• Εξοχικά πανηγύρια.

    Συνεστιάσεις των πανηγυριστών με χορούς

    Όλα σχεδόν τα εξοχικά πανηγύρια στο Πήλιο είναι χορευτικά και δίνουν μια πολύ γραφική νότα στο ύπαιθρο. Από δυο-τρεις μέρες πριν θα πάνε πρώτα οι γυναίκες στο ξωκλήσι που θα γιορτάσει, να πλύνουν τα καντήλια κι όλο το χώρο μέσα κι έξω. Ύστερα ασβεστώνουν τους τοίχους και τα πεζούλια, και στερεώνουν αψίδα από άνθη και πρασινάδες στο υπέρθυρο της κύριας εισόδου. Αψίδα μικρή πάλι τοποθετούν και στην εικόνα του αγίου, που γιορτάζει. Είταν απαράδεχτο να μείνει, και δεν έμεινε ποτέ, χωρίς τις δυο αυτές αψίδες ο ναός1.

    Αλλά και τα γειτονικά καλύβια, αν υπάρχουν, ευπρεπίζονται για να φιλοξενήσουν φίλους και συγγενείς και να δεχτούν επισκέψεις τη μέρα της μνήμης του αγίου της περιοχής. Είναι μια μέρα έντονα λαχταριστή για τους εξοχίτες, αφού για ένα μερόνυχτο θα ζήσουν ώρες επικοινωνίας με δικούς και γνωστούς ανθρώπους, ικανοποιώντας και τη διάθεση για γλέντι μέσα σε κλίμα κοινής διάχυσης και κάτω από τη χάρη του αγίου.

    Η σύναξη των πιοτών γινόταν από νωρίς την παραμονή της γιορτής. Όλοι οι κάτοικοι από τους γύρω εξοχικούς οικισμούς και τα καλύβια έδιναν το παρών, φορώντας τα καλά τους ρούχα. 'Αμα όμως το ξωκλήσι είταν μακριά απ’ το χωριό, πήγαιναν με τα ζώα τους παρέες - παρέες. Εδώ τώρα η πομπή έπαιρνε ένα ανθρώπινο και γραφικό τόνο. Μπροστά πήγαινε ο σύζυγος (ο αφέντης, όπως αποκαλούνταν) κι ακολουθούσε η σύζυγος ξυπόλητη, συνήθως, κρατώντας στη μασχάλη τα παπούτσια της, για να μην τα χαλάσει. Πίσω έρχονταν τα παιδιά της οικογένειας. Οι περισσότεροι πήγαιναν πεζοί, αλλά οι άρχοντες πάντα καβάλα. Άλλα μουλάρια πάλι είταν φορτωμένα με όλα τα χρειαζούμενα για το πανηγύρι, και πάνω στα σαμάρια είχαν όλα τα φανταχτερά κιλίμια, είτε πέζευαν άνθρωποι είτε όχι. Μαζί πήγαιναν και οι οργανοπαίχτες, ακόμα και πολλά σκυλιά. Πήγαιναν όλοι με ζωηρή κουβέντα, χάχανα και φωνές, μικροί και μεγάλοι με τη γλυκιά απαντοχή της χαράς που θα ακολουθούσε σε συλλογικό επίπεδο.

    Οι γιορταστές ξεπέζευαν ένα γύρω του ναού, άμα όμως πήγαιναν σε μοναστήρι, μοιράζονταν στα κελιά, χωριστά όμως οι προύχοντες, χωριστά οι παπάδες με τους εκκλησιαστικούς επιτρόπους και χωριστά οι υπόλοιποι. Στο μοναστήρι του Αϊ - Γιάννη στη Συκή είχαν ορίσει και ειδικά κελιά για τους ξενοχωρίτες. Σε δικό τους δηλαδή κελί θα καταστάλαζαν οι πανηγυριώτες («παγγυριώτες» στη γλώσσα του Πηλίου) απ’την Αργαλαστή, σε δικό τους οι Λαυκιώτες, οι Προμιριώτες κλπ.

    Όλοι μαζί όμως έσμιγαν στον εσπερινό, όπου θα γίνονταν αρτοκλασία και λιτάνευση της εικόνας του αγίου που γιόρταζε, γύρω στο ναό. Τιμητική θέση στις εκδηλώσεις είχαν όχι μονάχα οι άρχοντες, αλλά και η φαμίλια που θα «έκανε το παγγύρ’», αυτή δηλαδή που θα έδινε τα πρόσφορα, και τη λειτουργιά και θα φιλοξενούσε τον παπά2.

    Η φιλοξενία προσφερόταν σε γειτονικό καλύβι ή σε σπίτι του οικισμού. Σε καλύβια επίσης και σε σπίτια φιλοξενούνταν κι άλλοι πανηγυριστές -συγγενείς και φίλοι των ξωμάχων. Αρκετοί όμως είταν εκείνοι, που έστρωναν και κοιμούνταν -άμα το πανηγύρι είταν καλοκαιρινό- είτε γύρω γύρω της εκκλησιάς, είτε μέσα στο δάπεδό της (οι «εγκοιμήσεις» των αρχαίων) αλλά ποτέ μέσα στο ιερό βήμα. Στα δυο μοναστήρια των Ταξιαρχών Αγίου Γεωργίου Νηλείας3 (5-6 Σεπτεμβρίου) και Ζαγοράς (7-8 Νοεμβρίου) έφερναν και τους τρελούς και τους έβαζαν να κοιμηθούν μέσα στο καθολικό. Τους πολύ τρελούς τους έδεναν με αλυσίδες στο πρώτο μοναστήρι, ενώ στο δεύτερο τους περνούσαν στο φάλαγγα4 κι εκεί τους άφηναν όλη νύχτα φυλάγοντάς τους.

    Όλοι αυτοί που έμειναν στα μοναστήρια είταν φιλοξενούμενοι των καλογήρων, που φρόντιζαν να τους ταΐζουν με ειδικό φαγητό που έβραζαν επίτηδες σε καζάνια5. Στις συνήθειες των πανηγυριστών είταν και τα διάφορα τάματα, που έφερναν μαζί τους: Μια μεγάλη λαμπάδα6, ένα μικρό ασημένιο ομοίωμα ανθρώπου ή μέλους του σώματός του, ή κι ενός ζώου7 ακόμα, ένα κερωμένο σχοινί για τον περισχοινισμό του ναού8 κλπ.

    Ανήμερα της γιορτής, ο ναός έπαιρνε πιο πανηγυρικό χαραχτήρα. Η λαοσύναξη τώρα γινόταν μεγαλύτερη, γιατί καταφτάνανε κι άλλοι απ’ το χωριό ή τα χωριά και τις αγροικίες, κι ολοκληρώνονταν οι παρέες και ανανεώνονταν αγάπες και φιλίες. Είταν και μια λαμπρή ευκαιρία να επισημανθούν οι νύφες και οι γαμπροί απ’τους ενδιαφερομένους, για να επακολουθήσουν τα προξενιά και τ’αρραβωνιάσματα κατόπι.

    Όλος αυτός ο κόσμος θα εκκλησιαζόταν, ενώ ένα γύρω του ναού πηγαινοέρχονταν πανηγυριστές, καί μέσα σε κλίμα χαράς και ικανοποίησης τονίζονταν οι ευχές «χρόνια πολλά», «η χάρη του Αγίου βοήθειά μας», «να είμαστε καλά με τη βοήθεια του Αγίου» κλπ. Οι ευχές επαναλαμβάνονταν συχνότερα, όταν τέλειωνε η λειτουργία κι έβγαιναν όλοι στο περιαύλι, όπου ανακατώνονταν με τους άλλους μέσα σε κύματα διάχυσης και ευφροσύνης.

    Αλλά η κορύφωση της χαράς ερχότανε στην καλή ώρα του φαγητού. Ανοίγονταν τότε οι τάβλες στο χώμα κάτω (η παλιότερη και η γνησιότερη μορφή του τραπεζιού) να καθήσουν ένα γύρω και να ευωχηθούν οι πανηγυριστές, άντρες και γυναίκες μαζί, πάντα όμως κατά οικογένειες και με μια ιεραρχική, ας πούμε, τάξη: Τα αντρόγυνα μαζί, δίπλα οι παπούδες και ύστερα τα παιδιά, εφόσον είχαν μια κάποια ηλικία. Τα άλλα τα μικρότερα δεν τα δέχονταν στις τάβλες· τα ’βαζαν να φάνε παράμερα.

    Συνεστίαση σε εξοχικό πανηγύρι της Ζαγοράς
    Συνεστίαση σε εξοχικό πανηγύρι της Ζαγοράς γύρω στα 1904 (αρχείο Γ.Θ.)

    Ξεκινούσαν τη διασκέδασή τους με τσίπουρο και μεζέδες. Εδώ βέβαια οι μεγαλύτεροι καταναλωτές είταν οι άντρες, ενώ τα ανύπαντρα κορίτσια δεν έπιναν καθόλου, γιατί δεν το επέτρεπε η «ηθική» του τόπου. Το πιήμα, σ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, δεν γινόταν με ποτήρια, αλλά με μεταλλικά δοχεία, τα λεγόμενα παγούρια. Έπαιρνε ένας το παγούρι, το ύψωνε στον αέρα, με παράλληλη έκφραση ευχών, και αφού τραβούσε μερικές ρουφηξιές το μεταβίβαζε στον διπλανό του, κι από χέρι σε χέρι περνούσε σ’ όλους τους άντρες και σε πολλές γυναίκες. Το ίδιο γινόταν συνήθως και με το κρασί, που έπιναν με το ίδιο ξύλινο δοχείο (την τσότρα ή τσιτούρα) ή με νεροκολοκύθα. Η παλιότερη σχετική είδηση ανάγεται στα 1764, όταν σε δυο οικογενειακά γλέντια της Ζαγοράς περιφέρανε δοχείο με κρασί, τον «Μανόλη του Παπά», όπως χιουμοριστικά ονόμαζαν το δοχείο9 -άγνωστο γιατί. Είταν χτυπητότερα ανθρώπινες οι στιγμές αυτές της επικοινωνίας των συμποσιαστών, καθώς έπιναν «ἐξ αὐτοῦ πάντες» από το ίδιο δοχείο - μια ιερή ώρα κοινότητας αισθημάτων.

    Τις ώρες αυτές του τσίπουρου και του μεζέ, επικυρωνόταν και μια άλλη επικοινωνία σε μερικά χωριά του Πηλίου και ιδιαίτερα στη νότια πλευρά του. Εδώ ο παπάς, συντροφευμένος απ’τους εκκλησιαστικούς επιτρόπους, άρχιζε την περιφορά του από παρέα σε παρέα να ευχηθεί και να δεχτεί βέβαια το κέρασμα. Το πέρασμα του παπά είταν κι ένα σύνθημα για την έναρξη του φαγητού της κάθε παρέας. Άμα δεν προηγούνταν η επίσκεψη του παπά, δεν άρχιζαν να τρώνε. Σε χωριά του νότιου Πηλίου, ύστερα απ’τον παπά, περνούσε στις παρέες με τη σειρά και η ορχήστρα για να παίξει το τραγούδι που ήθελε η παρέα και να κεραστεί.

    Το φαγητό σε πολλά μοναστήρια και ξωκλήσια το πρόσφερνε η εκκλησία, είχαν όμως το δικαίωμα οι πανηγυριστές να φέρνουν και δικά τους τρόφιμα. Κάπου κάπου ωστόσο το φαγητό παρασκευαζόταν με έξοδα ιδιωτών και, σε περιπτώσεις, από Τούρκους! Στο ξωκλήσι της Αγια-Σοφιάς του Προμιριού λογουχάρη, οι Φετσαίοι του χωριού έφκιαναν το πανηγύρι (17 Σεπτεμβρίου) κι αυτοί κερνούσαν και τάιζαν τους πανηγυριστές10. Στον «Άγιο Δημήτριο» του Αϊ - Λαυρέντη ο πρωτόπαπας Διανέλος αφήνει 500 γρόσια στα 1775 για να πρασκευάζεται κάθε χρόνο (16 Αυγούστου) φαγητό για τους πανηγυριστές11. Στο μονύδριο εξάλλου του Αγίου Ιωάννη στη θέση «Βρυχιά» κοντά στα Λεχώνια, τα παιδιά του Χατζηατέμαγα Αχμέταγας και Αλής Εφέντη τραπέζωναν τους γιορταστές στο πανηγύρι (29 Αυγούστου)12. Ο πρώτος πάλι Τούρκος, ακολουθώντας οικογενειακή συνήθεια, έπαιρνε απάνω του όλα τα έξοδα του πανηγυριού του «Αϊ-Γιάννη» της Ανακασιάς, όπου θα πήγαινε κι αυτός απ’ τα Λεχώνια να φάει και να γλεντήσει με τους ραγιάδες13.

    Στην «Αγία Παρασκευή», τέλος, Ζαγοράς ο άρχοντας Ευστάθιος Λαπάτης προσφέρει 20 γρόσια στα 1795 «εἰς ψωμί καί φαγή διά ὅσους παρευρεθοῦν εἰς τήν ἀγριπνίαν ρογεύοντες καί εἰς πτωχούς τοῦ μαχαλέ (...)»14.

    Βασικό στοιχείο του φαγητού είταν το κρέας με το ρύζι, αν φυσικά η μέρα επέτρεπε την κατάλυσή του. Διαφορετικά προσφερόταν φαΐ νηστήσιμο: Χταπόδι με ρύζι, ρεβύθια, φακές κλπ15. Στην πρώτη περίπτωση το κρέας θα το πρόσφεραν πιστοί, ύστερ’ από τάμα. Έταζαν δηλαδή στον άγιο κατσίκι ή αρνί, το «κουρμπάνι», όπως το λέγανε, και την ημέρα της μνήμης του το οδηγούσαν οι ίδιοι στο ναό. Μπροστά εκεί το διάβαζε ο παπάς (παλιότερα όμως), κι υστέρα το ’παιρναν και το ’σφαζαν κοντά στην εκκλησία. Το κρέας το παραλάβαιναν οι εκκλησιαστικοί επίτροποι και το παράδιναν στους μάγειρες να το βράσουν στο προαύλιο του ναού, και το μεσημέρι να το μοιράσουν στους πανηγυριστές. Στον «Άγιο Ταξιάρχη» της Ζαγοράς το μοίραζαν οι ίδιοι οι καλόγεροι, γυρίζοντας από παρέα σε παρέα16.

    Αυτό το φαγητό οι συμποσιαστές το έτρωγαν με περισσότερο κέφι, και το έβρισκαν νοστιμότερο, γιατί το θεωρούσαν καθαρή προσφορά της εκκλησίας, επεκτατικά και του αγίου που γιόρταζε.

    Με την κοινή εστίαση στον περίβολο της εκκλησίας επιδιώκεται βέβαια η ικανοποίηση της οντολογικής ανάγκης του ανθρώπου να δημιουργήσει κλίμα στενότερης επαφής ανάμεσα στους θνητούς. Τέτοιες ώρες δηλαδή, που πάει να υψωθεί το κέφι, κάτω από τη σκέπη μάλιστα του Θεού, να νιώσουν βαθιά όλοι στιγμές ανθρώπινης επικοινωνίας, που δίνουν κι έναν τόνο ιερότητας στο φαγητό. Παράλληλα όμως ικανοποιείται και η ανάγκη του δεσμού με τον άγιο που γιορτάζει17.

    Τρώνε και κουβεντιάζουν μαζί. Πάντα με μια ευθυμία, που εντείνεται με την κατανάλωση όλο και περισσότερου κρασιού. Πολλοί ανοίγουν διάλογο και με τους γνωστούς της διπλανής παρέας, και βέβαια ξεφωνίζουν τα αστεία τους, που βγαίνουν μέσ’ απ’ την καθημερινότητά τους, κι ακόμα πειράζουν και πειράζονται και με υπονοούμενα κάποιες φορές, για να δη- μιουργείται κάθε φορά μια ατμόσφαιρα, που συμπαρασύρει μικρούς και μεγάλους στο γέλιο και την ευχαρίστηση.

    Η επιδίωξη του στενότερου ακόμα δεσμού μεταξύ τους αντανακλάται και σε μιαν άλλη συνήθεια των υπαίθριων συμποσιαστών του νότιου Πηλίου: Η μια παρέα να κερνάει την άλλη, με ένα ξεχωριστό τρόπο: Έβαζαν στο πηρούνι τον μεζέ και σε μια κούπα (ή δοχείο) το κρασί και τα’στελναν και τα δύο, με μικρό παιδί, στο πρόσωπο της προτίμησής τους άλλης παρέας, αλλά του ίδιου φύλου για την αποφυγή παρεξηγήσεων. Το πρόσωπο αυτό έπαιρνε και ύψωνε την κούπα, ξεστομίζοντας δυνατά ευχές στον κεραστή του, που κι αυτός με το ποτήρι του ψηλά, ανταπόδιδε τις ευχές. Άλλοι πάλι έπαιρναν ένα πιάτο με μεζέδες και μια νεροκολοκύθα κρασί και πήγαιναν σε άλλες συντροφιές να κεράαουν τους φίλους και να κεραστούν απ’ αυτούς.

    Το φαγητό κρατούσε ώρες, κι έτρωγαν μαζί με τους άλλους πανηγυριστές, ακόμα κι όσοι είχαν σπίτια και καλύβια κοντά στο ναό. Κανείς δεν ευωχούνταν μόνος του στο κονάκι του, μέρα που γιόρταζε ο προστάτης άγιος του τόπου. Όλοι αντάμα στη χαρά, για να νιώσουν την ανθρώπινη πλήρωση μέσα από την εύθυμη συναναστροφή τους. Γι’αυτό και δέχονταν στις παρέες τους και τους ξένους, που θα παραβρίσκονταν στο πανηγύρι, κι είχαν πάντα κι ένα πιάτο παραπάνω να προσφέρουν και στο ζητιάνο18. Ντόπιοι και ξένοι, όλοι έπρεπε να ικανοποιήσουν τη γαστριμαργία τους μέσ’ από μιαν αμοιβαιότητα αισθημάτων.

    Την ανάγκη της επικοινωνίας, σε τελευταία εξέταση, θεράπευαν και οι επισκέψεις σ’ όλα τα γειτονικά σπίτια του μαχαλά που γιόρταζε ή στις αγροικίες, αν επρόκειτο για ξωκλήσι. Μα κι ένα δωμάτιο να διέθετε η οικογένεια, θα το συγύριζε και θα το είχε όλη τη μέρα ανοιχτό στη διάθεση των πανηγυριστών. Είταν και μια τιμή για το σπιτικό οι επισκέψεις, κι όσο οι τελευταίες γίνονταν περισσότερες, τόσο χαίρονταν οι ένοικοι.

    Αλλες, πάλι, χαραχτηριστικές εικόνες ανθρώπινης επαφής ξετυλίγονταν και μπροστά στα πρόχειρα υπαίθρια καφενεδάκια, που συνήθιζαν κάποιοι καφετζήδες των χωριών να στήνουν δίπλα του ναού τη μέρα της γιορτής του. Πρόσφερναν διάφορα ποτά, αφεψήματα, καφέδες και λουκούμια. Σε μερικά επίσης πανηγύρια συγκεντρώνονταν και έμποροι κι άπλωναν την πραμάτεια τους ένα γύρω -μια πρόκληση στο γυναικόκοσμο κυρίως, που έπρεπε να αγοράσει κάτι «απ’του παγγύρ’»19. Άλλοι έμποροι, τέλος, έφερναν απ’τον κάμπο αλογομούλαρα να τα πουλήσουν, κι έτσι το πανηγύρι συμπληρωνόταν και με ζωοπανήγυρη20.

    Όσο συνεχιζόταν ο χρόνος του φαγητού, τόσο το κρασί χυνόταν στα διψασμένα λαρύγγια κι άναβε τα κέφια σε κείνο το χώρο του ναού, που ζούσε πολύ έντονα τον πυρετό της οχλαγωγίας. Αυτά τα κέφια τα κέντριζαν ακόμα πιο πολύ οι μουσικάντες, που κάτω απ’ την επήρεια κι αυτοί του πιοτού, ξεθύμαιναν στα λαλούμενα. Ωστόσο -αναφέρομαι εδώ στα χωριά του νότιου Πηλίου- δεν έδιναν ακόμα το συνθηματικό των χορών. Παλιά συνήθεια να περνούν απ’ όλες τις παρέες με τη σειρά, για να παίξουν το τραγούδι που θα παράγγελναν οι άνθρωποι της παρέας, αρχίζοντας πρώτα από τη συντροφιά των προυχόντων, που έπιανε και την καλύτερη θέση κοντά στο ξωκλήσι. Απ’ όπου περνούσαν διατύπωναν και τις ανάλογες ευχές και σ’ αντάλλαγμα της μουσικής προσφοράς τους, δέχονταν κεράσματα -μεζέδες και κρασί, όπως είδαμε και πιο πριν21.

    Τώρα πια το κέφι κορυφωνόταν, και οι πιο ασυγκράτητοι ρίχνονταν στού χορού τον οίστρο. Άμα όμως παρακολουθούσαν δημογέροντες το πανηγύρι, έπρεπε αυτοί να ανοίξουν το χορό. Στον εξοχικό και παραθαλάσσιο οικισμό του Προμιριού «Αϊ -Γιώργης», όταν γιόρταζε το ομώνυμο ξωκλήσι, το χορό θα άνοιγε ο παπάς22. Ο ίδιος τώρα, ακολουθώντας παλιά συνήθεια, περνούσε κάθετα την αμμουδιά, έμπαινε στη θάλασσα κι οδηγούσε τους χορευτές μέσα στο νερό, όπως είταν με τα παπούτσια τους23, όπως είδαμε και παραπάνω. Οι χοροί στα ξωκλήσια του Πηλίου είταν οι πιο ξέφρενοι και οι πιο έντονοι από άλλους χορούς στις πλατείες των χωριών. Εδώ στην εξοχή ο Πηλιορίτης συνειδητοποιούσε την απόλυτη ελευθερία του, που δεν την είχε μέσα στο κλίμα του «καθωσπρεπισμού» στο χωριό του. Είταν όμως και η φύση ένα γύρω, που, πάνω στην καλή της ώρα, κέντριζε περισσότερο τη διάθεση για το πολυθόρυβο γιορτάσι. Όλοι οι άντρες έρχονταν σε μεγάλα κέφια, και αρκετοί γίνονταν τύφλα στο μεθύσι, χάνοντας ακόμα και τον έλεγχο των κινήσεών τους. Χόρευαν, παραπατούσαν, ούρλιαζαν κι έπεφταν κάτω, προβαίνοντας κάθε τόσο σε διασκεδαστικά καμώματα -ανάλογα με την έμφυτη ροπή τους στο χιούμορ- κι έφερναν ακράτητα γέλια σ’ όλους24. Μέσα σε τέτοιο μεθύσι, δεν είταν δυνατό τώρα να λείψουν και οι τσακωμοί με τους ξυλοδαρμούς. Είναι παροιμιώδεις οι πηλιορίτικοι καβγάδες στα εξοχικά πανηγύρια, μεταξύ των αντρών πάντα, καβγάδες που συνεχίζονταν, κάποιες φορές, και στο δρόμο της επιστροφής των πανηγυριστών στο χωριό τους. Έπεφτε ξύλο και των γονέων, αλλά την άλλη μέρα τα ξεχνούσαν όλα και γίνονταν πάλι φίλοι. Οι τσακωμοί είταν προσωρινοί -αποτέλεσμα κατανάλωσης άφθονου οινοπνεύματος- και δεν άφηναν μίση25.

    Όσο έπαιζαν οι οργανοπαίχτες, τόσο δέχονταν τα κεράσματα των πανηγυριστών. Δεν τους έδιναν χρήματα -γιατί δεν περίσσευαν- παρά κρασί και μεζέδες. Τα ίδια πρόσφερναν και στον πρωτοχορευτή και σε άλλους φίλους. Έπαιρνε δηλαδή ένας άντρας μεζέδες και την τσιτούρα26 ή το νεροκολοκύθι με το κρασί και σίμωνε στο χορό. Κερνούσε τον πρώτο, το δεύτερο ή κι άλλους κι ύστερα έπινε κι αυτός απ’το ίδιο δοχείο, ανταλλάσσοντας ευχές.

    Τέλος αργά το απόγευμα σταματούσαν, γιατί οι περισσότεροι έπρεπε να επιστρέφουν στο χωριό ή στις αγροικίες τους. Η επιστροφή για τη βάση τους είταν ομαδική και θορυβώδης, και σ’ όλη τη διαδρομή ηχούσαν οι φωνές, τα αστεία και τα τραγούδια.

    Σε πολλά χωριά έβγαιναν στην είσοδο πολλοί χωρικοί -κυρίως γυναίκες- που δεν πήραν μέρος στο πανηγύρι, να υποδεχτούν τους «παγγυριώτες», όπως τους έλεγαν. Κι εκεί στην άκρη της πολίχνης ξανάσμιγαν συγγενείς και φίλοι μέσα σε μια ενθουσιώδη ατμόσφαιρα, αλλά με δυο διαφορετικά στο βάθος συναισθήματα: Βαθύτατη ικανοποίηση οι πανηγυριστές, που γιόρτασαν τον άγιό τους, ελαφριά πίκρα οι άλλοι που έμειναν έξω απ’ το γιορτάσι.

    Αλλά εκείνο που έδινε κάποιον τόνο περηφάνιας στους πανηγυριστές, είταν να μπουν μέσα στο χωριό καβάλα. Στο Λαύκο, το Προμίρι και στον Αϊ - Γιώργη Νηλείας, όταν επέστρεφαν από ανοιξιάτικα πανηγύρια, συναγωνίζονταν ποιος θα φτάσει πρώτος στην πλατεία27. Εκεί έκαναν τρεις γύρους -καβαλάρηδες πάντα- μέσα σε ζωηρές επευφημίες όλων.

    Όταν το κέφι και η ευθυμία κρατούσαν ακόμα, μπορούσε να συνεχιστεί το γλέντι σε κάποιο καφενείο του χωριού ή -σπανιότερα- σε σπίτι, απ’τους άντρες συνήθως. Έτρωγαν πάλι και έπιναν και το ’ριχναν στο τραγούδι και στο χορό ίσαμε τα βαθιά της νύχτας, κι αρκετές φορές έως το πρωί της άλλης μέρας. Ίσαμε τότε, και καμιά φορά έως το μεσημέρι ή τ’απόγευμα, θα γλεντούσαν και οι πανηγυριστές που έμειναν στις αγροικίες της περιφέρειας του πανηγυριού. Οι Πηλιορίτες, όπως είταν ασυγκράτητοι στη δουλιά, το ίδιο ασυγκράτητοι είταν και στα ξεφαντώματα, διασκεδάζοντας τα ντέρτια και τα μαράζια28.

    1. Η δύναμη της συνήθειας δεν ατόνησε ούτε στις μέρες μας.
    2. Συνήθως το πανηγύρι στο ξωκλήσι το οργάνωνε μια από τις οικογένειες που κατοικούσαν στην περιοχή του.
    3. Βλ. α) Αριστοτέλη Κουρτίδη, Μέχρι Βώλου - Οδοιπορικοί Σημειώσεις, όπ.π., β) Κώστα Λιάπη, Η Μονή των Ταξιαρχών στον Αη-Γιώργη Νηλείας, όπ.π., σελ. 100-101. Το μοναστήρι αυτό διατηρούσε μεγάλο όνομα, και τραβούσε αρρώστους απ’όλη τη Θεσσαλία.
    4. Ο φάλαγγας, ένας συνδυασμός χοντρών ξύλων, σωζόταν έως το 1950 περίπου. Στο μοναστήρι «Πάου» της Αργαλαστής έδεναν τους επιληπτικούς για 3-4 μέρες και τους άφηναν νηστικούς (Χαρ. Χαρίτου, Η Μονή Αγίου Νικολάου Πάου Αργαλαστής, όπ.π., σελ. 92). Ο φάλαγγας που στο μοναστήρι των Ταξιαρχών Ζαγοράς διατηρήθηκε έως τα 1950, καταστράφηκε από Ζαγοριανούς.
    5. Στο μοναστήρι των Ταξιαρχών του Αγίου Γεωργίου μαγείρευαν πιλάφι με κρέας ή με χταπόδι, στο άλλο των Ταξιαρχών Ζαγοράς κρέας με ρύζι. Σε άλλα μοναστήρια θα βρούμε άλλα φαγητά, που θα γνωρίσουμε πιο κάτω.
    6. Οι λαμπάδες είταν τάματα των αρρώστων ή της φαμίλιας τους και έπρεπε να είναι μεγάλες όσο και το μπόι τους. Συνηθισμένη η επίκληση: «Άγιε μ’... (το όνομα του Αγίου), κάνι καλά τουν... (όνομα του αρρώστου), κι θα σ' φέρου λαμπάδα σαν τον μπόι τ’».
    7. Τα ασημένια τούτα αφιερώματα τα τοποθετούσαν στο κάτω μέρος της εικόνας του αγίου -μια προσφορά της μορφής του αρρώστου στον άγιο- ώστε ο τελευταίος να ασκήσει την ευεργετική του επίδραση στον άνθρωπο ή το ζώο. Στα παραθαλάσσια χωριά, και περισσότερο στο Τρίκερι, αφιέρωναν και ασημένια καραβάκια.
    8. Συνήθως το έθιμο εφαρμοζόταν σε μικρούς ναούς. Συνηθισμένη η επίκληση: «Άγιε..., κάνι καλά του πιδάκι μ ’ κι θα ’ρθου να σι ζώσου».
    9. Βλ. το 103 Χειρόγραφο της ζαγοριανής Βιβλιοθήκης.
    10. Γιώργου Θωμά, Η Αγια-Σοφιά του Προμιριού, εφημ. «Η Θεσσαλία» 17 Σεπτεμβρίου 1967.
    11. Σωκράτους Κ. Βαμβάκου, Ιστορία του χωρίου Άγιος Λαυρέντιος του Βόλου, όπ.π., σελ. 38.
    12. Βαγγέλη Σκουβαρά, Πηλιορείτικα Β', όπ.π., σελ. 193-194.
    13. Βαγγέλη Σκουβαρά, Πηλιορείτικα Β', όπ.π., σελ. 52.
    14. Απόστολου Γ. Κωνσταντινίδου, Τα εν τω Πηλίω όρει παλαιά και σύγχρονα χριστιανικά Μνημεία, όπ.π., σελ. 115.
    15. Ενδειχτικά αναφέρω το είδος του φαγητού, που παρασκευαζόταν σε διάφορα πανηγύρια: Αγίου Γεωργίου στο Κεραμίδι (κρέας με πληγούρι), Μεταμόρφωσης στο μοναστήρι Φλαμουριού (ρεβύθια με ρύζι και μπακαλιάρος με πατάτες φούρνου -εδώ το κρέας απαγορεύεται εντελώς), Παναγίας στην Κάπουρνα (σήμερα: Γλαφυρές) (κρέας με πληγούρι ή ρύζι), Παναγίας (21 Νοεμβρίου) στο ομώνυμο μοναστήρι του Ανήλιου (ρεβύθια με ρύζι), Ζωοδόχου Πηγής και Παναγίας (23 Αυγούστου) στο μοναστήρι «Λαμπηδόνα» Λαμπινούς (κρέας με ρύζι), Αϊ-Γιάννη (29 Αυγούστου) στο ομώνυμο μοναστήρι Βιζίτσας (φάβα), του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου) στον ομώνυμο ναό των Πινακατών (φάβα), Αϊ-Γιάννη (29 Αυγούστου) στο ομώνυμο μοναστήρι Συκής (κρέας με ρύζι την παραμονή και χταπόδι με ρύζι ανήμερα της γιορτής), Αγίου Νικολάου (6 Δεκεμβρίου και 2 Μαΐου) στο μοναστήρι «Πάου» Αργαλαστής (κρέας με ρύζι στο δεύτερο πανηγύρι), Ταξιαρχών (6 Σεπτεμβρίου) στο ομώνυμο μοναστήρι Αργαλαστής (κρέας με ρύζι), Παναγίας (15 Αυγούστου) στο ομώνυμο μοναστήρι Μετοχιού (κρέας με ρύζι), Αγίων Σαράντα (9 Μαρτίου) στο ομώνυμο μοναστήρι του νησιού «Αλατάς» μπροστά τη Μιλίνα (χταπόδι με ρύζι), Αγίου Αθανασίου (2 Μαΐου) στο ομώνυμο μοναστήρι Λαύκου (κρέας με ρύζι), Αγίου Σπυρίδωνα (12 Δεκεμβρίου) στο ομώνυμο μοναστήρι του Προμιριού (χταπόδι με ρύζι), Αγίων Αποστόλων (30 Ιουνίου) στο ομώνυμο ξωκλήσι του Προμιριού (κρέας με ρύζι) κλπ.
    16. Σε πολλά πανηγύρια πήγαιναν και ζητιάνοι να κορέσουν την πείνα τους. Το πόσο υπολογίζονταν οι φτωχοί στις συνεστιάσεις των πανη- γυριών, φαίνεται κι από την παραπάνω προσφορά χρημάτων του Ζαγοριανού άρχοντα Ευσταθίου Λαπάτη στα 1795, για να μοιραστούν στους φτωχούς που θα βρεθούν στην αγρυπνία της Αγίας Παρασκευής.
    17. Γράφει σχετικά ο Σουηδός θρησκειολόγος Martin Nilsson (Ελληνική Λαϊκή Θρησκεία, μετάφραση Ι.Θ. Κακριδή, Αθήνα 1966, σελ. 71): «Αυτή η ιερότητα του φαγητού, που συνδέει τους ομοτράπεζους όλους σε μιαν ιερή κοινότητα, θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε την πολύ γνωστή και πιο χαραχτηριστική από όλες τις λατρευτικές τελετές της ελληνικής θρησκείας, τη θυσία των ζώων».
    18. Στη Ζαγορά συνήθιζαν να παίρνουν στα εξοχικά πανηγύρια και μια τρελή γυναίκα ακόμα (βλ. Γιώργου Θωμά, Ο «γιορταστής» λαός, εφημ. «Η Θεσσαλία» 14 Ιουνίου 1970), που στα 1893 τη γνώρισε κι ο Γιάννης Ψυχάρης, όταν ανέβηκε στο Πήλιο και την έκανε κεντρικό πρόσωπο του διηγήματος του «Η τρελλή της Ζαγοράς» (βλ. Γιώργου Θωμά, Ο Ψυχάρης και η Ζαγορά, εφημ. «Η Θεσσαλία» 5 Ιουνίου 1966).
    19. Τέτοια εμπορικά πανηγύρια είχαμε πολλά, κυρίως όταν γιόρταζε ο πολιούχος του χωριού ή και ενός συνοικισμού ή -σε λιγοστές περιπτώσεις- κάποιο ξωκλήσι ή μοναστήρι. Υπογραμμίζω εδώ τις εμποροπανηγύρεις του Αγίου Αποστόλου του Νέου (16 Αυγούστου) στον Αϊ- Λαυρέντη (βλ. «Προμηθεύς», 3 (1891), αριθμ. 35, σελ. 282) και στο μοναστήρι των Ταξιαρχών Ζαγοράς (8 Νοεμβρίου) και στην κεντρική πλατεία Ζαγοράς (9-11 Νοεμβρίου) (βλ. Γιώργου Θωμά, Το πανηγύρι των Ταξιαρχών Ζαγοράς, εφημ. «Η Θεσσαλία» 8 Νοεμβρίου 1970).
    20. Μια ζωοπανήγυρη γινόταν έξω από τη Δράκια, στη βρύση του Παπαγιάννη (Θανάση Ζέρβα, Πηλιορείτικα παζάρια, εφημ. «Η Θεσσαλία» 29 Νοεμβρίου 1981).
    21. Από μιαν ανέκδοτη συλλογή λαογραφικής ύλης από το νότιο Πήλιο, που μου έθεσε υπόψη ο μακαρίτης σήμερα και παλιότερα προηγούμενος του Αγίου Όρους Ματθαίος Βατοπεδινός, Προμιριώτης την καταγωγή.
    22. Στο Κεραμίδι επίσης ο παπάς ξεκινούσε ένα υποτυπώδη χορό στο πανηγύρι του Αγίου Γεωργίου, όπως θα δούμε και στο οικείο κεφάλαιο.
    23. Βλ. Γιώργου Θωμά, Το πανηγύρι τ’ Αϊ-Γιώργη ατο Προμίρι -Οι παπάδες που οδηγούσαν τους χορευτές μέσ’ απ ’ τη θάλασσα, όπ.π.
    24. Σε πολλά χωριά του Πηλίου ονομάτιζαν ίσαμε τα 1965-1970, όταν ζούσαν κάποιοι παραδοσιακοί γέροντες, παλιούς διασκεδαστικούς τύπους που δεν άφηναν πανηγύρι για πανηγύρι κι έκαναν, ό,τι μπορούσαν για να γελάει ο κόσμος. Αναφέρεται λογουχάρη, πως στο πανηγύρι στο ρημοκλήσι «Αϊ-Λιάς» του Προμιριού πρωτοστατούσε για χρόνια το δίδυμο ζευγάρι Γεωργαδάκη και Μπαλή. Κρεμούσε ο ένας στο ζουνάρι της βράκας του μια πετσέτα κι ο άλλος έπαιρνε ένα αναμμένο κερί και, χορεύοντας ένα είδος καρσιλαμά, προσπαθούσε ο δεύτερος να βάλει φωτιά στην πετσέτα του άλλου για να τον κάψει δήθεν. Χόρευαν δυο τους ώρες, κάνοντας χίλιες δυο κωμικές κινήσεις, και τονίζοντας κατ’ αντιπαράθεση το δίστιχο (στο ρυθμό των 7/8):
      «Θα στ’ ανάψου κι θα ιδείς,
      δε μ'τ’ ανάβεις, δε μπουρείς
      ».
    25. Στη Μακρινίτσα, την Πορταριά, την Αλλη Μεριά και το Ανήλιο στο ανατολικό Πήλιο, οι τσακωμοί είταν το απαραίτητο χαραχτηριστικό όλων των πανηγυριών. Δεν αποφεύγονταν ακόμα και στα μεγαλύτερα πανηγύρια των Αγίων Αποστόλων και Αγίου Αθανασίου στα δυο τελευταία χωριά, επειδή υπήρχαν μόνιμοι καβγατζήδες. Κάποιοι μάλιστα απ’ τους Μακρινιτσώτες και Πορταρίτες καβγατζήδες επιζητούσαν τη φασαρία και γύριζαν στο χώρο του πανηγυριού με το ζουνάρι τους να σέρνεται επίτηδες στη γη. 'Αμα, τώρα, το πατούσε κάποιος είτε από απροσεξία είτε εξεπίτηδες, άναβε ο τσακωμός. Αποδώ και η φράση, πανομοιότυπη πάντα, στην περιοχή αλλά και στο υπόλοιπο Πήλιο «άιντι βρε, μάσι (=μάζευε) του ζ’νάρ’ σ’» -μια προτροπή για κείνον που πάει ψάχνοντας για καβγά. (Πληροφορία του ερευνητή δασκάλου Θανάση Ζέρβα από την Άλλη Μεριά).
      Στο Ανήλιο ένας χεροδύναμος του χωριού γύρω στα 1890 αποφάσισε δυναμικά να βάλει τέρμα στους πανηγυριώτικους τσακωμούς. Μπήκε ανάμεσα στους γλεντιστές και ύψωσε φωνή: «Αὐτά τά... ζαγάρια θά μᾶς χαλάσ’νι πάλι τού παγγύρ’. Ὃποιους ὅμους πάει νά μαλώσ’, θά τού βρεῖ ἀπού μένα (...)». Από τότε κανείς δεν τόλμησε να σηκώσει κεφάλι στο χωριό και να ανοίξει καβγά με άλλον. (Βλ. Γιώργου Θωμά, Παραδόσεις από το Ανήλιο, εφημ. «Η Θεσσαλία» 9 Νοεμβρίου 1980). Για τις συγκρούσεις στα πηλιορίτικα πανηγύρια υπάρχει και η μαρτυρία του Ζωσιμά Εσφιγμενίτη από τα 1890 («Προμηθεύς», 2 (1890), αριθμ. 19, σελ. 147): «(...) καί οὕτω λήγει ὁ μήν (...) ἐνίοτε δέ μετά πολλῶν συγκρούσεων καί διαπληκτισμῶν καί ξυλοκοπημάτων χάριτι καί ἐνεργεία του μεγαλωνύμου θεοῦ τοῦ οἴνου, Βάκχου».
      Σύμφωνα μέ μαρτυρίες Ζαγοριανῶν πού ἂκουγα στά 1960-1966, ἔγινε κι ἕνας φόνος ἀπάνω σέ μία σύρραξη στό πανηγύρι (21 Νοεμβρίου) τοῦ ερημικοῦ μοναστηριοῦ «Παναγία Ράσουβα» οτή Ζαγορά. Ἓνας πανηγυριστής ἀπ’ τό Πουρί σκότωσε κάποιον Ζαγοριανό γύρω στά 1870. Ἀπό τότε ἔχασε τήν παλιά του ἀκμή τό πανηγύρι αὐτό, καί σήμερα σχεδόν ἐγκαταλείφτηκε. Στά πανηγύρια τοῦ Ἁγίου Βλασίου καί τῆς Ἁγίας Παρασκευής στό Καραμπάσι, ὅπως καί σέ γάμους, ἂναβαν καβγάδες και μέ ὐπαίτιους πολλές φορές Τούρκους, που καταλήγανε καί σέ φόνους. "Ἰδίοις ὄμμασι -γράφει παλιός χρονικογράφος- εἴδομεν κατά τάς πανηγύρεις, τούς γάμους καί τούς χορούς συγκρούσεις φονικάς Τούρκων καί Ἑλλήνων, αἰτίαν ἐχούσας τήν αὐθάδη καί κακοήθη διαγωγήν τῶν προσερχομένων ἀπροσκλήτων μωαμεθανῶν» (βλ. Βαγγέλη Σκουβαρά, Πηλιορείτικα Β', όπ.π., σελ. 175).
    26. Ξύλινο δοχείο (μονόξυλο) με στενό λαιμό, για να μη βγαίνει εύκολα το κρασί.
    27. Γιώργου Θωμά, Τα Λαϊκά Αγωνίσματα στη Θεσσαλία, Θεσσαλικά Χρονικά, τόμ. ΙΕ', Αθήνα 1984, σελ. 473-488 (και ανάτυπο). Εδώ είχαμε μια μορφή λαϊκών ιπποδρομιών, που συναντούσαμε σ’ ανώτερο όμως οργανωτικό επίπεδο, σε πολλά χωριά του θεσσαλικού κάμπου και στη Σκιάθο.
    28. Για τη συνήθεια των πανηγυριών, βλ. Κώστα Λιάπη, Τα παλιά «παγγύρια» του Πηλίου, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμ. Β', Λάρισα 1981, σελ. 163-166.