Με τον όρο «εσωτερικά» πανηγύρια θα εννοούμε όσα οργανώνονται μέσα στο χωριό, είτε για να γιορταστεί ο πολιούχος του, είτε κάποιος άλλος άγιος συνοικισμού. Τα περισσότερα απ’αυτά, είναι χορευτικά1. Κατά κανόνα όταν πανηγυρίζεται ο πολιούχος σε μια πολίχνη, το πανηγύρι θα διαρκέσει δυο ή τρεις μέρες. Οι ετοιμασίες θα αρχίσουν από πριν. Θα συγυριστούν τα σπίτια, θα ασβεστωθούν πεζούλες, δρόμοι, αυλές. Η μεγαλύτερη φροντίδα θα στραφεί στο μητροπολιτικό ναό: Γενικό πλύσιμο και καθάρισμα μέσα κι έξω. Ασβέστωμα των τοίχων και του προαυλίου. Θα στολιστεί με λουλούδια και άνθινη αψίδα το εικόνισμα του προστάτη άγιου. Αψίδα θα περιβάλλει τη δυτική και τη νότια πύλη της εκκλησίας. Όλα θα λάμψουν, και το βράδι της παραμονής, στο μεγάλο εσπερινό, θα γεμίσει ο ναός από πιστούς. Γίνεται η αρτοκλασία και η λιτάνευση της εικόνας του πολιούχου γύρω στο ναό, κι ακούγονται οι συνηθισμένες ευχές.
Ποτέ όμως δεν γιορτάζει μόνο με τους συγχωριανούς του ο Πηλιορίτης. Θάρθουν να τον συντροφέψουν στη χαρά του -προσκαλεσμένοι ή απρόσκλητοι- συγγενείς και φίλοι απ’ τα γειτονικά χωριά. Τα σπίτια είναι πρόθυμα στη φιλοξενία. Αλλά και οι συντοπίτες που ζουν μόνιμα στα καλύβια και δεν διαθέτουν σπίτι στο χωριό, θα φιλοξενηθούν σε συγγενείς και φίλους, ώστε κανείς να μη λείψει απ’το μεγάλο γιορτάσι, κι όλοι να γευτούν την ευχαρίστηση μιας κοινωνικής πληρότητας2.
Όλος αυτός ο κόσμος, φορώντας τα πιο καλά του ρούχα, εκκλησιάζεται, κανονίζοντας τον ερχομό του στο ναό απ’τους πανηγυρικούς ήχους της καμπάνας. Προηγούνται στο δρόμο και την είσοδο τα ανύπαντρα κορίτσια με τους αδερφούς τους κι ακολουθούν οι γονείς και οι παπούδες3. Μέσα στο ναό χωρίζονται. Δεξιά οι άντρες, αριστερά και στο γυναικωνίτη οι γυναίκες. Έξω στον αυλόγυρο του ναού, ύστερα από τη λειτουργία, σμίγουν χωριστά πάντα οι άντρες και οι γυναίκες4 ανταλλάσσοντας ευχές. Σειρά τώρα έχουν οι επισκέψεις στα σπίτια των χωρικών, που γιορτάζουν, καθώς και στα παρακείμενα του ναού οικήματα, που είναι ανοιχτά για όλους. Μπαίνουν μέσα και λένε ευχές, σφίγγοντας το χέρι των ενοίκων. Άλλες ευχές τονίζουν κι όταν κερνιόνται απ’τη νοικοκυρά ή τη μεγαλύτερη κοπελιά της φαμίλιας. Τα γλυκά είναι μπακλαβάς ή κουραμπιέδες ή γλυκά του κουταλιού5. Ως ποτό προσφέρεται τσίπουρο («ρακί» όπως το λένε).
Οι επισκέψεις συνεχίζονται και ύστερ’ απ’ το φαγητό, μόνο που κερνούν τώρα κρασί με μεζέδες. Είναι όμως η ώρα που το κέφι όλων έχει φουντώσει, και το χωριό ολόκληρο ζει έντονα τον παλμό της οχλαγωγίας.
Κείνες τις ώρες θα βγουν τα λαλούμενα στην κεντρική πλατεία6 και θ’αρχίσουν να παίζουν καλώντας τον κόσμο στην κοινή διασκέδαση. Μα δεν βγαίνουν εύκολα οι χωρικοί. Άλλοι συνεχίζουν το φαγοπότι με δικούς και φίλους στα σπίτια τους, άλλοι δημιουργούν μικροεστίες γλεντιού κι άλλοι παραμένουν ή δεν έχουν τελειώσει ακόμα τις επισκέψεις. Τέλος γύρω στις 3 το απόγευμα αρχίζει η έξοδος. Φορούν όλοι τα καλύτερα ρούχα τους, αλλά τα πιο φροντισμένα είναι των γυναικών. Έχουμε μάλιστα και μια σχετική περιγραφή από τον καλλωπισμό των γυναικών σε μεγάλο πηλιορίτικο πανηγύρι, ίσως της Δράκιας (16 Αυγούστου) του 18907:
«Τότε μετά σπουδῆς ἐκθάπτονται ἐκ τοῦ βάθους τῶν κιβωτίων αἱ μεταξοΰφαντοι ἐσθῆτες, τῶν ὁποίων καί ἡ πτωχοτέρα οἰκοκυρά δέν στερεῖται, ἃτε φυλάττουσα ἐπιμελῶς ἀπό τῆς ἡμέρας τοῦ γάμου καί λίαν ἀραιῶς μεταχειριζομένη τό κειμήλιον. Σπεύδουσι λοιπόν τῆδε κακεῖσε καί ἵστανται πρό τοῦ κατόπτρου ἐπ’ ἀρκετήν ὥραν καί ὁμιλοῦσι ταχέως, ὡσεί ἐξοικονομοῦσαι τόν χρόνον (...) Ἀφοὐ δ’ ἐπί τέλους περάνωσι καί τήν ὑπόδησιν καί τήν κόμμωσιν, ἐξέρχονται τῆς θύρας ἔχουσαι ἐζωγραφημένην ἐπί τοῦ προσώπου τήν χαράν, τήν ὁποίαν ἐκδηλοῦσιν οἱ ἂπλετοι γέλωτες αὐτῶν καί αἱ ἀστειότητες καί δεικτικοί εἰρωνεῖαι».
Πρώτα πιάνουν το χώρο της πλατείας οι άντρες. Άλλοι κάθονται στις πεζούλες και στα τριγυρινά καφενεία (όπου υπάρχουν) κι άλλοι -οι περισσότεροι- στέκονται όρθιοι. Καμιά φορά ζυγώνουν και οι γυναίκες ντροπαλές και χαμηλοβλεπούσες, γεμάτες δισταγμό, συνήθως, για την εμφάνισή τους στην πλατεία. Η συνέχεια της παραπάνω περιγραφής από το 1890 είναι πάλι κατατοπιστική:
«Ἀπό τῶν πέριξ γωνιῶν προβάλλουσι γλυκεῖαι τινές μορφαί δειλαί καί διστάζουσιν ἐάν πρέπη νά προβῶσι περαιτέρω ἢ οὒ. Καί συναθροίζονται λοιπόν εἰς τά ἂκρα τῶν ὁδῶν ὁμάδες τοῦ ὡραίου φύλου καί ὑπομειδιῶσι χαριέντως καί ὁμιλοῦσι κρυφίως μεταξύ αὐτῶν καί ἐπί τέλους, ὡσεί ἐδόθη τό τεταγμένον σύνθημα, προβαίνουσι θαρραλέως ὅπως κατάσχωσι τά δι’ αὐτάς προωρισμένα ἑδώλια».
Στο χώρο της πλατείας οι γυναίκες πάνε χωριστά απ’ τους άντρες. Δεν σμίγουν ούτε τ’αντρόγυνα ούτε τ’ αδέρφια. Μόνο ύστερ’ απ’ το τέλος του 19ου αιώνα αρχίζει ο συγχρωτισμός. Εννοείται πως τις πρώτες θέσεις κατείχαν όσα παιδιά -κορίτσια και αγόρια- είταν της παντρειάς, προβάλλοντας την ομορφιά τους και τις καλές στολές, χωρίς να παραλείπουν να ανταλλάσσουν λοξές ματιές πάντα με ελπίδες και γλυκά όνειρα8.
Χαραχτηριστική είναι κι αυτή η περιγραφή πηλιορίτικων πανηγυριών από το 18809 «(...) κατά δέ την δειλήν τῆς ἑορτασίμου ἡμέρας ἂνδρες τε καί γυναῖκες συνέρχονται ἀναμίξ κατά τήν ἀγοράν (=πλατεία) τοῦ χωρίου καί ἐκεῖ συγκροτούμενοι ἐκ τῶν χειρῶν χορεύουσιν ὑπό τόν ἦχον τοῦ αὐλοῦ τόν ὑπό τοῦ Πλουτάρχου ἀναφερόμενον Γεράνιον χορόν (...)».
Το χορό σύμφωνα με την περιγραφή, αρχίζουν συνήθως οι άρχοντες -άντρες και γυναίκες. Χορός συρτός πάντοτε10. Ο συρτός κρατάει ώρες, γιατί μπαίνουν κατά διαστήματα κι άλλοι, κι η γυρογυριά επιμηκύνεται και πιάνει τρεις και τέσσερους γύρους. Οι χορευτές πιάνονται στον κάβο με τη φαμίλια τους, αλλά δεν μπορούν να «κόψουν» όποιον κι όποιον. Πρέπει να σέρνει τον κάβο δικός τους άνθρωπος, για να πλησιάσουν. Όσοι δεν θέλουν να μπουν μπροστά, περνούν ανάμεσα, πάλι σε συγγενείς και φίλους. Ούτε μια γυναίκα ή ένα κορίτσι έχει το δικαίωμα να πιαστεί ανάμεσα σε ξένους συγχωριανούς. Ούτε οι αρραβωνιασμένοι μπορούν να χορέψουν χέρι με χέρι. Μπαίνει ανάμεσα κάποιος δικός τους ή -τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας και σε κάποια χωριά- τους επιτρέπουν να πιάνονται με το μαντίλι, όπως είδαμε και πιο πάνω. Πολλές μητέρες πάλι σπρώχνουν τα κορίτσια τους μπροστά και τα υποδεικνύουν με ποιον να χορέψουν. Τέλος τα παιδιά τους οι χορευτές δεν τ’αφήνουν στο τέλος της γυρογυριάς· τα έχουν μαζί τους μπροστά τους, πιασμένα από μαντίλι, που κρατούν ανάμεσά τους.
Είναι ολοφάνερη λοιπόν η προσπάθεια των Πηλιοριτών της Τουρκοκρατίας να οργανώνουν μακριές σειρές χορών, με ένα κάβο η καθεμιά, και να πιάνονται πάντα δίπλα στους συγγενείς τους (κάποιες φορές και στους φίλους τους), σαν να θέλουν να προβάλλουν τη γενιά τους. Στο βάθος όμως πρέπει να είναι το κοινό αίμα, που τους ενώνει.
Στο κέντρο συνήθως της πλατείας βρίσκεται η ορχήστρα. Έχει ανεξάντλητο ρεπερτόριο και παίζει χωρίς διακοπή. Τόνα τραγούδι ύστερ’ απ’ το άλλο11. Ξαφνικά όμως ένας απ’ τους οργανοπαίχτες, σύμφωνα πάντα με την παραπάνω περιγραφή, αφήνει τη θέση του και ζυγώνει στο χορό. Απλώνει τα χέρια του ή το μαντίλι και μαζεύει (μόνο απ’ τους άντρες) χρήματα. Είναι η «υλική» ας πούμε, ικανοποίηση των οργανοπαιχτών. Πού και πού κάποιος χορευτής πάλι κολλάει με σάλιο και κανένα χαρτονόμισμα στο μέτωπο του οργανοπαίχτη που τ’αφήνει εκεί κολλημένο μέχρις ότου αποσπαστεί μόνο του.
Οι χορευτικές εκδηλώσεις συνεχίζονται όλο τ’ απόγευμα, όλο και με περισσότερη ένταση και κέφι έως το βράδι, οπότε και ακούγεται η καμπάνα του εσπερινού. Οι γλεντιστές κάνουν πως δεν την ακούνε, όπως συνεχίζει ο Αδρακτάς, και μόνο ο παπάς του χωρίου, που παρακολουθεί κι αυτός τα καθέκαστα, αναγκάζεται να σηκωθεί και να τραβήξει για το βραδινό του χρέος. Οι άλλοι όμως επιμένουν στο χαροκόπι έως τη δύση του ήλιου. Τότε σηκώνονται οι γυναίκες πρώτες και φεύγουν για τα σπίτια τους. Κάποιοι άντρες προσπαθούν να κρατήσουν το χορό, αλλά είναι αργά. Στο τέλος αφήνουν κι αυτοί το χοροστάσι, κι άλλοι επιστρέφουν στο σπιτικό τους κι άλλοι στα καφενεία να συνεχίσουν το γλέντι με τα λαλούμενα12.
Οι πανηγυριστές εγκαταλείπουν την πλατεία με ποικιλία εντυπώσεων, που θα τις ξετυλίξουν το βράδι στο σπίτι ένα γύρω του τραπεζιού, σχολιάζοντας τα καθέκαστα: Τί φορούσε η μια, πώς χόρευε ο άλλος, πώς συμπεριφερόταν η τάδε, πώς είταν ο τάδε. Κάποιοι όμως γονείς κοριτσιών αποσύρονται και δυό τους πια προβαίνουν στην επιλογή του νέου, του κατάλληλου για την κόρη τους, τον οποίο νέον είδαν στο πανηγύρι.
Τα γεγονότα επαναλαμβάνονται και τη δεύτερη μέρα, κι αν το πανηγύρι είναι τριήμερο, όπως στα περισσότερα χωριά του Πηλίου, και την τρίτη, οπότε όλο το χωριό αναστατώνεται και πολλές αγροτικές εργασίες παραμελούνται.
Μια άλλη εικόνα παλιών πηλιορίτικων πανηγυριών μας δίνει στα 1893 πάλι ο λόγιος της Τσαγκαράδας Γεώργιος Αδρακτάς13:
«Ἓν ἐκ τῶν ὡραίων ἐθίμων, ἅτινα καθιέρωσαν οἱ προγενέστεροι εἶναι τό ἑξῆς. Ὣρισαν ὥστε εἰς ἕκαστον μαχαλάν νά γίνηται μία ἢ δύο τό πολύ πανηγύρεις κατ’ ἔτος, τοῦτο δέ ἵνα ἔχωσι καί οἱ ἂλλοι μαχαλάδες τάς πανηγύρεις των· κατά τήν ἡμέραν δέ τῆς πανηγύρεως ὅλοι οἱ πανηγνρισταί «μσαφορεύουντι», ἤτοι φιλοξενοῦνται εἰς τάς οἰκίας τῆς συνοικίας αὐτῆς. Διά τοῦ ἐθίμου τούτου γνωρίζονται πρός ἀλλήλους οἱ ἂνθρωποι, αἱ φιλικαί σχέσεις των συνδέονται ἐπί μᾶλλον καί παρέχεται εὐκαιρία νά ἐπισκεφθῆ τις τούς ἀπομακρυνθέντας συγγενεῖς καί φίλους του ἂλλως θά διεκόπτετο πᾶσα σχέσις καί δέν θά ἐγνώριζεν ὁ εἷς τόν ἕτερον, ἐκτός ἀν συνέπιπτε νά γειτονεύωσι τά ἀμπέλια ἢ τά χωράφιά των (...).
Ἀφ’ ἑσπέρας ἑτοιμάζονται τά φαγητά καί τά φροῦτα, ἀνάλογα πρός τήν ἐποχήν, καί ἀνοίγεται τό βαρέλι τό προωρισμένον διά τήν ἡμέραν ταύτην, ἐπειδή ἡ σκέψις τῆς φιλοξενίας αὐτῆς ἀπασχολεῖ τήν οἰκογένειαν καθ’ ὅλον τό ἔτος. Καί γίνεται λοιπόν περί τήν μεσημβρίαν φιλονεικία εὐχάριστος διά τόν ξένον περί τοῦ τίς θά φιλεύση αὐτόν· ἐπί τέλους δέ εἷς ἐξ ὅλων ὐπερισχύει.
Ἐν τῆ οἰκία τοῦ φιλοξενοῦντος -συνεχίζει ο μακαρίτης Αδρακτάς- ἐπικρατεῖ γενική χαρά καί ἐγκάρδιος δεξίωσις. Ἡ θυγάτηρ ἤ καί ἡ ἰδία οἰκοδέσποινα προσφέρει εἰς τούς προελθόντας γλυκό καί ρακί ἐξηγμένον ἐκ στεμφύλων καί μούρων, μεθ’ὅ στρώνεται ἡ τράπεζα, ἀντικαταστήσασα ἐν ταῖς πλείσταις οἰκίαις τήν ἀρχαίαν τάβλαν. Πολλαχοῦ βλέπει τις τά πιάτα πλήρη μεν διαφόρων ὀρεκτικών φαγητῶν, ἀτάκτως ὅμως πρό τῶν «μουσαφιρέων» τοποθετημένα, ἀλλά καί εὐρωπαϊκά σερβίτσια οὐκ ὀλίγα ἀπαντῶνται. Γίνεται οἱονεί πόλεμός τις περί ἐπικρατήσεως τοῦ νεωτερισμοῦ, συχνά δε ἀφελής τις συμπέθερος ἤ πάππος ἢ μπάρμπας ἀκούεται ἐκφωνῶν:
- Τί μ’φέριτι, βρέ, ἰδώ ἕνα σουρό πχιάτα και πουτήργια; Φαΐ μοναχά νἂχιτι πουλύ, γιατί ἦρθα μιά ὥρα δρόμου ...
Κατά τό γεῦμα λέγονται πολλαί εὐχαί, ὡς π.χ. καί τοῦ χρόνου, καλή χρουνιά, τ’χρόν’ καλλίτιρα, μεγάλ’ ἡ χάρ’ τ’ ἁγίου, νά ζήσ’ ἀπ’ μᾶς ἀντάμουνι, στού γάμου τ’ς λεύτερ’, κι’τ’ς γέρ’ καλή ψχή, ὁ ἅγιους νἂνι βοήθειά μας, καλά σιχαρίκια.
Μετά τό γεῦμα -θα συνεχίσει να γράφει ο Αδρακτάς- ἔρχονται οἱ ἐπισκέψεις. Ἀπό 5-10 οἱ πανηγυρισταί θά ἐπισκευθῶσι τάς πέριξ οἰκίας. Εἰς αὐτούς προσφέρεται γλυκύς ἐντόπιος οἶνος καί στραγάλια ἢ ἂλλο τι φροῦτον τῆς ἐποχῆς. Ἐπί 2-3 ὥρας ἐξακολουθεῖ τοῦτο, εἴτα δέ -ἀλλ’ ἰδού ὀ τύμπανος μετά τοῦ αὐλοῦ καλοῦσιν εἰς τήν χορεύτραν τους πανηγυριστάς. Αἱ γυναῖκες παρατάσσονται ἐπί της μιᾶς πλευρᾶς, οἱ δέ ἂνδρες ἀπέναντι καί ἐν τῶ μέσω ἡ ἐγχώριος μουσική. Νέοι τινές ἀρχίζουσι τόν χορόν, ὅστις ἐντός βραχέος αὐξάνει, προσερχομένων καί ἂλλων καί κυρίως γυναικῶν. Αἱ μητέρες, πλήρεις ενδιαφέροντος καί στενοχώριας, ὠθοῦσι τάς θυγατέρας των πρός τά πρόσω, ἵνα φαίνωνται, καί ὑποδεικνύουσιν αὐτάς εἰς τίνος τό χέρι νά πιασθοῦν νά χορέψουν. Ὁ ἡγεμών τοῦ χοροῦ βλέπων ὄτι εἰς τό χέρι του ἐπιάσθησαν πολλαί γυναῖκες καί κόραι, σύρει τόν χορόν διά τοῦ μανδυλίου του πηδῶν ἐν χαρᾶ ἤ ποιῶν ποικιλοσχήμους στροφάς, ἐν ὧ οἱ ἀκόλουθοί του κινοῦσι ρυθμικῶς τούς πόδας πρός τά δεξιά καί πρός τά ἀριστερά. Ἑκάστη γυνή, μήτηρ ἤ κόρη, χορεύει μετά τινος συγγενοῦς της, ἀπαγορεύεται δ’αὐστηρῶς εἰς τάς μεμνηστευμένας κόρας νά χορεύωσι μετά των μνηστήρων των.
Εἰς τόν χορόν θά δείξη ὁ ὑποψήφιος γαμβρός τόν ἐστριμμένον μύστακά του ἤ τήν στίλβουσαν ἅλυσσιν τοῦ ὡρολογίου του καί θά παρατηρήση ἀγερώχως τάς νέας ἵνα ἐξ αὐτῶν μίαν, ἐκεῖναι δέ πάλιν ἐφόρεσαν τά ὡραιότερα φορέματά των καί τάς ὡραιοτέρας κορδέλλας, καμαρόνουσι δέ ὑπερηφάνως ἤ κοκκινίζουσιν ἐκ τῆς ἐντροπῆς ὅταν κανείς γαμπρός τάς παρατηρῆ μετά προσοχῆς. Ὁ χορός ἐνταῦθα ἀναπληροῖ καί τούς περιπάτους καί τάς ἑσπερίδας καί τά θέατρα τῶν πόλεων, αὐτός εἶνε ὁ παραγωγός τοῦ ἔρωτος, ἂνευ δ’αὐτοῦ ἴσως ὁ ἀριθμός τῶν συνοικεσίων θά περιωρίζετο μεγάλως».