• Καθαρά θρησκευτικά πανηγύρια

    Συνεστιάσεις των πανηγυριστών χωρίς χορούς

    Τα πανηγύρια τούτα με το αποκλειστικά λατρευτικό περιεχόμενό τους, είναι λιγότερα σχετικά με τα προηγούμενα, κι οργανώνονται σε μικρότερες εκκλησίες χωριών και οικισμών, καθώς και σε κάποια ταπεινά εκκλησιαστικά χτίσματα σε απόμερες η δασώδεις περιοχές ή αφιερωμένα σε χειμωνιάτικους αγίους. Εδώ οι πανηγυριστές έρχονται, προσκυνούν και φεύγουν. Έτσι γίνεται πάντοτε στο ξωκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής απάνω στη Γορίτσα του Βόλου, έτσι γίνεται και στο ναό της Επισκοπής στον Άνω Βόλο1.

    Το μεγαλύτερο, από άποψη κοσμοσυρροής, θρησκευτικό πανηγύρι στο Πήλιο ίσαμε τα 1840-1850, γινόταν (γίνεται μέχρι σήμερα) στο λόφο της Γορίτσας Βόλου (όπ.π.). Από τότε όμως τους πιο πολλούς πανηγυριστές συγκέντρωνε το χωριό Άγιος Λαυρέντιος κάθε χρόνο στις 16 Αυγούστου, όταν τιμούνταν η μνήμη του Αποστόλου του Νέου, ενός τοπικού Αγίου2. Εδώ συνάζονταν χιλιάδες προσκυνητές, και κατά τον Σωκράτη Βαμβάκο το πανηγύρι αυτό είταν, αργότερα όμως, το δεύτερο στην Ελλάδα, ύστερ’ από κείνο της Τήνου το Δεκαπενταύγουστο, γιατί συγκέντρωνε 30.000 γιορταστές, μεταξύ των οποίων και Τούρκους. Οι περισσότεροι απ’αυτούς πήγαιναν με δώρα, γι’αυτό κι ο «Άγιος Απόστολος ο Νέος», λογιζόταν «ὡς μία τῶν πλουσιωτέρων ἐκκλησιών τῆς Ἀνατολῆς»3.

    Το χαραχτηριστικότερο μέρος του πανηγυριού αυτού είταν τα κοινά τραπέζια, που προσφέρονταν σ’ όλους ανεξαίρετα τους ξένους προσκυνητές -ακόμα και στους ζητιάνους που έφταναν μέχρι εκεί- καθώς και στους Αγιολαυρεντίτες που επιθυμούσαν να συντροφέψουν τους ξένους4. Έτρωγαν λοιπόν όλοι ένα γύρω του ναού και ευωχούνταν μέσα σ’ ένα κλίμα χαράς και θερμής επικοινωνίας, χωρίς να ζητήσουν ποτέ διέξοδο στο χορό και στο τραγούδι.

    Ιδιότυπο είταν (και είναι μέχρι τώρα) το πανηγύρι του πολιούχου Αγίου Γεωργίου στο Κεραμίδι, για το οποίο αξίζει να γίνει πιο επίμονη αναφορά. Την παραμονή λοιπόν όλοι σχεδόν οι κάτοικοι έβγαιναν σε λιτανεία μέσα και γύρω στο χωριό με την εικόνα του Αγίου μπροστά, ενώ γριές και γέροι, ανήμποροι να ακολουθήσουν, έκαιγαν σας αυλές των σπιτιών τους θυμίαμα κι άναβαν κεριά. Ανήμερα έπρεπε να εκκλησιαστεί ολόκληρο το χωριό. Έξω απ’το ναό οι επίτροποι έβραζαν σε καζάνια το φαγητό (κρέας -προσφορά των τσομπάνηδων- με πληγούρι) κι έψηναν το «κοκορέτσι του παπά». Ύστερ’ απ’τη λειτουργία, διαλύονταν.

    Καζάνια, όπου βράζουν το φαγητό
    Καζάνια, όπου βράζουν το φαγητό στο πανηγύρι του Αγίου Γεωργίου Κεραμιδίου (φωτ. Μιχάλη Χατζηαγγέλου).

    Στις 12 το μεσημέρι χτυπούσε η καμπάνα, για να συγκεντρωθούν ξανά στην εκκλησία όλοι οι κάτοικοι, να φάνε και να πιούνε. Είχαν μαζί τους βέβαια ποτά, σαλάτες, τυριά κλπ., κι έπιαναν θέσεις στο νάρθηκα και το περιαύλι του «Αγίου Γεωργίου». Μερικοί που αδυνατούσαν να μετάσχουν στην συνεστίαση, έπαιρναν με τις κατσαρόλες το φαγητό στο σπίτι τους5.

    Σερβίρονταν όλοι, κι ο παπάς ευλογούσε το κοινό τραπέζι, οπότε κι άρχιζε το φαγοπότι. Ενδιάμεσα τώρα σηκωνόταν ο παπάς και, συνοδευόμενος από δυο τρεις εκκλησιαστικούς επιτρόπους, έφερνε βόλτα τις παρέες των ομοτράπεζων, για να προσφέρει στην καθεμιά ένα κομμάτι απ’ το κοκορέτσι «του», μέσα σε αμοιβαίες ευχές. Έτσι ζωήρευε το κλίμα της συνδιαλλαγής και της αδερφοσύνης, και καλλιεργούνταν η ευθυμία, που έφερνε στο τέλος κι έναν υποτυπώδη χορό. Έμπαινε πρώτος ο παπάς κι έσερνε το χορό, αλλά σε λίγο -ώρα 4 το απόγευμα- χτυπούσε η καμπάνα για να «σηκώσουν το ύψωμα». Η εκδήλωση έπαιρνε μιαν άλλη ανθρώπινη διάσταση: Την ώρα που γινόταν η τελετή, πιάνονταν όλοι -μικροί και μεγάλοι- από τον ώμο μέσα κι έξω της εκκλησίας, κι ο πρώτος ακουμπούσε το χέρι του στο πετραχήλι του ιερέα. «Γινόμασταν ούλ’ ένα κι άντρις κι γ’ναίκις»6. Μόλις, ακόμα, τελείωνε ο παπάς, φώναζαν όλοι μαζί «ζήτωωωω» (ζήτω του Αϊ-Γιώργη δηλαδή), κι οι γυναίκες, που έφερναν μαζί τους από ένα μπουκαλάκι κρασί, κερνούσαν μ’αυτά τα μπουκαλάκια όλους κι όλες μέσα κι έξω του ναού, ενώ διασταυρώνονταν παντού οι ευχές.

    Θρησκευτικό πανηγύρι γινόταν ίσαμε τα 1920 περίπου και στο μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα, 4 περίπου χιλιόμετρα στα ΝΔ του Προμιριού. Οι γιορταστές έρχονταν απ’ όλα τα χωριά του νότιου Πηλίου, αλλά δεν τολμούσαν να χορέψουν, γιατί ο Άγιος θεωρούνταν πολύ αυστηρός στη λαϊκή ψυχή και δεν ήθελε, λέγανε, γλέντια και χορούς7. Από τα 1920 όμως άρχισαν οι γλετζέδες πρώτα να στήνουν χορούς στα κελιά και στα χαγιάτια -πάντα βέβαια μέσα σε αντιδράσεις των ιερέων και των συντηρητικών στοιχείων- κάτω απ’ την επίδραση του πιοτού. Μ’αυτό τον τρόπο το πανηγύρι μετατράπηκε σε χορευτικό για να διατηρήσει αυτό το χαραχτήρα ίσαμε τα 1979, όταν στεγάστηκαν καλογριές στο μοναστήρι. Απ’τη χρονιά τούτη απαγορεύτηκαν πάλι οι χοροί κι αναβίωσε η παλιά μορφή του πανηγυριού.

    Γενικά μπορεί να πει κανείς, ότι τα θρησκευτικά πανηγύρια οργανώνονται στις εκκλησίες χειμωνιάτικων αγίων. Ο χειμώνας δεν μπορούσε να ευνοήσει τις χορευτικές εκδηλώσεις και τις συνεστιάσεις στο ύπαιθρο, ένας βασικός λόγος που διαμόρφωσε την αυστηρή μορφή του πανηγυριού. Σε μερικές περιπτώσεις βάρυνε κι ένα άλλο στοιχείο στη σύσταση τέτοιου πανηγυριού, κι εννοώ εδώ το μέγεθος της απήχησης του αγίου στη λαϊκή ψυχή. Αν δηλαδή ο τελευταίος δέσποζε με ένα χαρακτήρα αυστηρότητας στην περιοχή, όπως ο Άγιος Σπυρίδωνας στο Προμίρι, τότε οι χοροί και τα γλέντια είταν αδιανόητα. Κάποιες φορές όμως, άμα το θρησκευτικό καθίδρυμα υψωνόταν κοντά στην πολίχνη, πάλι η γιορτή περιοριζόταν στο εκκλησιαστικό μέρος, ενώ το γλέντι μεταφερόταν στην πλατεία της πολίχνης κι έπαιρνε έκταση και ένταση. Είναι η περίπτωση έξι τουλάχιστο πανηγυριών, που τελούνται σε ισάριθμα εκκλησιαστικά χτίσματα του Πηλίου: Της Αγίας Παρασκευής στις Μηλιές, τ’ Αϊ-Γιάννη στη Βιζίτσα και στη Συκή (29 Αυγούστου), της Παναγίας στο Μετόχι (15 Αυγούστου), των Αγίων Αποστόλων στην Άλλη Μεριά (29 Ιουνίου) και της Παναγίας στο Κεραμίδι (23 Αυγούστου). Τα γλεντολογήματα κορυφώνονται και τα χωριά αναστατώνονται.

    Η ύπαρξη των λιγοστών χειμωνιάτικων αγίων, ως πολιούχων χωριών, δεν στάθηκε εμπόδιο σε καμιά περίπτωση να απομονωθούν αυτά τα χωριά από εκδηλώσεις χορευτικές και γλέντια. Είταν αδύνατο να δεχτεί ο Πηλιορίτης πέρασμα χρονιάς χωρίς να αιστανθεί το ρίγος της διασκέδασης στο χωριό του. Η ανάγκη αυτή δημιούργησε την καθιέρωση άλλων ανοιξιάτικων ή καλοκαιρινών πανηγυριών με την ευκαιρία της γιορτής κάποιας άλλης εκκλησίας του χωριού. Προσέχουμε δυο τέτοια πανηγύρια: Του Αϊ-Λιά στο Βένετο, όταν γιορτάζει το ομώνυμο ξωκλήσι του, αντί της Υπαπαντής (μητρόπολης του χωριού), και της Αγια-Τριάδας στο Πουρί (ερημοκλησιού) αντί του Αγίου Δημητρίου (μητρόπολης).

    Τέλος η αναγκαιότητα του γλεντιού μετατόπισε χρονικά και δυο ακόμα μεγάλα πανηγύρια: Του Προμιριού το Δεκαπενταύγουστο απ’τις 21 Νοεμβρίου (μέρα γιορτασμού της μητρόπολης), που γινόταν έως τα 1870 περίπου8, και του Κεραμιδιού στα εννιάημερα της Παναγίας απ’τις 23 Απριλίου (γιορτή της μητρόπολης).

    Ώστε είναι χαραχτηριστική η επίμονη τάση των Πηλιοριτών όχι μονάχα να ασκούν κάθε τόσο το θρησκευτικό τους χρέος απέναντι στους αγίους των εκκλησιών τους, αλλά και να ρίχνονται παράλληλα σε γενναία φαγοπότια και τρικούβερτα γλέντια για δυο και τρεις μέρες συνέχεια. Το φαινόμενο αυτό καλλιέργησε, νομίζω, την αντίληψη, ότι οι κάτοικοι των χωριών του Πηλίου είναι φιλοπότες, εύθυμοι, συμποτικοί, φιλήδονοι και ακόλαστοι. Ήδη από τα 1791 ακόμα οι Μακρινιτσώτες χαραχτηρίζονται ως «ἐπικίνδυνοι εἰς ταῖς διατριβαῖς τους καί συμπόσια, (και) φιλήδονοι», ενώ κλείνουν λίγο στην ασωτία9. Ως εύθυμοι επίσης, φιλοπότες και τρυφηλοί αναφέρονται την ίδια χρονιά και οι κάτοικοι της Πορταριάς10. Μα και στα 1815 οι κάτοικοι αυτοί θεωρούνται τρυφηλοί, φαγάδες και φιλοπότες11. Ως εύθυμοι πάλι, συμποτικοί και ελευθέριοι παρουσιάζονται στα 1838 οι Μακρινιτσώτες12 ενώ αργότερα οι Λεχωνίτες χαραχτηρίζονται ως «μέθυσοι» και «έκλυτοι»13.

    Εκείνος όμως που θα επαναλάβει περισσότερο τους χαραχτηρισμούς αυτούς για τους Πηλιορίτες, είναι ο Νικόλαος Ρηματισίδης στα 1874, που προσθέτει επιπλέον ότι οι Λαυκιώτες είναι μέθυσοι σε τέτοιο βαθμό, ώστε να παραμελούν την πνευματική τους ανάπτυξη, και οι Προμιριώτες ακόλαστοι14.

    Είταν λοιπόν, όπως πιστεύω, τα τρελά γιορτάσια των Πηλιοριτών και τα μεγάλα ξεφαντώματα που έφερναν και παράλογα μεθύσια κάποιες φορές, η βασική αιτία των πιο πάνω χαραχτηρισμών.

    1. Ιστορικά του ναού βλ. Ανωνύμου, Ιστορία της Επισκοπής Άνω Βόλου, Βόλος 1950.
    2. Για τον Άγιο τούτο βλ. α) Ακολουθία του Οσίου Λαυρέντιου του Μεγάλου, όπ.π., β) Μαρτύριον του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Αποστόλου του Νέου και θαυματουργού, εκδότης Ν. Σχοινάς, εν Βόλω 1929, γ) Βίος και Ακολουθία του Αγίου Αποστόλου του Νέου, εκδίδεται δαπάνη Αρχιμανδρίτου Εφραίμ Καραγιάννη, Αθήναι 1946.
    3. Σωκράτους Κ. Βαμβάκου, Ιστορία του χωρίου Άγιος Λαυρέντιος του Βόλου, όπ.π., σελ. 52.
    4. Η συνεστίαση αυτή των πανηγυριστών άρχισε στα 1836, χρονιά που οι αγωγιάτες της περιοχής πήραν για πρώτη φορά την απόφαση να προσφέρουν φαγητό σ’ όλους τους πανηγυριστές, οργανώνοντας εράνους για να ανταποκρίνονται στα έξοδα. Κάθε χρόνο από τότε πρόσφεραν φαγητό (κρέας με ρύζι) σ’ όλους, από τάμα. Έφτανε η χρονιά όπου ο ναός συγκέντρωνε και σαράντα τραγιά, απ’ τα οποία πουλούσαν κιόλας μερικά, και τα χρήματα τα έπαιρνε ο ίδιος. (Ακολουθία του Οσίου Λαυρέντιου του Μεγάλου, όπ.π., σελ. 18). Η συνήθεια τούτη διατηρήθηκε ίσαμε το 1917-1918.
    5. Το φαγητό αυτό «τ’ Αγίου», όπως το λένε, το θεωρούσαν και το θεωρούν ακόμα ιερό και ασύγκριτο στη γεύση. Συνήθιζαν μάλιστα να στέλνουν ένα μικρό μέρος και στους Κεραμιδιώτες που ζούσαν μακριά.
    6. Ελένη Κόση απ’ το Κεραμίδι (1873-1976).
    7. Ο Αϊ-Σπυρίδωνας παρέμεινε και παραμένει μέχρι σήμερα η πιο επιβλητική μορφή Αγίου στο Προμίρι, μια μορφή που, σύμφωνα με τις παραδόσεις, τιμωρούσε και με ξυλοδαρμό χριστιανούς και Τούρκους.
    8. Γιώργου Θωμά, Το πανηγύρι του Προμιριού -Ματιές στα ιστορικά του, όπ.π.
    9. Γεωγραφία Νεωτερική, όπ.π., σελ. 110.
    10. Γεωγραφία Νεωτερική, όπ.π., σελ. 111.
    11. Θεοδόση Κ. Σπεράντσα, Τα περισωθέντα Έργα του Αργύρη Φιλιππίδη, όπ.π., σελ. 154.
    12. Από την ανέκδοτη Χωρογραφία της ανατολικής Θεσσαλίας, όπ.π.
    13. Βαγγέλη Σκουβαρά, Πηλιορείτικα Β', όπ. π., σελ. 197.
    14. Συνοπτική Περιγραφή της Θεσσαλίας, όπ.π., σελ. 33, 36.