Όσο κι αν προσπαθήσει κανείς, είναι αδύνατο να αποχτήσει μια θεώρηση της καθολικής λαϊκής φιλολογίας του Πηλίου στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Είναι από τα πράγματα, τόσες φορές, αδύνατο να καθορίσουμε την καταγωγή ενός τραγουδιού, μιας παράδοσης, κάποιου παραμυθιού, παροιμίας, γνωμικού κλπ., εφόσον όλα τούτα τα δημιουργήματα συναντιόνται και σ’ άλλα μέρη. Το πρόβλημα δεν υπάρχει για κείνα που υπογραμμίζουν πρόσωπα και πράγματα μιας περιφέρειας.
Πριν όμως επιχειρήσουμε μια θεώρηση της λαϊκής αυτής φιλολογίας, ας δούμε τα σπουδαιότερα χαραχτηριστικά του γλωσσικού ιδιώματος του Πηλίου:
1) Τα άτονα φωνήεντα (ε) (αι) και (ο) (ω) παθαίνουν στένωση (κώφωση) και μεταβάλλονται σε (ι) και σε (ου) αντίστοιχα: Έντεκα = έντικα, εκκλησία = ικκλησία, καιρός = κιρός, άπορος = άπουρους, ορφανός = ουρφανός, τρέχω = τρέχου. Στένωση επίσης παθαίνει το (ο) (ω) αν και τονίζεται, στο άρθρο (το) (στον και στο) στην πρόθεση (από) και στα παθητικά ρήματα (μέλλοντα στιγμιαίο και υποταχτική αορίστου): Το πρωί = του προυί, στον άντρα = στουν άντρα, στο καλό = στου καλό, θα πω = θα που, να ιδώ = να ιδού, όταν βρεθώ = όταν βριθού, να ξυστώ = να ξυστού, όταν βραχώ = όταν βραχού.
2) Το αρσενικό άρθρο (ο) τρέπεται σε (ι): ι Γιώργους, ι Κώστας, ι λαγός.
3) Τα θηλυκά ονόματα εκφέρονται συνήθως σε ουδέτερη μορφή: Η Αγγελική = τ’ Αγγελικό, η Βαγγελιώ = του Βαγγιλιό, η Μαλαμώ = του Μαλαμό αλλά και: η Μαριώ = του Μαριουλί, το Κατινιό = του Κατ’ νί κλπ.
4) Το άτονο (ι) και (η) στο τέλος των λέξεων (αλλά και το τονισμένο στις λέξεις στη, στην, στις) αποβάλλεται: Το παιχνίδι = του πιχνίδ’, το ψάρι = του ψάρ’, στην άκρια = στ’ άκρια, στις αποκριές = στ’ς απουκριές.
5) Ο άτονος φθόγγος (ι) και το δίψηφο φωνήεν (ου) ανάμεσα στις συλλαβές ή και στην πρώτη συλλαβή μιας λέξης, αποβάλλονται τις περισσότερες φορές: Σκυλί = σκ’λί, κοιλιά = κ’λιά, κουτάβι = κ’ τάβ’, δουλειά = δ’λειά, παίζουνε = παίζ’νι.
6) Τα σύμφωνα γ, ζ, κ, λ, ν, σ, χ, ψ όταν χάνουν το άτονο φωνήεν τους ι, τονίζονται συνήθως περισσότερο, παίρνοντας ένα μέρος απ’ τη φωνή του: Χαράζει = χαράζ’, παιδάκι = πιδάκ’, κοφίνι = κουφίν’, Ασημώ = Ασ’μώ, αχινός = αχ’ νός, όψιμος = όψ’μους.
7) Τα υγρά σύμφωνα λ, ν, μαζί με το φωνήεν τους ι - έστω και νόθο - προφέρονται περισσότερο με τον ουρανίσκο παρά με τη γλώσσα: Λευτεριά = Λιυτιριά, παραμάνες = παραμάνις.
8) Πολλές φορές, στο νότιο Πήλιο κυρίως, ο τόνος στα τετρασύλλαβα και πεντασύλλαβα ρήματα του παρατατικού ή και του αορίστου περνάει μπροστά από την προπαραλήγουσα: Καπνίζαμε = κάπνιζαμι, παίζαμε = έπιζαμι, φάγαμε = έφαγαμι, αλλά και: καθόμασταν = κάθουμαστανι.
Με την ευκαιρία πρέπει να τονιστεί πως η γλώσσα του Πηλίου δεν έμεινε - δεν μπορούσε να μείνει - αμιγής ελληνική. Μπολιάστηκαν εδώ και λειτούργησαν φυσιολογικά εκατοντάδες τούρκικες λέξεις1 και πάρα πολλές βενετσάνικες2, σλάβικες, βλάχικες και μερικές αρβανίτικες. Η εισδοχή των ξένων γλωσσικών στοιχείων στη γλώσσα του Πηλίου κατοπτρίζεται σ’ όλα τα γνωστά έγγραφα και ιδιωτικά γράμματα από την εποχή της Τουρκοκρατίας, καθώς και στα πάμπολλα ξενικά τοπωνύμια (και ακτωνύμια), επίθετα οικογενειών και παρατσούκλια, που συναντούμε μέχρι σήμερα παντού: Από το Τρίκερι έως το Κεραμίδι.