά κ.ά. Ωστόσο το ξένο στοιχείο δεν μπόρεσε να εκτοπίσει το παλιό. Συνεργάζεται μαζί του, και όπως παρατηρεί ο Κίτσος Μακρής11, «ὑποτάσσεται στό ἑλληνικό μέτρο. Ἡ ἀνησυχία του γαληνεύει, ὑποτάσσεται καί πειθαρχεῖται (...) Ἡ σύνθεση εἶναι συγκρατημένα ἀνήσυχη, τά φυτικά διακοσμητικά στριφογυρίζουν μέ κάποιον αἰσθησιασμό. Οἱ ἀνθρώπινες μορφές διατηροῦν τη στατικότητά τους, ὄχι μόνον ὄταν παρουσιάζονται ἀκίνητες μά καί σέ σκηνές μέ ἔντονη δράση».
Δεν έλειψαν βέβαια από τα θέματα των τέμπλων, των δεσποτικών θρόνων κλπ. και σκηνές της Αγίας Γραφής και των Συναξαριών, ακόμα και στον επόμενο αιώνα. Τώρα το ανάγλυφο γίνεται ζωηρότερο, και σκαλίζονται επιπλέον και εικόνες της καθημερινής ζωής των ανθρώπων. Στο τέμπλο του «Αγίου Κωνσταντίνου» λογουχάρη του Κισσού (1811) παρουσιάζονται μεταξύ των άλλων και τούτα: Αγρότης με τσεκούρι και ραβδί στα χέρια του, δεύτερος αγρότης με πριόνι στον ώμο και τσιμπούκι στο στόμα. Άλλος πάλι έχει γονατίσει μπροστά σε κλήμα και κόβει σταφύλια. Δεν λείπει απ’ το τέμπλο και η μυθολογική μορφή του Πηλίου: Ένας κένταυρος που σκοπεύει με το τόξο του. «Εἶναι φανερή ἡ φροντίδα - σημειώνει ο Κίτσος Μακρής12 - γιά σωστή ἀπόδοση τῆς φορεσιᾶς, χαρακτηριστική ἡ ζωντάνια τῆς κίνησης, μέσα βέβαια στά ὅρια πού θέτει ἡ λαϊκή ἀντίληψη καί ἡ τεχνική τῆς ξυλογλυπτικῆς».
Αλλά εκεί που αποθεώνεται μια εικόνα καθημερινής ζωής, είναι στο τέμπλο του «Σταυρού» στον εξοχικό οικισμό «Ανεμούτσα» της Δράκιας. «Ἐδῶ - παρατηρεί ο Κίτσος Μακρής13 - πρόκειται γιά ἕνα χαρούμενο τραγούδι τῆς ζωῆς. Ὁ Παράδεισος τῶν παλιῶν τέμπλων κατέβηκε στή γῆ. Μόνο πού εἶναι ἕνας Παράδεισος χωρίς μακαριότητα. Ἡ ζωή ὄμορφη μέσα στις ἀντιθέσεις της, στην πάλη, στό μόχθο, στή χαρά, στην καθημερινότητα πού ὑψώνεται σέ ποίηση. Βρακάδες Πηλιορεῖτες πού σφάζουν ἀρνιά, διάκοι μέ τά τρικέρια τους, κυνηγοί πού σκοτώνουν ἐλάφια, τσακάλια πού συμπλέκονται σέ θανατερή πάλη, λουλούδια, πουλιά, φίδια, ἕνας Θεός πού λές καί πριν ἀπό λίγους μῆνες παράτησε τό χωράφι του καί χειροτονήθηκε Μέγας Ἀρχιερεύς - τά γένεια καί τά μουστάκια του μόλις καί φύτρωσαν. Ξέχασε ὁ ταγιαδόρος νά τοῦ βάλει καί φωτοστέφανο. Τό θυμήθηκαν ὄταν ζωγράφιζαν τό τέμπλο κι ἔβαψαν κιτρινωπά τά γύρω ἀπό το κεφάλι του διακοσμητικά θέματα. Πάνω άτό την ὡραία πύλη δύο παλικάρια σκοτώνουν δράκοντες. Τό θέμα συμβολίζει, βέβαια, τή νίκη τοῦ καλοῦ πάνω στό κακό. Ἡ «δρακοντοκτονία», ἐκτός ἀπό τό συμβολισμό της αὐτόν, εἶναι καί μιά πράξη παλικαριᾶς. Στό τέμπλο τῆς Ἀνεμούτσας ἔμεινε μόνο ἡ παλικαριά. Ἡ «ἄμπελος» ἄδειασε ἀπό τό συμβολικό της περιεχόμενο καί ξαναγύρισε στην ἀπλή της φύση, ἔγινε τό κλῆμα μέ τό στριφογυριστό κορμό (...) Στό χρωμάτισμα δέν παρέλειψαν νά ὑπογραμμίσουν καί τις ποικιλίες του: ροζακί, νυχάκι, μαυροστάφυλο. Ἀκόμα καί οἱ «περιστερές» ἔχασαν τή συμβολική λευκότητά τους. Μερικά κεφάλια τους ἔγιναν κόκκινα, φτερά ἀπό τις φτεροῦγες τους γαλάζια.
Οἱ μορφές εἶναι σκαλισμένες ἁδρά, οἱ ὄγκοι πολυεδρικοί. Τά κεφάλια μεγάλα, τά κύρια χαρακτηριστικά τονισμένα. Τά χρώματα φρέσκα καί ζωηρά: κόκκινα ἐρεθιστικά, πράσινα, ἄσπρα, ρόζ, γαλάζια, κίτρινα ζωηρά, ὅλα χωρίς διαβαθμίσεις. Ἡ διαφορά τῶν τόνων δημιουργεῖται ἀπό τόν ὄγκο, τά σημεῖα πού προεξέχουν δέχονται περισσότερο φῶς καί δείχνουν ἀνοιχτότερα, στις ἐσοχές ἡ σκιά δημιουργεῖ βαθύτερους τόνους. Χαρούμενο πανηγύρι χρωμάτων πού σκοπεύει περισσότερο στό διακοσμητικό ἀποτέλεσμα παρά στήν ἀκρίβεια τῆς περιγραφῆς. Ἀπό τό ἴδιο κλαρί πετάγονται δυό λουλούδια μέ διαφορετικά χρώματα. Μισός κορμός κλήματος ἄσπρος, μισός γαλάζιος. Κόκκινα φύλλα. Κι ὅμως πόση ἀλήθεια μέσα στό ὡραῖο αὐτό ψέμα! Πόση σπαρταριστή ζωή σ’ αὐτό τό παραμύθι! Ἄλλωστε καί τό ἔργο κρατιέται καί δέν ξεπερνάει τά ὅρια τῆς δεκτικότητάς μας. Οὔτε ἕνα χρῶμα ἀνθρώπινου προσώπου προκλητικά ἀφύσικο, οὔτε ἕνα τσαμπί σταφυλιῶν πού νά μήν προκαλοῦν τή λαιμαργία καί μέ τό χρῶμα τους».
Με το τέμπλο αυτό κερδίζει στον υπέρτατο βαθμό η ξυλογλυπτική στις εκκλησίες του Πηλίου, αλλά αποκεί και πέρα έρχεται η παρακμή. Μεσολαβεί η ελληνική Επανάσταση, κι ο πηλιορίτικος λαός ρίχνεται σε άλλο δρόμο εθνικού χρέους. Τα χωριά, ιδιαίτερα του δυτικού και του νότιου Πηλίου, δοκιμάζονται σκληρά, μερικά καίγονται και ισοπεδώνονται. Η τέχνη δοκιμάζεται και αυτή, για να δεχτεί μετά την Επανάσταση τις νέες επιρροές από την κάτω Ελλάδα. Το κλίμα της Βαυαροκρατίας περιφρονεί την καλλιτεχνική δημιουργία του λαού, και «τά μετά τό 1850 λίγα ἐκκλησιαστικά ξυλόγλυπτα τοῦ Πηλίου - όπως σημειώνει ο Κίτσος Μακρής14 - ὑποφέρουν ἀπό ψευτοκλασικισμό καί εἰσβολή ἀναφομοίωτων δυτικοευρωπαϊκῶν στοιχείων(...) Στό τέμπλο τοῦ Ἁγίου Νικολάου Πορταριᾶς τά διακοσμητικά θέματα εἶναι σέ κλίμακα μεγαλύτερη ἀπό αὐτή πού ἐπιτρέπουν οἱ διαστάσεις του, ἡ τεχνική εἶναι ψυχρή καί καλλιγραφική».
Η τάση για την παραγωγή κάποιας ομορφιάς στον εκκλησιαστικό χώρο εκδηλώνεται και σε πολλά «μαξιλάρια», που μπαίνουν στην κορυφή των ξύλινων κολονών στα υπόστεγα των ναών, καθώς και σε ξύλινα μανουάλια. Στα ξύλα τούτα χαράζονται αυλακές, για να δοθεί έτσι μια απλή αίσθηση του ωραίου. Κάποιες, ακόμα, ξυλόγλυπτες φορητές εικόνες (Αγιος Δημήτριος, Άγιος Γεώργιος των «Αγίων Αναργύρων» Πορταριάς από τα τέλη του 19ου αιώνα15) ολοκληρώνουν τον ξυλογλυπτικό διάκοσμο των πηλιορίτικων ναών16.