• Τα κάλαντα

    Η συνήθεια των καλάντων είναι γνωστή βέβαια και σ’ ολόκληρο το Πήλιο και κρατιόταν τόσο απ’τα παιδιά όσο κι απ’τους μεγάλους. Ωστόσο ενώ την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα μοιράζονταν τούτο το εθιμικό χρέος άντρες και παιδιά -χωριστά βέβαια η κάθε ηλικία- τα Χριστούγεννα ανήκαν αποκλειστικά στα παιδιά. Κανείς απ’τους μεγάλους δεν είχε το εθιμικό δικαίωμα των καλάντων. Αξιοπαρατήρητο επίσης είναι, πως ενώ τα πρωτοχρονιάτικα και των Φώτων ξεχωρίζουν σε λαϊκά και παπαδικά, όπως συνηθίζονται να λέγονται τα κάλαντα που αναφέρονται μόνο στο γεγονός της γιορτής αγνοώντας το ανθρώπινο στοιχείο, τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα είναι μόνο παπαδικά. Υπομνηματίζουν τη γέννηση του Χρίστου μονάχα. Δυο τέτοιες πηλιορίτικες παραλλαγές έχουμε εδώ:

    1. «Κ’στούεννα πρωτούεννα,
      πρώτη γιορτή τοῦ χρόνου.
      Βγᾶτε, δέτε, μάθετε
      πώς ὁ Χριστός γεννάται.
      Γιννιότι καί βαπτίζιτι
      στού μέλι καί στού γάλα.
      Τό μέλι τρῶν οἱ ἀρχοντες
      καί τά κιριά στούς ἃγιους.
      Κίτ’χρόν’
      »1.
    2. «Χριστούιννα πρωτούιννα,
      πρώτη γιουρτή τοῦ χρόνου,
      ἐβγάτι γιά νά μάθητι
      πώς ἡ Χριστός γιννάτι,
      γιννάτι καί βαφτίζιτι
      στούς οὐρανούς ἀπάνου.
      Στού μέλι ἐγεννήθηκι,
      στού γάλα ἀνατράφη,
      στού μόσχου καί στού λίβανου
      καί στού καλό θυμιάμα.
      Στού σπίτι ἀπ’ τραγούδησα
      πέτρα νά μή ραὐση
      κι ἡ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ
      χίλια χρόνια νά ζήση,
      νά ζήσει χρόνια ἱκατό
      κί Πασχαλιές διακόσιες
      »2.

    Τις παραλλαγές αυτές τις τόνιζαν γυρίζοντας από σπίτι σε σπίτι οι μικροί καλαντιστές την παραμονή των Χριστουγέννων (πρωί ή απόγεμα), αφού όμως πρώτα ζητούσαν την άδεια να τραγουδήσουν3. Ως ανταπόδοση και οι νοικοκυρές πρόσφεραν στα παιδιά διάφορα φαγώσιμα είδη: σύκα, καρύδια, μύγδαλα, κλπ. ή και χρήματα (οι άρχοντες)4.

    Η ίδια συμπεριφορά των παιδιών κι η ίδια ανταπόκριση απ’την πλευρά των σπιτιών εκδηλώνονταν και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς για τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα τώρα, που είταν διπλά: Παπαδικά και λαϊκά. Τα πρώτα κινιόνταν στο γνωστό μοτίβο «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά...» ή (κυρίως στο ανατολικό Πήλιο) «Αϊ - Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει»· τα δεύτερα περιέκλειναν παινέματα για όλα τα μέλη της οικογένειας κι επαναλαμβάνονταν και τα Φώτα. Τα τραγουδούσαν -πιο παλιά όμως- και άντρες, ακόμα και γέροι εδώ κι εκεί5, που έβγαιναν ύστερ’ απ’τα παιδιά, για να συνεχίσουν το χαβά τους και μέσα στη νύχτα6. Κάποιες ομάδες μάλιστα, σύμφωνα με τις παραδόσεις7, έφταναν και σε αγροικίες να μεταφέρουν κι εκεί το χαιρετισμό τους και να γευτούν, όπως το συνήθιζαν σ’ όλες τις επισκέψεις, μεζέδες με τσίπουρο και κρασί. Ένα ανθολόγιο απ’αυτά τα πρωτοχρονιάτικα λαϊκά κάλαντα στο Πήλιο, που ακούγονταν τουλάχιστο στους δυο τελευταίους αιώνες, είναι τούτο8:

    • «Ἄς τόν καλησπερίσουμε καί τοῦτον τόν ἀφέντη.
      Καλησπερίς, ἀφέντη μου, καλησπερίς, ἀφέντη μ’.
      Ἀπόψε ἦρθα στό σπίτι σου, ἦρθα στ’ ἀρχοντικό σου·
      νά μή σοῦ βαροφάνηκε, νά μή σοῦ πέσει βάρος,
      ἔτσι τό φέρνει ὁ καιρός καί τό γυρίζει ὁ χρόνος
      »9
      (Μηλιές).
    •  
    • «Ἀφέντη, ἀφεντούτσικε, πέντε φορές ἀφέντη·
      πέντε κρατοῦν τό μαῦρο σου, πέντε τόν καλλιγώνουν,
      καί ἂλλοι πέντε τόν κρατοῦν,νά καβαλλ’κέψει ό άφέντης.
      Κι ὁ ἀφέντης καβαλλίκεψε στ’ἀστέρι τό μουλάρι·
      ἀστέρ’ εἶχε στη μύτη του, φεγγάρι στό λαιμό του,
      καί πίσω στήν κουβέρτα του τρεῖς φραγκοποῦλες παίζουν.
      Ἡ μία παίζει τόν ταμπουρά, κι ἡ ἂλλη τό λαγοῦτο.
      Ἡ τρίτη ἡ μικρότερη παίζει μέ τόν ἀφέντη.
      Παίζοντας, χορατεύοντας, ἀποκοιμήθ’κε ὁ ἀφέντης.
      Φέρτε νταούλια νά βροντᾶν, ζουρνάδες νά φωνάζουν,
      γιά νά ξυπνήσει ὁ ἀφέντης μας νά λύσει τό μαντήλι.
      Λύσε το, ἀφέντη, λύσε το τ’ ἀργυρομάντηλό σου.
      Ἀν ἔχεις ἂσπρα δός μας τα, φλωριά μην τά λυπάσαι·
      ἀν ἔχεις καί γλυκό κρασί, κέρνα τά παλληκάρια,
      κέρνα τ’, ἀφέντη μ’, κέρνα τα, νά σέ πολυχρονίσουν.
      Νά ζήσεις χρόνους ἑκατό κί πάν’ ἀπό διακόσιους,
      κι ἀπ’ τούς διακόσιους κι ὕστερα ν’ ἀσπρίσεις νά γεράσεις,
      ν’ἀσπρίσεις σάν τόν Ὄλυμπο, σάν τ’ ἂσπρο περιστέρι
      »
      (Μηλιές).

    Σε χωριά του ανατολικού Πηλίου, όπου είχε αναπτυχτεί η ναυτιλία από τον 18ο αιώνα, έλεγαν σχετικό τραγούδι:

    • «Σένα σοῦ πρέπ’ ἀφέντη μου
      καράβια ν’ἀρματώνεις
      καί τά σχοινιά τοῦ καραβιοῦ
      νά τά μαλαματώνεις.
      Σένα σοῦ πρέπ’ ἀφέντη μου
      καρέκλα καρυδένια,
      γιά ν’ ἀκουμπάς τή μέση σου
      τή μαργαριτένια
      »10.
    •  
    • «Πολλά εἴπαμε γιά τόν ἀφέντ’, ἀς ποῦμ’ καί τήν κυρά μας.
      Κυρά μ’, ὅταν στολίζεσαι νά πᾶς στον ἁγιασμά σου,
      βάλε τόνἥλιο πρόσωπο καί τό φεγγάρι ἀσνήθι,
      καί τοῦ κοράκου τό φτερό βάλε καγκελοφρύδι.
      Ὃταν κινήσεις γιά νά πᾶς ’στακός ἀρματωμένος
      παραμεράτ’, ἀρχόντισσες καί σεῖς ἀρχοντοποῦλες.
      Ἐγώ εἶμαι μιά κυρά καλή καί πάω στόν ἁγιασμό μου
      »11
      (Μηλιές).
    •  
    • «Πολλά εἴπαμε γιά τόν ἀφέντ’, ἄς ποῦμ’ καί γιά τήν κόρη.
      Ἔχεις μιά κόρη ὄμορφη ὡσάν τήν περιστέρα,
      προξενητάδες ἔρχονται ἀπό τήν Ἰγγλιτέρα,
      ρωτᾶνε καί ξαναρωτᾶν γιά νάβρουν τέτοια κόρη,
      στό δαχτυλίδι νά διαβεῖ, στή βέργα νά περάσει,
      ἀπάν’ σέ δίκοπο σπαθί νά διπλωθεῖ νά κάτσει.
      Γυρεύν’ ἀμπέλια ἀτρύγητα μ’ ὅλους τούς τρυγητάδες,
      γυρεύν’ χωράφια ἀθέριστα μ’ ὅλους τούς θεριστάδες,
      γυρεύουν καί τή θάλασσα μέ ὅλα τά καράβια,
      γυρεύουν καί τόν κυρ-βοριά νά τά καλαρμενίζει
      »
      (Μηλιές).
    •  
    • «Κίνησε ὁ νιός ὁ νιούτσικος νά πάει νά συβάσει (=αρραβωνιαστεί).
      Στό δρόμο ὅπου πήγαινε, στή στράτα πού πηγαίνει
      βρῆκε παιδιά πού παίζανε καί ρίχναν τό λιθάρι.
      Ξεπέζεψε κι ὁ νιούτσικος νά ρίξει τό λιθάρι,
      κόπηκε ἡ φούντα τέσσερα καί τό γαϊτάνι πέντε.
      Τρέχει ἡ μάννα κι ἀδερφή, πηγαίνει κι ἡ ξαδέρφη,
      τή φούντα του νά δέσουνε, νά δέσουν τό γαϊτάνι.
      Στούς οὐρανούς τό ἔδιαζαν, στούς κάμπους τό ὑφαῖναν,
      στή μέση ἀπό τή θάλασσα καθόνταν καί τό πλέγαν.
      - Τ’ἀκοῦς ἐσύ βρέ νιούτσικε, τί σ’ ἔστειλε ἡ νύφη;
      Νά πᾶς νά πάρεις τό φιλί, μή βρέξει καί χιονίσει.
      - Ἐγώ σά βρέξει χαίρομαι, στά χιόνια καμαρώνω·
      ἄς εἶν’ καλά ὁ μαῦρος μου ὄπου θά μέ περάσει
      »
      (Μηλιές).
    •  
    • «Πολλά εἴπαμε γιά τόν ὐγιό, ἀς ποῦμε καί τή νύφη.
      Νιά κρητικιά μου λεμονιά, καί ποῦ νά σέ φυτέψω;
      Νά σέ φυτέψω στό βουνό, φοβοῦμ’ ἁπό τούς κλέφτες·
      νά σέ φυτέψω στό γιαλό, φοβοῦμ’ ἀπ’τά καράβια·
      νά σέ φυτέψω στό κλουβί, δεξιά στό παραθύρι,
      νά σέ ποτίζω κρυό νερό χειμώνα – καλοκαίρι,
      τό καλοκαίρι γιά δροσιά, τό χ’ μώνα γιά τή ζέστη
      ».
    •  
    • «Πολλά εἴπαμε γιά τόν ὐγιό, ἂς ποῦμ’ καί τό μωρό μας.
      Χρυσό καντήλι κρέμεται στόν οὐρανό ἀπάνω,
      δίχως ἁλ’ σίδα κρέμεται, δίχως ἀέρα κ’νιέται,
      δίχως λαμπάδα καί κερί φέγγει τόν κόσμο ὄλο,
      φέγγει καί τήν ἀρχόντισσα, πού στρώνει καί κοιμᾶται,
      μέ τόν ἀφέντη της μαζί σ’ ὁλόχρυσο κρεββάτι
      »
      (Μηλιές)..
    1. Πρόκειται για την πιο παλιά γνωστή δημοσίευση χριστουγεννιάτικων καλάντων (βλ. εφημ. «Η Θεσσαλία» 25 Δεκεμβρίου 1908. Πρβλ. και Βαγγέλη Σκουβαρά, Πηλιορείτικα Β', όπ.π., σελ. 76).
    2. Κώστα Π. Καρυδάκη, Πηλιορείτικη Λαογραφία, όπ.π., σελ. 23.
    3. Η καθιερωμένη επίκληση είταν: «Τ’χειά (=θειά) να τραγ’δήσου;» (νότιο Πήλιο), «ού, θείτσα, να τραγ’δήσουμι;» (ανατολικό Πήλιο). Εξυπακούεται πως σε σπίτι που πενθούσε, δεν ζύγωναν.
    4. Τα δώρα τα έλεγαν «φ’λιές» (Κώστα Π. Καρυδάκη, Πηλιορείτικη Λαογραφία, όπ.π., σελ. 23) (από το ρήμα φιλεύω) ή «θ'λιές» στο νότιο Πήλιο (από την ανέκδοτη μελέτη μου «Η Λαϊκή Λατρεία του Προμιριού», όπ.π.). Δώρα επίσης (εδώ όμως χρήματα) έπαιρναν τ’ αγόρια της Ζαγοράς στη διάρκεια της χριστουγεννιάτικης λειτουργίας. Μόλις δηλαδή ο ψάλτης διάβαζε απ’ τους ιαμβικούς Ειρμούς των Καταβασιών "η προαίρεσις δίδου”, άρπαχναν δίσκο απ’ το παγκάρι και μάζευαν χρήματα από το εκκλησίασμα. Τα πήγαιναν στους επιτρόπους κι αυτοί τα έδιναν από ένα νόμισμα. (Από προσωπική έρευνα. Δεν μπόρεσα ωστόσο να βρω τη χρονική αρχή της συνήθειας. Πιθανό να την καθιέρωσε ο Ζαγοριανός Πατριάρχης Καλλίνικος στα 1762 -1791, που έζησε στη Ζαγορά).
    5. Βαγγέλη Σκουβαρά, Πηλιορείτικα Β', όπ.π., σελ. 78.
    6. «Δέ θέλει ρώτημα -γράφει ο Βαγγέλης Σκουβαράς (Πηλιορείτικα Α', όπ. π., σελ. 78)-, πώς ὅλη αὐτή ἡ ἐθιμοταξία τῶν καλάντων κλιμακωνόταν μέχρι ἀργά τή νύχτα σέ μιά ξεφαντωτική ἐκδήλωση, ἀφοῦ τό κρασί καί τό τσίπουρο ἀπό πόρτα σέ πόρτα σπίθιζε στις κανάτες καί πιπέριζε στά λαρύγγια, μέ χορατά καί εὐτραπελία, σέ μιά ἀτμόσφαιρα χαρᾶς καί κεφιοῦ». Παραλλαγή πρωτοχρονιάτικων καλάντων της Ζαγοράς και της περιοχής Τσαγκαράδας, βλ. αντίστοιχα Χαράλ. Χαρίτου, Πρωτοχρονιάτικα Έθιμα της Ζαγοράς, εφημ. «Η Θεσσαλία» 1 Ιανουάριου 1978 και Κώστα Π. Καρυδάκη, Πηλιορείτικη Λαογραφία, όπ.π., σελ. 24-25.
    7. Οι ίδιες παραδόσεις, λένε πως οι άντρες καλαντιστές την Πρωτοχρονιά, όπως και τα Φώτα, τραγουδούσαν στα σπίτια χωρίς να ζητήσουν την άδεια του σπιτικού.
    8. Βαγγέλη Σκουβαρά, Πηλιορείτικα Α', όπ.π., σελ. 196, 197-200, 202.
    9. Το ίδιο τραγούδι, με μια-δυο λεκτικές διαφορές, κυκλοφορούσε και στο βόρειο Πήλιο (Βαγγέλη Σκουβαρά, Πηλιορείτικα Β', όπ.π., σελ. 77).
    10. Κώστα Π. Καρυδάκη, Πηλιορείτικη Λαογραφία, όπ.π., σελ. 25.
    11. Στο βόρειο Πήλιο τραγουδιόταν αυτή η παραλλαγή για τη νοικοκυρά:
      • «Κυρά μ’ ὅταν στολίζεσαι στόν ἁγιασμό νά πάνης,
        βάνεις τόν ἥλιο πρόσωπο καί τό φεγγάρι ἀστήθι,
        τόν ἄμμο τό θαλασσινό βάνεις φλουριά στά στήθια,
        τό πρῶτο τ’ ἂστρο τ’οὐρανοῦ τό βάνεις δαχτυλίδι.
        Κάλλια λάμπει ὁ δάχτυλος πέρια τό δαχτυλίδι»
      (Βαγγέλη Σκουβαρά, Πηλιορείτικα Β', όπ.π., σελ. 82).