• Δημοτικά τραγούδια

    Ανάμεσα στο πλήθος των τραγουδιών που τονίζονταν στα πηλιορίτικα χωριά, ξεχωρίζουμε και κάποια με σίγουρη την τοπική προέλευσή τους. Το τραγούδι της ξενιτιάς «Ο μαγευμένος της Ζαγοράς», αίφνης, που δημοσίεψε στα 1824 ο Γάλλος Κλαύδιος Φωριέλ με την υπογράμμιση της ιθαγένειας του ίδιου του τραγουδιού1, το θεωρούμε γνήσιο δημιούργημα του Πηλίου2. Αναφέρεται στην αποδημία ενός Πηλιορίτη, που ξαναπαντρεύτηκε στην ξενιτιά, εξαιτίας μιας κακής μάγισσας και δεν ξαναγύρισε. Να και οι στίχοι, που συνοδεύονται κι από πεζό:

    «Κίνησαν τά καράβια τά Ζαγοριανά·
    Κίνησε κ’ ὁ καλός μου, πάει στην ξενιτειάν·
    Κ’ οὐδέ γραφήν μοῦ στέλνει, κ’ οὐδ’ ἀπηλογιάν·
    Κ’ αὐτοῦ στούς δέκα χρόνους μ’ ἔστειλε γραφήν,
    Σ’ ἕνα χρυσόν μαντύλι δώδεκα φλωριά
    ».
    (Ακολουθεί το πεζό):
    «Πάρε, ἀγάπη μου, αὐτό τό μαντήλι,
    πάρε τά δώδεκα αὐτά φλωριά,
    τά οποῖα ἔχω κερδίσει στά φοβερά τά ξένα
    καί έάν ...
    »
    (Μπαίνει πάλι ένας στίχος):
    «Θέλεις, κόρη, παντρέψου,
    θέλεις καλογραιά
    ».
    (Πάλι πεζό έως το τέλος):

    «Ἀλλά μή μέ περιμένης πιά, ἀγάπη μου· δεν θά μέ ξαναδῆς - Μιά μάγισσα σκληρή μέ μάγεψε καί μέ κρατεῖ ἐδῶ στά ξένα - Τρεῖς φορές θέλησα νά φύγω· τρεῖς φορές ἀνοίχτηκα στή θάλασσα - Ἀλλά τρεῖς φορές ἀκόμη τό πλοῖο, ἀφοῦ ταξίδεψε γιά λίγο, - βυθίστηκε καί ταξίδεψε κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας σέ ἀντίθετη διεύθυνση: - ἀκόμη τόσες φορές ἐπέστρεψε στό λιμάνι ἀπό τό βυθό τῆς θάλασσας. - Μή μέ περιμένεις πιά, ἀγάπη μου, δέν θά μέ ξαναδῆς»3.

    Μια πηγή έμπνευσης βέβαια για τη λαϊκή μούσα του Πηλίου στάθηκαν διάφορα επαναστατικά γεγονότα της περιοχής τόσο κατά το 1821, όσο και στις δυο θεσσαλικές εξεγέρσεις του 1854 και του 1878.

    Το πρώτο σχετικό τραγούδι αναφέρεται στο ξεκίνημα του πηλιορίτικου αγώνα (7 Μαΐου 1821), όταν οι αγωνιστές με τον αρχηγό τους καπετάν Κυριάκο Μπασδέκη, πολιόρκησαν το τούρκικο κάστρο του Βόλου, κι άρχισε ο πόλεμος, στη διάρκεια του οποίου τραυματίστηκε κι ο ίδιος ο αρχηγός.

    Να τι έλεγε σχετικά:

    «Κλαῖνε οἱ Τοῦρκοι, σκούζουνε, φωνάζουν οἱ χοντζάδες
    γιά τό κριλέσ’
    (= μακελειό) πού γίνηκε στόν πόλεμο τοῦ κάστρου·
    τρεῖς Τούρκους πχιάνει ζωντανούς ὁ καπετάν Κυριάκος
    καί δέκα ἂλλους ὁ ζουρμπάς ὁ Μῆτρος ὁ δικός του·
    - Γειά σου χαρά σου, Μῆτρο μου, φωνάζει ἀπό τό κάστρο
    ὁ γέρος ὁ πατέρας του καί πέφτει λαβωμένος
    »4.

    Τον ίδιο μήνα σκοτώνεται, πολεμώντας κι αυτός τους Τούρκους του Δράμαλη στην περιοχή Μακρινίτσας - Πορταριάς, ο Ζαγοριανός Στέφος, κι ο λαϊκός συνθέτης του τόπου έτσι κλαίει το παλικάρι:

    «Σήμερα μαῦρος οὐρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
    σκουτώθηκε ὁ Στέφος μας, τό ἂξιο παληκάρι
    πού πολεμοῦσε τήν Τουρκιά πέρα ἀπ’ τή Μακρινίτζα.
    Στά δόντια κράταε τό σπαθί, στά χέρια τό ντουφέκι,
    σκοτώνοντας ἀγαρινούς, ἀγάδες, τουρκαλάδες.
    Ἓνας ἀητός ἐκάθησε ψηλά σέ μιά ραχούλα,
    τηρᾶ δεξιά, τηρᾶ ζερβά, τήν Πορταριά τηράει.
    - Ποῦναι ὁ Στέφος ἀρωτᾶ, ποῦναι ὁ ἀντρειωμένος;
    Πέτα πουλί μ’ στή Ζαγορά, πάηνε στούς δικούς του,
    γιά νά τούς πεῖς πώς πέθανε τούς Τούρκους πολεμώντας.
    Κι ὁ ἀητός ἐπέταξε, στήν Περαχώρα5 πάει
    κι ἐκάθησε στούν πλάτανο ποῦναι στήν ἐκκλησία.
    - Κλάψτε Περαχωρίτισσες, κλάψτε Περαχωρίτες,
    ὁ Στέφος, τό καμάρι σας, ὁ ξανθομουστακάτος,
    Τουρκιά πολλή πελέκησε, Τούρκους κι Ἀρβανιτάδες,
    πέρα στη Μακρινίτζα μας, στῆς Πορταριᾶς τό ρέμα.
    Τήν ὥρα πού πολέμαγε, τήν ὥρα πού χυμοῦσε,
    κεφάλια Τούρκων κόβοντας, κορμιά θερίζοντάς τα,
    βόλι πικρό τόν βάρεσε μέσα στά φυλλοκάρδια
    ».

    Λίγα χρόνια πιο πριν ο ίδιος ο λαός του Πηλίου ευαισθητοποιήθηκε μπροστά στο μαρτυρικό θάνατο ενός άλλου παλικαριού, του Κώστα Κουτμάνη από το Τρίκερι. Ο Κουτμάνης πέρασε με το καράβι του στο επαναστατικό σώμα του παπα - Θύμιου Μπλαχάβα (1808) κι έκανε χαλάστρα στα τούρκικα πλεούμενα της περιοχής. Σε μια ναυμαχία όμως έπεσε στα χέρια των Οθομανών κι οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε φριχτό τέλος. Ο λαός συγκινήθηκε κι έπλεξε το τραγούδι6:

    «Ποιος θέλ’ ν’ ακούσει κλάματα, δάκρυα κι μοιργιολόια
    (ἀ)ς πιράσ’ ἀπό τό Τρίκερι, ἀπ’ τήν καημένη χώρα,
    ν’ ἀκούσει μιάν ἀρχόντισσα, μία κυρά μεγάλη·
    (α)ὐτήν ἔκλιγι τούν ἀντρα της, τού Γκώστα τού Γκουτμάνη.
    Στού μπαλκουνάκι κάθιτι, τή θάλασσα κοιτάζει,
    γλέπει καράβια ἔρχουντι ἀπού μακρινό ταξίδι.
    - Βγαίτι ὄξου καράβια μου, χρυσοί μου μπιεντέζες,
    μην εἴδατι τούν ἂντρα μου, τού Γκώστα τού Γκουτμάνη;
    εἴταν στή Μπόλη φλάμπουρος κι στου Μουριά κουλόνα
    κι μέσα στή Ντριπουλιτσιά εἴτανι ξακουσμένος.
    - Γιά πές μου τά σημάδια του, ἴσως τούν φέρ’ ι νούς μας.
    - Εἶνι ψηλός, εἶνι λυγνός, φουράει δαχτυλίδι
    κί πιό ’λαμπε τού δάχτυλου πέρι τού δαχτυλίδι.
    - Ἰμείς προυψές τούν εἴδαμι στῆς Πόλης τα μτουγάζια,
    βαστοῦσε κί στά χέρια του βασιλικά φιρμάνια
    ».

    Σπίτι του Κουτμάνη
    Το σπίτι του Κουτμάνη όπως είναι σήμερα (προσφορά Νίκου Φορτούνα).

    Ένας άλλος αγωνιστής πάλι, ο Ζαγοριανός οπλαρχηγός και αρματολός Μήτρος Μπασδέκης θα γίνει κι αυτός τραγούδι ύστερ’ απ’ τη δολοφονία του στη Ζαγορά τον Απρίλη του 1828. Ο λαός της περιοχής έκλαψε πολύ το παλικάρι, όταν έπεσε χτυπημένο από τον ψυχογιό του απάνω στ’ άνθισμα της νιότης του. Το πολύστιχο αυτό τραγούδι, αφού κάνει λόγο στην αρχή για την πατριωτική προσφορά του καπετάνιου και την προετοιμασία του εγκλήματος, τελειώνει με τούτα7:

    «(...) μιά κουμπουριά τοῦ ἔριξε, φαρμακερό ’να βόλι,
    πού τόν ἰβρῆκε στήν καρδιά μέσα στά φυλλοκάρδια.
    Γέρνει τού ἴσιου τού κουρμί, λυγάει σά λαμπάδα,
    στρίβει σά φίδι που ’φαγε τήν πετριά στη μέση,
    μουγκρίζει κι ἀνασέρνιται μί γλώσσα στιγνουμένη.
    Μά τού μουλύβ’ εἶναι βαρύ, πικρό φαρμακουμένου,
    κι ἡ Μήτρους, τοῦ Μπαστέκη ἡ γιός, ἡ πρώτους καπετάνιους,
    ποῦταν ἡ στύλους τοῦ χουριοῦ, τῆς φτώχιας ἡ πατέρας,
    παρέδωκε τού πνέμα του καί τήν ψυχή στού Χάρο.
    Κλάψτε μανάδες τόνε νιό, τ’ ὄμορφο παλλικάρι,
    κλάψτε καί σεῖς κουπέλλες μου τούν ὄμουρφο λεβέντη,
    πού ἀνύπαντρους κι ἀφίλητους στού μνῆμα ἐκατέβη.
    Κλάψτε κ’ ἐσεῖς τά οὐρφανά τῆς φτώχειας τόν προστάτη,
    ἰχάσαμε τού Μήτρου μας, ἡ Μήτρους πάει στούν Ἃδη,
    τις πέτρες ἔχ’ προυσκέφαλο, τή μαύρη γῆς στρουσίδι,
    καί γι’ ἀπανουσκεπάσματα τοῦ φεγγαριοῦ τή λάμψη
    .

    Την ίδια χρονιά ή ένα χρόνο πιο πριν (1827), οι Τούρκοι, καταστρέφουν συθέμελα τη Μιτζέλα, σφάζοντας τους κατοίκους, οπότε η λαϊκή μούσα του Πηλίου, συγκινημένη από το δράμα, αρμολογεί το τραγούδι8:

    «Ἓνας ἀϊτός ἐπέταγε πάνω ἀπ’ τις Μ’ τζέλες
    κι ἔσκουζε καί ρέκαζε χτυπώντας τις φτεροῦγες.
    - Τ’ ἔχεις πουλί μ’ καί δέρνεσαι καί τί μαντάτα φέρνεις;
    - Μαῦρα εἶναι τά μαντάτα μου, πικρά ’ναι τά χαμπέρια,
    πάλι πολέμους ἔχουμε σεφέρια σάν καί πρῶτα,
    ασκέρι φάν’ κε στή Σουρβιά9 καί δῶθε στά Κοκκ’ νόγια10.
    Πάρτε μανάδες τά παιδιά, πάρτε καί τούς γερόντους
    καί κατεβῆτε στό γιαλό στον ἂσπρο βράχο πέρα,
    νά μπῆτε στά καΐκια σας, στή Σκιάθο νά περάστε.
    Τό λόγο δέν ἀπόσωσε, τό λόγο δέν ἀπόειπε,
    τά μπαϊράκια φάνηκαν πάνω σέ μια ραχούλα
    καί ροβολώντας ἔρχονταν τά ἴδια στις Μουντζέλες.
    Χτυποῦν οἱ καμπάνες στό χουργιό, τά σήμαντρα σημαίνουν,
    ντουφέκι ’ ἀδράζουν οἱ χουριανοί καί τά σπαθιά τους ζώνουν,
    πέφτουν τά βόλια σά βροχή, ἀντιβοοῦν οἱ ράχες.
    Βρύση τό αἷμα χύνεται, πέφτουν κορμιά ἀράδα,
    κι οἱ Μιντζελιῶτες ρίχνουνε τή μιά πάνω στήν ἂλλη
    καί μαύρισεν ὁ οὐρανός κ’ ἔγιν’ ἀντάρα, πίσα.
    Οἱ Τοῦρκοι εἶναι τους πολλοί καί γκέκηδες ἂλλοι τόσοι,
    ἓνα γιρούσι κάνουνε καί δεύτερο καί τρίτο·
    κοντά στ’ ἀπομεσήμερο μπαίνουν μέσα στ’ ἀμπέλια.
    - Κρατῆστε τά ταβατούρια σας, χουγιάζουν οἱ γυναῖκες.
    Σέρνουν πιστόλες καί σπαθιά, ντουφέκια, καριοφίλια,
    ἂλλες στού Μπόρο πολεμοῦν, ἂλλες στό Καραγάτσι
    κι ἂλλες στόν Ἀσπρόβραχο καί ατό Κολοκυθάκι11
    τους λαβωμένους μάζωξαν καί τίς πληγές τους δένουν
    »12.

    Ο λαϊκός συνθέτης στη συνέχεια βάζει τους Τούρκους να φωνάζουν από ψηλά, και με απειλές μάλιστα, για να παραδοθούν οι κάτοικοι. Μα οι τελευταίοι δίνουν την περήφανη απάντηση:

    - «Πασά μ’ ἀλλοῦ τά λόγια σου, ἀλλοῦ τίς μαργιολιές σου (= πονηριές, τεχνάσματα),
    κιουτῆδες μεῖς δέν εἶμαστε, την προδοσία μισοῦμε,
    τἂρματα δέν τά ρίχνουμε, Τούρκους δέν προσκυνᾶμε
    ».

    Τελικά ύστερ’ από τρίωρη μάχη - σύμφωνα με το τραγούδι - κι αφού εξαντλήθηκαν τα πολεμοφόδια, οι Μουσουλμάνοι μπήκαν στο χωριό, κι οι Μιτζελιώτες έτρεξαν κατά τη θάλασσα για να περάσουν στα καράβια τους και να φύγουν. Μαζί και η Καμπέραινα με τα παιδιά της, ρίχνεται από ψηλά σε βράχο για να μην πέσει ζωντανή στα χέρια των εχθρών και σκοτώνεται13.

    Η επανάσταση του 1854, παρότι είχε στο τέλος αποτυχία, έδωκε κι αυτή ένα ερέθισμα στο λαϊκό συνθέτη του Πηλίου, για να κατασκευαστεί ένα ακόμα τραγούδι, όπου αναφέρονται και τέσσερις πρωταγωνιστές της:

    «Πέρδικα λάλαε κ’ ἔλεγε στις ἂλλες περδικοῦλες:
    - Τούς Τούρκους ἐβαρέσανε στοῦ Γόλου
    (Βόλου) τά Καλύβια.
    Σκούζουνε οἱ χανούμισσες, μοιρολογοῦν καί λένε:
    - «Τί’ ν’ τό κακό πού γίνηκε, Ἀλλάχ, προχτές τό βράδυ
    στῆς Μακρυνίτσας τά βουνά, στοῦ Ἁη - Λιᾶ τή ράχη
    πού ἦταν ὅλ’ οἱ ἀρχηγοί, ὁ Χρόνης ὁ Μπασντέκης14,
    ὁ γέρος ὁ Φιλάρετος15, μαζί κι ὁ Κουτζαμάνης»16.
    Μά κεῖ πού πολεμούσανε, μιά τούρκικη φρεγάδα
    ἰμτάτ
    (= βοήθεια) στέλνει γρήγορα τούς Τούρκους νά γλυτώση,
    ρίχνει ἀράδα κανονιές στοῦ Πισκοπιοῦ17 τά μέρη,
    χωρίς μπαρούτι ἀληθινό, χωρίς νά’χουν γκιουλέδες
    (= οβίδες).
    Κ’ οἱ χόντζηδες ἀνέβηκαν τότε στους μιναρέδες
    καί τόν Γριτζάνο18 κράζουνε ρεήμια
    (= ενέχυρα) νά του δώσουν
    νά σταματήση τόν πόλεμο, νά πάψη τό κριλέσι
    (= μακελιό).
    - «Δέν παύω, λέει, τόν πόλεμο, δέν παύω τό ντουφέκι,
    θέλω ρεήμια Τούρκισσες, Ρωμιές γιά νά τίς κάμω,
    θέλω νά πιάσω τόν πασά, σκλάβο νά τόνε πάρω»
    .

    Αυτή είναι η σπουδαιότερη ποιητική παραγωγή του πηλιορίτικου λαού ίσαμε τη δεκαετία του 1850 ή και του 1860. Βέβαια δεν μπορούμε να πούμε πως σίγησε η λαϊκή μούσα πιο ύστερα. Συνέχισε να δημιουργεί, μα τα νεότερα προϊόντα δεν έχουν πια την ποιητική αξία των παλιότερων, όπως βλέπουμε στο παρακάτω στιχούργημα από την τελευταία επανάσταση της Θεσσαλομαγνησίας στα 1878:

    «Ἐβγᾶτε Τοῦρκοι Λαρσινοί
    κι ἀγάδες ἀπ’ τό Κάστρο,
    νά διῆτε ἐδῶ τόν πόλεμο
    πού κάνουν οἱ ραγιάδες·
    ν’ἀκοῦστε μακριτζιώτικα
    ντουφέκια, καριοφίλια,
    πού σκάζουν σάν τό κάστανο
    καί πέφτουν οἱ ἀγάδες.
    Νά διῆτε τή Σουίπαινα
    μέ τά ὀγδόντα χρόνια,
    πῶς κουβαλάει κρύο νερό
    στ’ ἀντρεῖα παλικάρια.
    Νά διῆτε τή Μαλιούφαινα
    κορίτσι στόν ἀνθό του,
    μέ τό δεξί νά ντουφεκᾶ,
    μέ τό ζερβί νά κόβη.
    Πέσαν κεφάλια ἀγάδικα,
    κορμιά Ἀρβανιτάδων,
    Καί ἂν στή Μακρινίτζα μας
    ἐχάσαμε τή μάχη,
    ἐκέρδισε ἡ πατρίδα μας
    δόξα, τιμή καί φήμη.
    ὅπως οἱ Σπαρτιάτισσες
    πολέμαγαν ἀντρίκια
    καί ὅπως οἱ Σουλιώτισσες
    στήν Ἤπειρο ἀκουστῆκαν,
    ἔτσι καί οἱ Μακριτζιώτισσες
    τό Πήλιο δοξάσαν
    »19

    Το τραγούδι αυτό, όπως και τα άλλα που καταχώρησα πιο πάνω, εκτός από ένατης ξενιτιάς, ανήκουν στον ιστορικό κύκλο, εφόσον αναφέρονται σε καθαρά ιστορικά καθέκαστα. Μα η ψυχή του Πηλιορίτη συνθέτη δεν έμεινε ανοιχτή μονάχα σ’ αυτά τα γεγονότα. Στράφηκε και προς τα ένδοξα «ζαγοριανά καράβια»20, που από τα μέσα περίπου του 18ου αιώνα έπλεαν σ’ ανοιχτές θάλασσες, μετουσιώνοντας τη συγκίνησή της σε στίχους. Δυο τέτοια τραγούδια διασώζει, μεταξύ των άλλων ο Γιάννης Κορδάτος, όπως τα κατάγραψε στη Ζαγορά21:

    Α'

    «Καράβια μου περήφανα, ζαγοριανά σαΐνια
    τ’ Ἁη - Νικόλα μπιστικά, τής Παναγιᾶς καμάρια,
    φέρτε πραμάτειες μπόλικες, φλουργιά μέσα στή χώρα,
    οἱ ὀχτροί μας νά πλαντάξουνε, οἱ φτονεροί νά σκάσουν,
    να ἔχει ὁ τόπος πόρεψη κ’ ἡ φτώχεια ν’ ἀνασάνει,
    νά στολιστοῦν οἱ ἐκκλησιές, τ’ ἀμπάρια νά γεμίσουν
    κ’ οἱ κορασιές μέ τά βιολιά στολίδια φορτωμένες
    νά στήσουν τρανταχτό χορό στήν Ἁη - Σωτήρα22 μέσα
    ».

    Β'

    «Τρία καράβια ζαγοριανά μπαίνουνε στό μπουγάζι,
    τόνα ἀρμενίζει μέ νοτιά, τ’ ἂλλο μέ ντραμουντάνα,
    τό τρίτο τό τρανήτερο, μέ τῆς στεργιᾶς τ’ ἀέρι.
    Μαῦρος βοριάς τοῦ φώναξε, μαῦρος βοριάς τοῦ κράζει:
    - Μάϊνα, καράβι, τά πανιά, μάϊνα κατέβασέ τα.
    - Δέ μαϊνάρω τά πανιά καί δέν τά κατεβάζω
    τ’ εἶμαι καράβι ζαγοριανό, καράβι ξακουσμένο,
    ἔχω κατάρτια μπρούτζινα, ἀντένες σιδερένιες,
    κι ὅπου ἀρμενίζω μιά φορά τήν πλώρη δέ γυρίζω.
    Λυσσομανᾶ ἡ θάλασσα, σουρίζουν τά κατάρτια,
    σηκώνονται κύματα βουνό, χορεύει τό καράβι,
    κι ὁ καπετάνιος ἂτρομος κρατώντας τό τιμόνι,
    ἀπ’ τό πουρνό ὡς τό βραδύ παράδερνε ἀντρίκια.
    Φυσᾶ ὁ βοριάς, ξαναφυσᾶ, ἡ θάλασσα μουγκρίζει
    καί τοῦ πελάου ἡ μάνητα ὅλο καί μεγαλώνει.
    Πίσα σκοτάδι γένηκε, ἡ κουπαστή του σπάει,
    τά ξάρτια του χαλάσανε, ὁ φλόκος κομματιάστει·
    μά τό καράβι νταγιαντᾶ, οἱ ναῦτες του κρατᾶνε.
    Φυσᾶ ὁ βοριάς, ξαναφυσᾶ, τά κύματα θεριεύουν
    καί πρίν ἀπ’ τά μεσάνυχτα κρεπάρει τό καράβι,
    τά κύματα τό σκέπασαν στό φόντο εἶχε πάει
    ».

    Κοντά στα τραγούδια, ο λαός του Πηλίου σύνθεσε και δίστιχα, που κυκλοφορούσαν μαζί με άλλα άλλων τόπων, σε όλα τα χωριά. Δεν μπορούμε όμως να ξεχωρίσουμε τα πηλιορίτικα - εκτός από λιγοστές περιπτώσεις23 - γιατί λείπουν οι ενδείξεις. Κυρίως είναι δίστιχα επαινετικά ή σατιρικά χωριών, χωρίς ποιητική αξία. Αντίθετα καμία ένδειξη δεν υπάρχει για τον εντοπισμό παροιμιών, παροιμιακών εκφράσεων, αινιγμάτων, λογοπαίγνιων, καθαρογλωσσημάτων κλπ., που διατυπώνονταν παντού και πάντοτε.

    1. Τα Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, εισαγωγή Νίκου Α. Βέη (Αθήνα 1955), σελ. 255, 359.
    2. Παραλλαγή του τραγουδιού θα καταχωρήσει στα 1889 στην εφημ. «Εβδομάς» (11 Φεβρουάριου 1889) ο Γεώργιος Αδρακτάς, υπογραμμίζοντας την πηλιορίτικη προέλευσή του, ενώ γύρω στα 1910 θα καταγράψει στη Ζαγορά άλλη παραλλαγή του τραγουδιού ο Γιάννης Κορδάτος (Το Πήλιο ..., όπ.π., σελ. 16 -18).
    3. Σχολιασμένο το τραγούδι, που πρέπει να είναι προϊόν του χρονικού διαστήματος 1760 - 1820 - όταν εντάθηκε το δράμα της ξενιτιάς για τους Πηλιορίτες - παρουσίασα στην εφημ. «Η Θεσσαλία» 28 Σεπτεμβρίου 1969.
    4. Πρωτοδημοσιεύτηκε με σχόλια και παρατηρήσεις από τον επιγραφόμενο στα «Κείμενα του Βόλου» (τεύχ. 3, Βόλος 1978, σελ. 256). Βλ. και του ίδιου, Ο Πηλιορίτης οπλαρχηγός Γιώργης Ζορμπάς, όπ.π., σελ. 29 -30.
    5. Η πρώτη συνοικία της Ζαγοράς που συναντούμε μπαίνοντας στην πολίχνη.
    6. Βλ. Γιώργου Θωμά, Το τραγούδι του Τρικεριώτη αγωνιστή Κώστα Κουτμάνη - όπως το τραγουδάει αιωνόβια στο Πήλιο, περιοδ. «Κείμενα του Βόλου», τεύχ. 4, Βόλος 1978, σελ. 395 - 399. Μια άλλη παραλλαγή τελειώνει αλλιώς:
      «Ἔχει ἐλιά στό μάγουλο, ἐλιά καί στό λαιμό του
      καί στό μικρό τό δάχτυλο ἔχει τόν ἀρραβώνα.
      Μία φορά τόν εἴδαμε στην Πόλη στό μεϊντάνι
      (= απλωσιά, πλατεία)
      στή βρύση τοῦ Βεζίρ - ἀγά, κοντά εἰς τήν κρεμάλα.
      Χίλιοι τόν πᾶν ἀπό μπροστά καί δυό χιλιάδες πίσω
      ».
      (Κώστα Πατρίκου, Η συμβολή των Τρικέρων εις τον υπέρ της ελευθερίας αγώνα του 1821, περιοδ. «Επιμόρφωσις», Απρίλιος - Μάιος - Ιούνιος 1971, σελ. 37). Βλ. επίσης και Θαν. Π. Κωστάκη, Το Τρίκερι, περιοδ. «Ηώς», περίοδ. Γ', έτ. 6ον, αριθμ. 71 – 72, 1963, σελ. 55.
    7. Γιάνη Κορδάτου, Η Επανάσταση της Θεσσαλομαγνηαίας στο 1821, όπ.π., σελ. 155. Πρβλ. και του ίδιου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ.π., σελ. 805 - 806.
    8. Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλον και Αγιάς, όπ.π., σελ. 814-815.
    9. Μοναστήρι σε ερημική τοποθεσία της Μακρινίτσας στο ΒΑ Πήλιο. Βλ. και Μιλτιάδου Σεϊζάνη, Η πολιτική της Ελλάδος και η Επανάστασις του 1878 εν Μακεδονία, Ήπείρω και Θεσσαλία, εν Αθήναις 1878 (ανατύπωση για τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας 1881- 1981), σελ. 211-219.
    10. Δασική περιοχή έξω από τη Μιτζέλα.
    11. Κολοκυθάκι, Ασπρόβραχος, Καραγάτσι και Μπόρος: Τοπωνύμια κοντά στη Μιτζέλα.
    12. Μέχρι σήμερα η παράδοση της Ζαγοράς και του Πουριού αναφέρεται στη συμμετοχή γυναικών της Μιτζέλας στην Επανάσταση του ’21. Πολεμική δράση στο ’21 έχει επίσης και η Προμιριώτισσα Χρυσούλα Γ. Ζορμπά. Βλ. σχετικά: α) Γιώργου Θωμά, Γυναίκες του τόπου μας στην Επανάσταση του 1821, εφημ. «Η Θεσσαλία» 26 Οκτωβρίου 1971, β) Του ίδιου, Η Ζορμπάδαινα του Προμιριού, εφημ. «Η Θεσσαλία» 5 Δεκεμβρίου 1971.
    13. Μέχρι τώρα ο βράχος αυτός κάτω απ’ τη Μιτζέλα λέγεται «της Καμπέραινας» (βλ. και Γιώργου Θωμά, Γυναίκες του τόπου μας στην Επανάσταση του 1821, όπ.π., όπου και φωτογραφία του βράχου). Ύστερ’ απ’ την καταστροφή οι κάτοικοι - όσοι γλύτωσαν - δεν ξαναγύρισαν. Αργότερα (1934) έχτισαν νέο χωριό κοντά στον Αλμυρό, τη Νέα Μιτζέλα, που την ονόμασαν Αμαλιάπολη για να τιμήσουν τη βασίλισσα Αμαλία.
    14. Ζαγοριανός οπλαρχηγός, που έδωκε το μαχητικό του παρών και στα 1821. Βλ. γι’ αυτόν α) Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ.π., σελ. 859,860,862,869,874,876. β) Δημ. Κουτρούμπα, Ο υποστράτηγος Χριστόδουλος Χατζηπέτρος και η Θεσσαλική Επανάστασις του 1854, Θεσσαλικά Χρονικά, τόμ. 11ος, Αθήναι 1976, σελ. 75,77,96. γ) Γιάννη Κολιόπουλου, Ληστές, Αθήνα 1979, σελ. 17,24,73,77, 122 - 123. δ) Γιώργου Θωμά, Μια ληστεία στο Πήλιο από το Χρόνη Μπασδέκη, εφημ. «Ή Θεσσαλία» 9 Ιουνίου 1985.
    15. Νικόλαος Φιλάρετος (1805 - 1868) απ’ το Προμίρι. Πήρε μέρος στην Επανάσταση του 1821, και το Μάρτη του 1854 ύψωσε τη σημαία του νέου αγώνα στο Πήλιο, για να γίνει ο αρχηγός στο κίνημα εκείνο. Βλ. σχετικά Γιώργου Θωμά, Νικόλαος Φιλάρετος, «Μορφαί της Μαγνησίας», Βόλος 1973, σελ. 161 -195 (και ανάτυπο).
    16. Κ. Κουτζαμάνης, αγωνιστής στην Επανάσταση της Θεσσαλομαγνησίας του 1854, απ’ την Αργαλαστή.
    17. Πρόκειται για το λόφο της Επισκοπής στον Άνω Βόλο.
    18. Γιώργης Γριζάνος ή Γκριζάνος, οπλαρχηγός απ’ τη Μιτζέλα. Πήρε μέρος και στο 1821. Βλ. α) Δημ. Κουτρούμπα, Ο υποστράτηγος Χριστόδουλος Χατζηπέτρος ..., όπ.π., σελ. 57, 99, 161 - 162, β) Γιώργου Θωμά, Οι Θεσσαλομάγνητες αγωνιστές προς τον Ιω. Καποδίστρια και το Γρ. Κωνσταντά, Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών, τόμ. Στ', Βόλος 1983, σελ. 246, 248, 251, 252, 253 κ.ε. (και ανάτυπο).
    19. Στη μάχη αυτή (16 Φεβρουάριου 1878) πήραν μέρος κι άλλες γυναίκες, εκτός απ’ αυτές που αναφέρονται. Κάπου 70 Μακρινιτσώτισσες βοήθησαν τους άντρες τότε (Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ.π., σελ. 906).
    20. Οταν λέμε «ζαγοριανά καράβια», δεν πρέπει να εννοούμε εκείνα της ορισμένης πολίχνης. Ο χαραχτηρισμός περιλαμβάνει όλα τα πηλιορίτικα καράβια, μια και το Πήλιο λεγόταν και Ζαγορά.
    21. Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ.π., σελ. 219 - 220.
    22. Σωτήρα (Μεταμόρφωση), ο κεντρικός ναός της μεγάλης ομώνυμης συνοικίας στη Ζαγορά. Επομένως το τραγούδι αυτό πρέπει να το θεωρήσουμε, νομίζω, ως σύνθεση της ίδιας πολίχνης.
    23. Για τη Μακρινίτσα έλεγαν: «Μακρινίτσα κριμασμέν’ (από μακριά φαίνεται σαν να κρέμεται στο βουνό).
      και ατού γκόσμου ξεκουσμέν’».
      Για τη Ζαγορά:
      «Ή Ζαγορά καλό χωριό κι οἱ βρύσες μές στό ρέμα, πᾶν τά κορίτσια γιά νερό, γυρίζουν φιλημένα»
      (Δημητρίου Ν. Παντελοδήμου, Δημοτικά Τραγούδια τον Πηλίου, Αρχείον Θεσσαλικών Μελετών, τόμ. Α', Βόλος 1972, σελ. 173).
      Για τη Ζαγορά και άλλα πηλιορίτικα χωριά:
      1. «Στή Ζαγορά εἶν’ ὄμορφες, στ’ Ἀνήλιο μαυρομάτες,
      στήν Τσαγκαράδα ξέπλεγες καί παλαβοκαστάνες
      »
      (Δημητρίου Ν. Παντελοδήμου, Δημοτικά Τραγούδια ..., όπ.π., σελ. 172).
      2. «Ἡ Ζαγορά πουρεύεται κί τού Πουρί πουρεύεται,
      τό Βένετο εἶν’ Βενετιά, τό Κεραμίδι Πόλη
      »
      (Χαράλαμπου Χαρίτου, Λαϊκός Πολιτισμός της Ζαγοράς, Λαρισαϊκά Γράμματα, τεύχ. 4, 5, 6, Αύγουστος - Δεκέμβριος 1977, Λάρισα, σελ. 361).