• Θρύλοι και παραδόσεις

    Αμέτρητοι είταν οι θρύλοι και οι παραδόσεις, που κυκλοφορούσαν στα εικοσιτέσσερα χωριά όχι με την έννοια του φανταστικού, του ψεύτικου αλλά με τη ζωντάνια του πραγματικού. Παραδόσεις που ανήκουν και στις τέσσερις ομάδες, που ορίζει ο Στίλπων Κυριακίδης1 (μυθολογικές, αιτιολογικές, ιστορικές και θρησκευτικές). Πιο αναλυτικά και σύμφωνα με την κατάταξη που επιχειρεί ο Δημήτριος Σ. Λουκάτος2, βρίσκουμε παραδόσεις μετεωρολογικές, γεωλογικές, κοσμογονικές, αρχαιολογικές, ιστορικές, στοιχειολατρικές, θρησκευτικές, δαιμονικές, ανθρωποδαιμονικές, θεοδαιμονικές, νεκροδαιμονικές, και αιτιολογικές.

    Καταχωρώ στη συνέχεια δέκα αντιπροσωπευτικές παραδόσεις από διάφορα χωριά:

    A' Το μαρμαρωμένο φίδι (Μακρινίτσα)

    «Νά, σ’ αὐτά τά βράχια ἀπ’ γλέπ’ ς, κεῖ εἶνι κί τού ἰκκλησάκ’ τ’ Ἁγίου Νικουλάου, τί νά’ σι καλά ὅπους μουλουγούσανι οἱ παλιοί. Πάηνι ἔλιγανι ἕνα φίδ ’ κι ἔτρουι τού φτίλ’ ἀπ’ τού καντήλ’ κί στράγγ’ ζι κί τού λάδ’. Τ’ ἂναβανι οἱ γιναῖκις κι αὐτό τού καταραμένου πάηνι κί τό’ τρουγι, πέντι, δέκα, ἱκατό - ποιός ξέρ’ πόσις φουρές - ἀλλά ἱ Ἃγιους, ἀπ’ δέ χάρ’ζι κάστανα, εἶπι στού τέλους: «Ε, ἰσύ δέ τρώισι μί τίποτα, οὕλου μ’ πίν’ς τού λάδ’ », κί τού κανόν’ σι καλά. Ὃπους, λέει, κατέβινι ἀπ’ τά βράχια, τού σταμάτ’ σι κί τού μαρμάρουσι κί φαίνιτι ἀκόμα ἀπάν’ στ’ μπέτρα μαρμαρουμένου, φαίνιτι καλά ...»3.

    Β' Οι «νεραϊδογέννητοι» (Ζαγορά)

    «Τα θ’ μάμι απ’ τα’ λιγανι οι παλιοί, ξιχνιόντι; δε ξιχνιόντι, τώρα μι του πουδάρ’ στού ντάφου4, τα θ’ μάμι απ’ πάηναν νιράιδις κι χόρευαν κει κατά του Παλιόκαστρου5 αλλά ι Κασίδ ’s απ’τ’ Ζαγορά τ’ς ήξιρι απ’ χόριυαν και τραγ’ δούσανι, κι τι κάν’. Παίρν’ ένα τραγουμαλλίσιου ζ’ νάρ’ κι πάει τα μισάνιχτα κι ξιτσιτσανώνιτι κι βάν’ τ’ ζών’ στ’ μέσ’ κι μπραπ αρπάζιτι ατου χουρό κι πιάν’ μια νιράιδα τ’ ν αλλουμουρφότιρ’ (= την πιο όμορφη) κι ’νι παντρεύ’ κι. Έκανι κι πιδιά, λέει, κι σώζουντι κι σίμερα, Κασ’δαίοι απ’του σόι τ’ς νιράιδας»6.

    Γ' Γιατί ονομάστηκε «Χορευτό» (Πουρί)

    «Έτσ’ τό ’λιγαν παλιότιρ’ ανθρώπ’ στα χουριά, κατάλαβις, κι πρέπ’ έτσ’ να γίν’ κι, γιατί Χουριυτό τι άλλου σημαίν’; Δε σημαίν’ χουρός; Νά, λέει, όταν πιρνούσαν απουδώ οι Αργουναύτις, βγήκαν όξου στ’ ν άμμου - τώρα βγήκαν να πάρ’ νι νιρό; τρουφές; δε ξέρου - κι τόριξαν στον γλέντ’. Έφαγαν, ήπιαν κι χόριφαν μι τη ψ’ κή τ’ς. Χουροί, άλλου πράμα, σαματάς μιγάλους, δω απ’ σ’τα λέου7... Κι απ’ του χουρό αυτό πήρι τ’ όνουμα ου τόπους «Χουριυτό»».

    Δ' Ο λυτρωμός του καλού καμπούρη (Ζαγορά)

    «Είταν, λέει, στα παλιά τα χρόνια ένας πλούσιος Ζαγοριανός αλλά κάμπονρ’ς, ου8 κυρ-Δημητρός κι είχι μιγάλου μαγαζί, κάτ’ (= κάτι) σαν εμπορικό κατάστημα. Μια βουλά παρουσιάστ’ κι στ’ Ζαγουρά κι ένας άλλους καμπούρ’ ς, ζητιάνους, κι μόλις τουν είδι ου πλούσιος, σκέφ’ κι (= σκέφτηκε) του πουνηρό κι είπι απού μέσα τ’: «Α, αυτόνι θα τούνι δώκου άντρα σντ’ γκουνιάδα μ’». Τουν πάει σπίτ’ κι τούνι παρουαιάζ’ σντ’ μπιθιρά τ’ κι τ’ς λέει:

    - Αντόνι θα κάνουμι γαμπρό...
    - Αντόνι, λέει ικείν’, του ζητιάνου;
    - Αντόνι θα κάνουμι, γιατί ’νι καλός άνθρουπους.

    Συμφών’ σαν ούλ’, γίν’ κι ου γάμους, κι ου ζητιάνους μπήκι υπάλληλους στου κατάστημα τ’ μπαζανάκη τ’, τ’ πλούσιου.

    Κάθι Παρασκιυή πάηνι (ο υπάλληλος) στο Πουρί μι τα ιμπουρεύματα για του παζάρ’ απ’ γένουνταν του Σαββάτου. Τα φόρτουνι στον γουμάρ’ κι τα πάηνι να τ’ απλώσ’ στου παζάρ, κι κει κ’ μόντανι. Μια νύχτα όμους τουν ξύπνησαν τραγούδια, γένουνταν χαλασμός. Είτανι διμουν’κά απ’χόριυαν στου παζάρ, γύρου γύρου τ’ς πλατείας, κι έλιγαν ούλου του ίδιου του τραγούδ’: «Τη Μπαρασκιυή του βράδι, τη Μπαρασκιυή του βράδι ...». Μια άλ’ Παρασκιυή ξαναφάν’ καν τα διμουν’ κά κι αρχίν’ σαν πάλι του χουρό μι του ίδιου του τραγούδ’: «Τη Μπαρασκιυή του βράδι, τη Μπαρασκιυή του βράδι ...». Ε, λέει τότι ου καμπούρ’ ς, δε πιάνουμι κι ιγώ στου χουρό να τ’ς συμπληρώσου του τραγούδ’; Π’χιάσ’ κι κι αυτός κι άρχισε να χουρεύ’, κι μόλις οι σατανάδες είπανι «τη Μπαρασκιυή του βράδι, τη Μπαρασκιυή του βράδι ...», λέει αυτός «του Σάββατου του προνΐ ...». Τότι σταμάτ’ σανι του χουρό κι λένι:

    - Ποιος μας έκανι καλό κι τιλείουσι του τραγούδ’;
    - Ιγώ λέει.
    - Ισύ; Τι καλό θέλ’ς να σ’ κάνουμι;
    - Να, λέει, να μ ’ πάριτι τ’ γκαμπούρα απού πάνου μ’.

    Μαζεύ’ κανί τα διαουλ’ κά, έκαναν συνέδριο κι τ’απουφάσισαν. Άλ’ ψανι τ’ γκαμπούρα μι αλ’ φές κι τ’νι ξικόλλ’ σαν κι πήγαν κι τη γκρέμασαν στου μπλάτανου. Ούλους χαρά αυτός γύρ’σι στ’ Ζαγουρά, κι σα ντουν είδι τ’αφιντικό τ’χουρίς καμπούρα, ζήλιψι κι λέει: «θα πάου κι ιγώ να μ’πάρ’νι κι τη θ’κή μ’ ντ’ γκαμπούρα».

    Φόρτουσι εμπουρέματα, πάει κι πιάνιτι στου χουρό, κι τα διμουν’ κά τραγ’ δούσαν πάλι του ίδιου του τραγούδ’ «Τη Μπαρασκιυή του βράδι, τη Μπαρασκιυή του βράδι ...» Αυτός τότε λέει: «να που (= πω) του Σάββατου του προυί, του ξέρ’νι, του ’πι ου άλλους. Ας που (= πω) τη Γκυριακή του προυί». Μόλις όμους τ’ άκ’ σανι οι διαόλ’ είπαν: «Ποιός μας χάλασι του τραγούδ’;» Τι να πει κι αυτός, είτανι να φύβγ’ ; Τουν έπιασαν, ξικρέμασαν τ’ γκαμπούρα απ’του μπλάτανου κι τ’ νι κόλλ’σαν στα στήθια τ’ κι τουν άφ’ σανι μι δυο καμπούρες, κατάλαβις, τ’ μπαλιά απ’ είχι κι τ’ γκινούργια. Του μαζών’ κι αυτός τότι κι γύρ’ σι ούλου ντρουπή στ’ Ζαγουρά κι κλείσ’ κι (= κλείστηκε) στου σπίτι τ’ κι δε ματαβγήκε όξου, κι σι λίγου κιρό πέθανι απ’του γκαημό τ’».

    Ε' Το στοιχειό της Κάρλας (Κανάλια)

    «Στην Κάρλα ἀκούγονται πότε καί πότε φοβερά μουγκρητά - εἶναι ἀπό να θηρίο πού εἶναι ’ς τά βάθη τῆς λίμνης καί δέν φαίνεται. Μερικοί ψαράδες, πού εἶναι παλληκάρια, πᾶνε ’ς τό μέρος π’ ἀκούγονται τά μουγκρητά νά ἰδοῦν τί εἶναι· μά παύουν τότε ἀμέσως, καί ἀκούγονται παραπέρα»9.

    ΣΤ' Του δράκου το σκαμνί (Δράκια)

    «Κοντά ’ς τή Δράκια, κατά τό μεσημβρινοδυτικό μέρος αὐτῆς, εἶναι ἕνας μεγάλος βράχος πού τόν λέγουν τοῦ Δράκου τό σκαμνί. Ἐκεῖ πήγαινε καί καθόταν ἕνας Δράκος, καί ἀπ’ αὐτόν ὠνόμασαν καί τό χωριό.

    Ἄλλοι πάλι λέγουν πώς ὁ Δράκος δέν ἦταν φίδι, ἀλλά ἀρχιτσέλιγκας πού εἶχε τέτοιο ὄνομα, καί ἐπειδή αυτός ἦρθε πρῶτος καί κατοίκησε ’ς τό χωριό μέ τούς ἂλλους τσελιγκάδες πού εἶχε μαζί του, τό βγάλαν τό χωριό Δράκια. Ὁ Δράκος αὐτός λοιπόν λέγουν πώς ἀνέβαινε κάποτε εἰς αὐτόν τό βράχο καί ἔπαιζε τή φλογέρα του»10.

    Ζ' Οι τρελοί που γιατρεύονταν στο μοναστήρι των Ταξιαρχών (Άγιος Γεώργιος Νηλείας)

    «Στά παλιά τά χρόνια φέρνανε πουλλοί παλαβοί στού μαναστήρ’ ἀπ’ γένουνταν ἀπ’ τούν Ἃγιου καλά. Τ’ ς κλείνανε στούν πύργου, τ’ ς δένανε μ’ἀλ’ σίδες. Οὗλ’ αὐτοίν νήστευαν ἀπού λάδ’ σαράντα μέρες κι αὐτοίν κι οἱ θ’ κοί τ’ς. Καμπόσοιν κάνανε κι δύο κι τρία «σαραντάρια», μέχρι νά γέν’ νε καλά. Μ’ ἔλεγε ἡ μακαρίτ’ σσα ἡ μάνα μ’, ἀπ’πηρέτ’ σε στου μαναστήρ’, γιά ἕναν ἀντρα κι μιά γ’ ναίκα ἀπ’ ν’ ἔλεγαν Εὐτυχία κι ἤτανε σαλοί ἀπ’ τ’ ς Μ’ πλιές (= Μηλιές). Τ’ ς διάβαζε κάθε μέρα ἡ γέρουντας (Γαβριήλ) κι γίν’ κάνε στού τέλους καλά. Μιά άλλ’ βουλά πάλι φέρανε ἀπ’ τ’ς Μ’πλιές ἕνα Δημήτρη ἀπ’ ἤτανε μουγγός. Τούνι διάβασε ἡ γέρουντας κι ἀπέ τούν ρώτ’ σε πῶς τούν λένε. Ἐκεῖνος δέν ἀπ’ λουήθ’ κε κί μίλ’ σε γιά λόγου τ’ ἡ κυρά τ’. Ν’ ἀπουπῆρε ἡ γέρουντας κί ξαναρώτ’ σε τούν ἂρρουστου κί δεύτερ’ κί τρίτ’ βουλά. Κί τότε ἡ μουγγός μίλ’ σε κι είπε «Δημήτρη»»11.

    Η' Η μάγισσα που κατεβάζει το φεγγάρι (Λαύκος)

    «Ικείνα τα χρόνια, πού να στα λέου, δε κουτούσανι (= τολμούσαν) να πάνι στ’ Χουντρή Άμμου12. Φουβόντανι ι κόσμους, γιατί είτανι, λέει στ’ Χουντρή Άμμου, είχε καλύβ’ η γριά Μιγαλουοικονόμ’ σσα (= Μεγαλοοικονόμου) απ’ του Λαύκου, μάισσα απ’ ν’ έτριμις κι κατέβαζι του φιγγάρ’ καταή (= καταγής)· χτυπούσι, λέει, τ’ς διαόλ’ κι οι διαόλ’ πάηνανι κι του κατέβαζανι του φιγγάρ’ , έκανι κι άλλα τέτοια, σάματ’ τα θ’ μάμι ούλα;»13.

    Θ' Η γριά «προδότρια» (Κεραμίδι)

    «Στόν Ἁϊ -Γιάννη κάτου στού γιαλό εἴταν ἡ ἀρχαία πολιτεία Καστανιά (Κασθαναία). Εἶχι τ’ ς ἀνθρῶπ’ θαλασσινοί κί δέν ἤξιραν τί γίνουνταν στούν ὄξου κόσμου. Ὂταν οὑ Ξέρξης κατέβαινε μί τού στόλου τ’ κί πιρνούσι ἀπ’ τ’ Καστανιά, αὐτοίν ’ τ’ ς πέρασανι τ’ ς Πέρσις γιά κουρσάρ’ κι ἀρχίν’ σαν νά τρέχ’ νι ἀπουδῶ κι ἀπουκεῖ. Στ’ ν ἂκρια τ’ χουριοῦ εἴταν τού παλιόκαστρου ἀπ’ εἴταν καταπ’ πάν’ (καταποπάνω) ἀπ’ τ’ θάλασσα, κί ἰκεῖ μέσα μαζώχ’ καν οὗλ’ νά σουθοῦνε κι νά πουλιμήσ’ νι. Μιά μάκου (γριά) όμους προυδότρια – Θιός σ’χωρέστην - εἴταν απόξου, κί τή ρώτ’ σανι οἱ Πέρσις ποῦ πήγανι οἱ ἀνθρῶπ’, κι αὐτή φουβήθ’ κε κι τ’ ς μαρτύρ’ σι ἡ καημέν’ κί μαρτύρ’ σι κί τού νιρό ἀπ’ ἤπ’νι (= έπινε) τού κάστρου. Οἱ Πέρσις πήγανι κί τόκουψαν τού νιρό ἀπ’ ἔβγαινι ἀπού μιά σπ’ λιά κί πέθιναν ἀπ’ τ’ δίψα οἱ ἀνθρῶπ’ κι ἔλιγανι νά παραδοθοῦνι. Ἀλλά κι οἱ οὐχτροί κακό τέλους εἶχαν. Τ’ ς ἔπιασε μιά μεγάλ’ φουρτούνα κί τσακίστηκαν, οὗλα τά παλιουκάραβα ἀπάν’ στά βράχια κί γλίτουσαμι ἀπ’ αὐτοίν’. Οὑ Θιός τ’ ς τιμώρ’ σι πιδάκι μ’»14.

    Ι' Πώς τιμωρήθηκε ένας Τσαγκαραδιώτης ιερέας για τη φιλοχρηματία του (Τσαγκαράδα)

    Άφησα τελευταία τούτη την παράδοση, που δημοσίευσε στην εφημερίδα «Εβδομάς» (4.2.1889) ο Γεώργιος Αδρακτάς15 όχι στο γλωσσικό ιδίωμα του τόπου, αλλά με λόγο δικό του. Τη μεταφέρω εδώ σε περίληψη:

    Σ’ένα κελί του «Αγίου Αντωνίου» Τσαγκαράδας απομονώθηκε κάποτε ο παπα - Σταμάτης, ένας σεβαστός λευΐτης, που ο λαός της περιοχής του είχε ανυψώσει σε άγιο. Κοντά όμως στις άλλες αρετές είχε και το ελάττωμα της φιλοχρηματίας. Παρακαλούσε λοιπόν μέρα νύχτα το Θεό να βρει χρήματα. Φρόντιζε ακόμα να ακούει παραδόσεις του χωριού για κρυμμένους θησαυρούς, κι έτσι στο τέλος κυριαρχήθηκε από «θησαυρομανία».

    Πέρασαν χρόνια, κι ένα Σαββατόβραδο, αφού για μιαν ακόμα φορά παρακάλεσε το Θεό να του δώσει φλουριά, βλέπει ένα παράξενο όνειρο. Μπαίνει, λέει, στο κελί του ένα γνωστό παιδί της Τσαγκαράδας, σταλμένο από τη μάνα του την Αντώναινα, και τον καλεί σπίτι για να διαβάσει κάποιο καζανάκι γεμάτο φλουριά - εύρημα στο χώμα. Δεν έφερε αντίρρηση, αλλά επειδή θα ξημέρωνε Κυριακή, αποφάσισε να μεταμφιεστεί ώστε να μην τον γνωρίσει κανείς όταν θα πήγαινε στο σπίτι της Αντώναινας. Έβαλε τότε ένα παλιό δερμάτι απ’ το κεφάλι έως το στήθος του και κόλλησε και δυο τραγίσια κέρατα στο κεφάλι. Όταν τώρα τον είδε η μητέρα του παιδιού στην κατοικία της, έφριξε και σωριάστηκε καταγής. Ο παπάς ωστόσο, περνώντας από πάνω της, χύθηκε προς τα φλουριά να τ’ αρπάξει. Έμεινε όμως σύξυλος, γιατί μπροστά του είδε να ξανοίγεται η πλατεία της εκκλησίας του, όπου κυκλοφορούσαν άνθρωποι. Τον αρπάζουν τότε, γιατί τον πέρασαν για διάβολο, μεταμφιεσμένον όπως τον είδαν. Αλλά τί το παράξενο! Το τομάρι του είχε κολλήσει στο σώμα του, τα πόδια του έγιναν τραγίσια, κι όλος μεταβλήθηκε σε τράγο. Οι άνθρωποι τον τραβούσαν κατά τη θάλασσα χτυπώντας τον με ξύλα και πέτρες. Στο τέλος έσυραν μαχαίρι να τον σφάξουν, να σφάξουν τον τράγο. Τον έσωσε κάποιος απ’ όλους: «Θα κάθεσαι να σφάξης το παλιοδέρματο αυτό;». Τον περίλαβαν λοιπόν στα βράχια και τον εγκατέλειψαν.

    Στη στιγμή βρέθηκε μέσα σε δάσος, και λύκοι τον περικύκλωσαν. Είταν έτοιμοι να τον σπαράξουν και του ’λεγαν: «Τράγε - τράγε. Θέλεις φλουριά;» Από το φόβο του ξύπνησε. Έτρεμε ολόκληρος. Άρπαξε αμέσως το ευχολόγιο κι άρχισε να διαβάζει: «... τον άρτον ημών τον επιούσιον...». Τίποτ’άλλο δεν ήθελε τώρα. Μίσησε το χρήμα κι έγινε άλλος άνθρωπος. Διηγιόταν και τ’ όνειρό του στο χωριό, επαναλαμβάνοντας κάθε φορά: «(...) τον άρτον ημών τον επιούαιον... και μάλιστα εμείς οι παπάδες (...)»16.

    1. Ελληνική Λαογραφία, μέρος Α', Μνημεία του Λόγου, εν Αθήναις 1923, σελ. 158.
    2. Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία, Β' έκδοση, Αθήνα 1978, σελ. 153 -154.
    3. Την άκουσα παλιότερα απ’ το Μακρινιτσώτη Νικ. Σαρακατσάνο. Βλ. και Ανώνυμου, Το μαρμαρωμένο φίδι, περιοδ. «Ελληνική Παράδοση», Λάρισα, Μάιος 1979, σελ. 9.
    4. Ο πληροφοριοδότης μου Αναστάσης Σαμαράς (γεννημένος στα 1868) είταν 94 χρόνων, όταν τον επισκέφτηκα το 1962 άρρωστο στο κρεβάτι του στη Ζαγορά. Σε λίγο καιρό πέθανε.
    5. Στο μέρος αυτό είταν το παλιό χωριό, που εγκαταλείφτηκε όμως με το φούντωμα των πειρατικών επιδρομών, για να ιδρυθεί η σημερινή Ζαγορά (βλ. και Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ.π., σελ. 345).
    6. Βλ. και Γιώργου Θωμά, Νεραϊδογέννητοι Ζαγοριανοί, Λαρισαϊκά Γράμματα, έτ. Α', τεύχ. 5-6, Σεπτέμβριος - Δεκέμβριος 1973, σελ. 195 -197.
    7. Μου τα έλεγε το 1963 ο ψαράς Νικόλας Τσούμαρης (γεννημένος το 1875 στο Πουρί) στην αμμουδιά του Χορευτού, μπροστά σε κύκλο κι άλλων ψαράδων.
    8. Η γνήσια εκφορά του αρσενικού ονόματος στο Πήλιο δεν είναι «ου» αλλά «ι», όπως είδαμε και παραπάνω. Ο πληροφοριοδότης μου όμως Αποστόλης Μωρός (1883 - 1979) χρησιμοποιούσε το «ου», γιατί είχε χρηματίσει στα νιάτα του υπάλληλος (παραγιός) στο σπίτι των προυχόντων και πολιτευτών της Ζαγοράς Κασσαβέτηδων, όπου και αλλοίωσε κάπως το γλωσσικό του ιδίωμα.
    9. Ν. Γ. Πολίτου, Παραδόσεις Α', εν Αθήναις 1904, σελ. 206.
    10. Ν. Γ. Πολίτου, Παραδόσεις, όπ.π., σελ. 220.
    11. Κώστα Λιάπη, Η Μονή των Ταξιαρχών στον Αη - Γιώργη Νηλείας, όπ.π., σελ. 100 -101.
    12. Χοντρή Άμμος, το πιο ασφαλές λιμάνι της ανατολικής Θεσσαλίας, ανάμεσα στον Πλατανιά και το Τρίκερι. Η περιοχή ανήκει στο Λαύκο.
    13. Την παράδοση κατάγραψα στα 1978 από την αιωνόβια του Προμιριού Ευθυμία Φιλικούτσου (1877 - 1979).
    14. Βλ. Γιώργου Θωμά, Γύρω απ’ το θρύλο της Γριάς προδότριας, όπ.π., σελ. 72 - 73.
    15. Τίτλος: Η τιμωρία του παπα - Σταμάτη.
    16. Την παράδοση αναδημοσίευσα, με σχόλια και παρατηρήσεις και με τον τίτλο «Ο παπα - Σταμάτης της Τσαγκαράδας», στην εφημ. «Η Θεσσαλία» (29 Ιανουάριου 1984).