Τα βασικά όργανα μουσικής που χρησιμοποιήθηκαν στο Πήλιο ίσαμε τα 1865 περίπου, είταν η πίπιζα (ζουρνάς, καραμούζα) και το νταούλι. Αποκεί κι ύστερα άρχισαν να περνούν και τα πρώτα κλαρίνα. Τα βιολιά, γνωστά από τα 1770 τουλάχιστο στο ανατολικό Πήλιο1, επι κράτησαν αργότερα, όπως και το σαντούρι σε ορισμένα χωριά.
Τόσο οι πίπιζες όσο και τα νταούλια κατασκευάζονταν από τους ίδιους τους μουσικάντες με βάση τα πρότυπα που έπαιρναν από προγόνους μουσικούς. Απ’αυτούς μυούνταν και στα μυστικά της τέχνης των μουσικών οργάνων τους.
Κάθε χωριό, αλλά και κάθε οικισμός σχεδόν, είχε την ορχήστρα του. Στα μεγαλύτερα χωριά είταν περισσότερες κι άλλοτε έπαιζαν με τη σειρά στα πανηγύρια κι άλλοτε όλες μαζί. Όλοι τους όμως οι μουσικοί διατηρούσαν κι ένα δεύτερο επάγγελμα, γιατί είταν αδύνατο να σταθούν οικονομικά ως οργανοπαίχτες, μόνο. Μερικοί ταλαντούχοι πάντως απόχτησαν όνομα και καλούνταν και στα πανηγύρια γειτονικών χωριών. Στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας τέτοιοι ταλαντούχοι είταν οι κλαριτζήδες Μπισμπίκης από τη Ζαγορά, Γιώργος Ζαχαράς από το Μούρεσι, Πουρνάρας απ’την Αργαλαστή και Ανδριανοπολίτης απ’το Λαύκο2. Ονομαστούς επίσης οργανοπαίχτες είχε η Μακρινίτσα και η Δράκια, οι οποίοι με πίπιζες και νταούλια πήγαιναν και σε πανηγύρια άλλων χωριών.