Ενώ στο νότιο Πήλιο -με εξαίρεση το Τρίκερι- δεν κυκλοφόρησε ποτέ το τραγούδι του Λαζάρου, σύμφωνα με τις παραδόσεις αφού δεν υπάρχει γραφτή πηγή, στην περιοχή του ανατολικού Πηλίου θα το βρούμε έως το 1890 τουλάχιστο. Μοναδική περιγραφή της συνήθειας στο Πήλιο μας δίνει ο Γεώργιος Αδρακτάς, που σημειώνει μεταξύ των άλλων1: «Ἀπό πρωΐας (του Σαββάτου του Λαζάρου) μικραί ὁμάδες κορασίδων, μετά καλαθιών ἐν χερσίν, ἐν οἷς θέτουσι τά προσφερόμενα δῶρα, περιέρχονται σεμναί τάς οικίας, ἵνα ψάλωσι τόν Λάζαρον».
Απ’το λαζαρινό τραγούδι ο Αδρακτάς δημοσιεύει μόνο πέντε στίχους αυτούς:
«Καλή μέρα σας, καλό πουρνό σας,
καλῶς ἤρθαμε στ’ ἀρχοντικό σας.
Κορασίδες μας σταυρό σταθεῖτε,
νά τιμήσουμε καλόν ἀφέντη.
Χαῖρ’ ἀφέντη μου, χαῖρε καλέ μου»2.
Τραγουδούσαν χαρούμενες κι έπαιρναν ως δώρα αυγά μέσα σ’ένα κλίμα διάχυσης. «Ἀκούραστα τά ἀθῶα κοράσια -γράφει πάλι ο Αδρακτάς- γελῶντα ἐξ ἀγνώστων αἰτίων, χαρωπά ὡς ἡ προσεγγίζουσα Πασχαλιά καί ἀνθηρά, ὠς ὁ ἐπερχόμενος Μάϊος ἐξακολουθοῦσι τό τρυφερόν των ἆσμα»3.
Στο Τρίκερι κάθε παρέα κοριτσιών σκάρωνε με πανιά μια μεγάλη κούκλα, το «Λάζαρο», και μ’ αυτή μπροστά περιερχόταν στα σπίτια για το τραγούδημα:
«Ἦρθι Λάζαρους, ἦρθαν τά βάϊα
κουρασίτσις μου, σταυρουσταθῆτι,
νά τιμήσουμε καλόν ἀφέντη.
Κόκκινα ἀβγά κί πέντι πίττις,
κί σταμνί κρασί κί δυό νουκάτα.
Ξύπνα Λάζαρε, κί μήν κοιμᾶσι,
τώρα μέρα μας, τώρα χρονιά μας.
Τά κουτάκια μας ἀβγά γιννοῦνι,
τά κουφ’νάκια μας δέν τά χουροῦνι.
Κί τ’ χρόνου!»4.
Τα φιλέματα κι εδώ είχαν αυγά, που τοποθετούσαν οι νοικοκυρές μέσα στα ανθοστόλιστα καλαθάκια.
Το «Μοιρολόγι της Παναγίας» είταν γενικότερα γνωστό στα χωριά του Πηλίου. Τονιζόταν από αγόρια στα σπίτια το πρωινό της Μεγάλης Πέμπτης με ανταπόδοση τα κόκκινα τ’αυγά, που τα έβαφαν οι νοικοκυρές εκείνες τις ώρες. Στην περιοχή της Τσαγκαράδας (όπως και στ’άλλα χωριά εξόν της Ζαγοράς) το άρχιζαν έτσι5:
«Σήμερον μαῦρος οὐρανός, σήμερον μαύρη μέρα,
σήμερον ὅλοι θλίβονται καί τά βουνά λυποῦνται (...)».
Στα μέρη της Ζαγοράς είχαμε άλλη παραλλαγή6:
«Κίνησ’ ἡ κυρά ή Παναγιά νά πάη στον Ἃγιο Τόπο.
Στό δρόμο ὅπου πήγαινε, ατό δρόμο πού πηγαίνει
Χρυσό ἀγκωνάρι βρῆκε κι’ ἀκούμπησε
κάθησ’ νά ξαποστάσ’ κι’ ἀποκοιμήθηκε.
Πέρασ’ ὁ Χριστός καί μέ τή δεξιά του τήν ἐσκούντησε.
- «Κοιμᾶσαι, μάνα μου, κυρά τοῦ κόσμου.
Κοιμᾶσαι, μητέρα μου, ἤ ἀγρυπνᾶς;»
- «Οὔτε κοιμοῦμαι, χρυσό μου τέκνο, οὔτε άγρυπνώ,
Ὂνειρο εἶδα στον ὕπνο μου καί δειλιῶ νά σοῦ τό πῶ7.
Ἑβραίοι μᾶς κυνηγούσανε, ψηλά βουνά μᾶς ἀνεβάσανε
καρφιά πολλά μᾶς μπήξανε οἱ ἂνομοι.
Ἔτρεχε αἷμα καί νερό ἀπ’ τά σωθικά μας».
- Μή φοβᾶσαι μάνα μου, Κυρά τοῦ κόσμου.
Τό αἷμα εἶν’ ἡ κοινωνιά καί τό νερό ὁ ἁγιασμός».
Πιο παλιά στα χωριά του ανατολικού Πηλίου λεγόταν ένα αλλιώτικο τραγούδι τη Μεγάλη Πέμπτη, πάλι από αγόρια8:
«Χαῖρε νί, χαῖρε πλί
χαιρετήματα, σταυρέ.
Ψάλλω δῶ, ψάλλω κεῖ,
ψάλλω καί μές στό σακί.
Σήκω, κυρά ’πό τό θρονί
νά μοῦ δώκεις τό αὐγό·
ἔχω δάσκαλο κακό
καί δασκάλισσα κακή,
πού μέ δέρν’ καί μέ χτυπάει
καί στον τοῖχο μέ βροντάει»9.