Πλούσια είταν και η τέχνη της υφαντικής στο Πήλιο κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα τουλάχιστο, απ’ όπου έχουμε πληροφορίες αρκετές. Μία απ’ τις παλιότερες (1791) είναι κι αυτή των Δημητριαίων1: «Κοντά εἰς τά φυσικά ὁπού εὐγαίνουν ἀπό τον τόπο (το Πήλιο δηλαδή), εὐγαίνουν ἀκόμι καί πράγματα ἀπό τά ἐργόχειρά τους· ἀπό ὅλα τά ἀνατολικά χωριά εὐγαίνουν σκουτιά πολλά, ἀπό τήν Πορταριά ζωνάρια, γαϊτάνια, μανδίλια, ἰμπρισίμια, καί μεσίνια ἐξαίρετα ἀργασμένα».
Για τα σκουτιά του Μούρεσι και της Τσαγκαράδας γράφει και ο Αργύρης Φιλιππίδης στα 18152: «Αἱ γυναῖκες καί ἐδῶ (Μούρεσι) δουλεύουν ὅλαις ὅλον τόν χρόνον τά σκοτία, ὡσάν τῆς Τζαγγαράδας (...) ὁποῦ μέ τά ἔργα τῶν χειρῶν τους κάμνουν, καί μέ αὐτό ἀνταποκρίνονται εἰς τά δοσίματά τους».
Βέβαια όλα τα έργα του χεριού δεν εντάσσονται στο χώρο της τέχνης. Σ’ αυτόν τοποθετούνται τα μάλλινα κυρίως υφαντά, όπως είναι τα κιλίμια, τα χράμια, οι φλοκάτες, τρουβάδια κλπ. Τίποτα όμως απ’ αυτά δεν έχει διασωθεί από τον 18ο αιώνα. Έχουμε αντίθετα απ’τον επόμενο. Με βάση τώρα τα υφαντά του 19ου αιώνα, ο Κίτσος Μακρής που μελέτησε το θέμα, έχει κατατάξει τα μάλλινα υφαντά του Πηλίου σε τρεις κατηγορίες. Στα ριγωτά (ή μπατανίες στο νότιο Πήλιο), στα κεντητά στον αργαλειό και στις φλοκάτες. Στα πρώτα κυριαρχούν οι παράλληλες χρωματιστές3 λωρίδες, αλλού φαρδύτερες κι αλλού στενότερες. Στα δεύτερα, που είναι και τα ωραιότερα και φυσικά πιο δύσκολα στην κατασκευή, «τά διακοσμητικά θέματα δημιουργοῦνται μέ τήν κατάλληλη ἐναλλαγή τοῦ χρώματος τοῦ ὑφαδιοῦ στήν ἴδια σειρά»4. Έτσι γίνονται απάνω στην έκταση του υφαντού διάφορα πολύχρωμα σχέδια: Γλάστρες, ανθοδοχεία, πουλιά, ψάρια, άνθρωποι και βέβαια γεωμετρικά σχήματα.
Το υφαντό που χαραχτηρίζει το Πήλιο είναι το κιλίμι με τους «ήλιους» ή τους «καθρέφτες» στην επιφάνειά του. Πρόκειται δηλαδή για μεγάλα σχέδια ρόμβων που γίνονται από μικρότερους σε διάφορους χρωματισμούς. Στο Τρίκερι κατασκευαζόταν υφαντά με το «σαλό» (τρελό), «ὅπου πυκνές τεθλασμένες μέ ζωηρά χρώματα καί ἒντονες ἀντιθέσεις δημιουργοῦν παλλόμενη καί ἀνήσυχη ἐπιφάνεια»5. Στο ίδιο χωριό γίνονταν και τα «φεγγάρια», μικροί στρογγυλοί τάπητες πλεγμένοι από λωρίδες6. Τέτοια «φεγγάρια» κατασκευάζονταν και σε άλλα χωριά.
Οι φλοκάτες, τέλος, γίνονταν με τις «φλόκες» κι έπαιρναν την οριστική τους μορφή στις ντριστέλες. Σε χωριά του νότιου Πηλίου κατασκεύαζαν αντί για φλοκάτες, τις καρπέτες με γεωμετρικά σχέδια, σε πολλές περιπτώσεις, στην επιφάνεια. Στα ίδια τα χωριά επίσης έφκιαναν και τις καραμελωτές κουβέρτες με ομοιόμορφα γεωμετρικά σχέδια, κυρίως τετράγωνα, πάνω στην επιφάνειά τους.
Μια τέταρτη κατηγορία υφαντών, βαμβακερών όμως, μπορούμε νομίζω να πούμε, ότι αποτελούν οι κουρελούδες. Δεν έχει βέβαια γραφεί τίποτα μέχρι σήμερα.
Όλες όμως οι πληροφορίες που έχω από χωριά του Πηλίου, συγκλίνουν στην παραδοχή της ύφανσής τους, τουλάχιστον από τα 1821 κι ύστερα. Οι κουρελούδες γίνονταν, ή γίνονται ακόμα, στον αργαλειό με στριφογυρισμένες λωρίδες από παλιά φορέματα. Προτιμούσαν τα άσπρα χρώματα, μια και χρησιμοποιούνταν το καλοκαίρι, χωρίς όμως να περιφρονούν και τ’ άλλα, όχι όμως τα μαύρα. Έτσι δημιουργούσαν απανωτές χρωματιστές ζώνες.
Στη Μακρινίτσα εξάλλου, όπως και σ’ άλλα χωριά, έκαναν και τους τρουβάδες από μαλλί τράγου7 με ραβδωτά κυρίως κεντήματα και στις δυο όψεις τους.