Το ευτράπελο πνεύμα ποτέ δεν έλειψε από τους Πηλιορίτες, που πάντοτε είχαν να λένε στις συντροφιές τους τα αστειολογήματά τους. Βασικοί εκφραστές τους όμως υπήρξαν διάφοροι αστείοι τύποι σε κάθε χωριό και σε κάθε εποχή. Ακόμα και σε πικρές ώρες, σύμφωνα με τις παραδόσεις, είχαν να λένε τα χαριτολογήματά τους.
Αλλά το πρόσωπο εκείνο, που έγινε αντικείμενο σκωπτικής διάθεσης σε πολλά χωριά του Πηλίου, με ακραία όρια τη Ζαγορά και το Προμίρι, είταν κάποιος Γερονίκος. Τύπος αφελής κι απαίδευτος σε μια εποχή, όπου περίσσευε η αγνότητα των ανθρώπων, οι οποίοι με την παραμικρή απορία έτρεχαν στο «σοφό», όπως τον θεωρούσαν, γέροντα, να τους δώσει εξήγηση. Μια τέτοια συνάντηση σατίριζαν οι παλιοί Προμιριώτες, και να πώς μου αφηγήθηκε τα καθέκαστα στα 1973 - 1974 η γριά Λενιώ Κάιρα (1884 - 1977) στο Προμίρι:
«Για του γέρου τον σουφό τί να σ’ που (= πω). Τουν ήξιρι ούλους ι ντουνιάς, μ’κροί κι μιγάλ’ είταν πουλύ σουφός κι ιξιγούσι δύσκουλα πράματα. Νά, λέει, μια φουρά βρήκαν σιακάτ’ στ’ Λίρ’ 1 μια μπότα κι θάμαξαν. Βρε τι’νι τούτου, βρε πώς είνι έτσ’, ι καθένας έλιι (= έλεγε) του μακρύ τ’ κι τον κουντό τ̓. Α, λέει, τι κάθουμαστι κι τον συζητάμι, να πάμι στον Γιρουνίκου να μας του ιξηγήσ’. Παίρνι τ’ μπότα, πιρπατάνι, πιρπατάνι κι φτάν’ νι στου Γιρουνίκου. Έλα, τ’λένι, να μας ιξηγήσεις τί’ νι τούτου του σέι (= πράγμα), του βρήκαμι, λέει, σιακάτ’ στου γιαλό, τόβγαλανι τα κύματα.
Του πήρι κι ι Γιρουνίκους, του κ’τάζ’απού δω, του κ’ταζ’απού κει, γέλασι, λέει, κι απάντ’ σι: Α, λέει, θέλ’ πουλύ λιμόν’ να του καταλάβ’ ς. Τι ’νι, ιά, θ’ κάρ’ (= θηκάρι) απ’ του τσαπί, είνι να βαίν’ ς μέσα του τσαπί, αυτό είνι. Είχι, γλέπ’ς πουλύ μυαλό κι αυτός ...»2.
Αλλη παράδοση από τη Ζαγορά για το ίδιο πρόσωπο, την οποία διασώζει ο Απόστολος Κωνσταντινίδης3, έχει έτσι:
Κάποτε η φουρτούνα πέταξε έξω ένα καράβι και το τσάκισε. Πήγαν τότε πολλοί απ’ την περιοχή να ιδούν τι είταν, αλλά κανείς δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει την ταυτότητα του σκελετού που είχε απομείνει. Κάποιοι θυμήθηκαν το Γερονίκο κι έτρεξαν να τον ρωτήσουν. Παίρνει το ραβδί του κι αυτός κι έρχεται στο περιγιάλι. Τότε «τό ἐνδιαφέρον τοῦ κοινοῦ κορυφώνεται, γράφει ο Κωνσταντινίδης, κι όλοι περιμένουν να ακούσουν το «σοφόν του ἀξίωμα». Ο Γερονίκος - συνεχίζει ο Κωνσταντινίδης με μια δόση ειρωνίας - «τεντώνεται, ὅσον τῶ εἶναι δυνατόν, ἀρειμανίως, στηριζόμενος πάντοτε ἐπί τῆς στιβαρᾶς ἐξ ἀγριελαίας βακτηρίας του, ξεροβήχει καί ἀποφαίνεται: «Κάτ’ ἦταν, κάτ’ τώφαει, και ’μείναν τα κουκκαλάκια τ’!».
Τρίτη σκωπτική αφήγηση, που την άκουσα στην Αργαλαστή το 1982 από τη γριά Μαρία Ψιμοπούλου (1895 - ;), αναφέρεται στο πάθημα ενός δεσπότη στην Αργαλαστή:
«Πήγι, λέει, ι δισπότ’ ς στ’ ν Αργαλαστή μια φουρά, κι μαζεύ’ κι κόσμους στ’ ν ικκλησία να προυσκ’ νήσ’ κι ν’ ακούσ’ κι του δισπότ’. Χτύπ’ σαν οι καμπάνις, πώς χτυπάνι στ’ ς γιουρτές, κι πήγαν να ντύσ’ νι του δίσπότ’, να τ’ φουρέσ’ νι τα δισπουτ’ κά. Σάματ’ θα είδανι άλλ’ φουρά δισπότ’ ν’ αλλάζ’; Ι ένας πατούσι τουν άλλουν κι στριμώνουνταν ποιος να προυτουμπεί μπροστά να ιδεί, κι έκαναν φασαρία, κι καμιά φουρά πιτάιτι (= πετάγεται) ένας ιπίτρουπος απ’τ’μέσ’ απ’ έντυναν του δισπούτ’ κι λέει στου γκόσμου: Ε, λέει, τι σκούζιτι κι φουνάζιτι μες στ’ ν ικκλησία, δισπότ’ ντύνουμι ή γάιδαρου σαμαρώνουμε κι κάνιτι έτσ’; Κι παραξηγήθ’ κι ι δισπότ’ ς κι καταράσ’ κι του χουριό· καταράσ’ κι κι του Λαύκου κι του Μπρουμίρ’, γιατί κι ικεί τούνι κακουμιταχειρίσ’ καν, κι είπι τότι:
«Λαύκους κι Μπρουμίρ
πουδάρ’ να μη μείν’,
Αργαλαστή, Καμάρα4
κακιά ξιπατουμάρα»»5.
Τέταρτο, τέλος, αστειολόγημα κυκλοφορούσε και στην Μπιρ (σήμερα: Καλλιθέα). Το μεταφέρω κι αυτό εδώ, όπως το έγραψα στην Ξινόβρυση το 1974 από το Στάθη Γαλάνη, 72 χρονώ τότε, μπροστά σε μεγάλη παρέα ηλικιωμένων:
«Έλεγανε για ντ’ Μπιρ ότι τ’ ν έχ’ καταραστεί ένας δισπότ’ ς στα παλιά χρόνια γιατί, λέει, ότι τον έβαλαν μι του ζόρ’ στου παγγύρ’ κι χόριψι. Τούνι ζβάρνισαν στου χουρό κι αναγκάσ’ κι να χουρέψ’, κι γι’ αυτό του γκαταράσ’ κι (= καταράστηκε) του ντόπου να μη προυκόβ’ (= προκόβει). Τι να που, πάου να του π’ στέψου ότι έπιασε η κατάρα, η Μπιρ ούτι είδι προυκουπή ούτι βλέπ’».