Το έθιμο των χειμωνιάτικων καρναβαλιών κυριαρχούσε μονάχα στο βόρειο Πήλιο, στα χωριά Βένετο, Κεραμίδι, Κανάλια και Κερασιά, αλλά δεν είναι γνωστή ούτε η πρωταρχή του ούτε ο τρόπος της μεταφύτευσής του. Πιθανό να μεταφέρθηκε εκεί απ’ τη γειτονική πολίχνη του Βελεστίνου, όπου από τα χρόνια της πρώιμης Τουρκοκρατίας ακόμα1 συνεχίζεται το έθιμο με υποτονική όμως μορφή στις μέρες μας. Ωστόσο δεν γενικεύτηκε στο Πήλιο για άγνωστους λόγους, παρόλη τη στενή επικοινωνία των Πηλιοριτών μεταξύ τους τόσο στον οικονομικό τομέα όσο και στο πολιτιστικό επίπεδο.
Ο θίασος των μασκαρεμένων -λεγόταν και «μπουλούκι»- αποτελούνταν από το «γαμπρό», τη «νύφη», το «γιατρό» και τους «αράπηδες». Οι τελευταίοι φορούσαν φουστανέλα με φέσι και προσωπίδα και κρατούσαν σπαθιά στα χέρια. Όλοι τους κρεμούσαν στη μέση τους τα πιο μεγάλα κουδούνια, κι έτσι λυγάμενοι και κουνάμενοι έπαιρναν σβάρνα τα σπίτια, αξημέρωτα των Φώτων ακόμα, ξεσηκώνοντας τους χωρικούς με τον αχό των κουδουνιών και τα τραγούδια τους. Κάποτε έπαιρναν και τα όργανα μαζί τους (πίπιζα και νταούλι), και γινόταν μεγάλος σαματάς. Θορυβούσαν -έλεγαν- για να διώξουν τα καλικαντζούρια, γιατί παρόλες τις αποτρεπτικές ευχές της εκκλησίας την ημέρα του Σταυρού, μπορούσε να μείνει κανένας κουτσός ή κουφός καλικάντζαρος στο χωριό. Τώρα με τους δαιμονιώδεις θορύβους θα έφευγαν όλοι -έτσι πίστευαν.
Συχνά οι «αράπηδες» προβαίνανε και σε εικονική πάλη μεταξύ τους, διεκδικώντας τη «νύφη». Η τελευταία, πάνω στη φασαρία, έπεφτε ξαφνικά κάτω, δήθεν ότι σκοτώθηκε απ’ τους «αράπηδες». Σίμωνε τότε, σοβαρός-σοβαρός, ο «γιατρός» και της έβαζε κάποιο ψευτοφάρμακο στο στόμα. Στη στιγμή η «νύφη» «ανασταινόταν» και σηκωνόταν όρθια, αρχίζοντας να χορεύει πρώτη μ’όλους τους μασκαρεμένους το κατόπι2.
Αλλά η μεγαλύτερη φασαρία γινόταν όταν συναντιόνταν στο δρόμο δυο μπουλούκια. Ο μεγαλύτερος τότε «αράπης» ορμούσε απάνω στον μικρότερο, για να επακολουθήσει πάλη. Όποιος νικούσε, υποχρέωνε τον νικημένο με όλους τους συντρόφους του, να περάσει κάτω απ’το σπαθί του, που το κρατούσε πολύ χαμηλά συνήθως, για να δυσκολεύεται το πέρασμα των νικημένων.
Άμα όμως ένας «αράπης» είταν πολύ μικρότερος στην ηλικία από τον άλλον, δεν επακολουθούσε μάχη. Δεχόταν ο ίδιος με την ομάδα του να περάσει κάτω απ’το σπαθί του αντιπάλου του.
Στο δρόμο εξάλλου, άμα συναντούσαν άντρα, δεν τον άφηναν να προχωρήσει. Πήγαιναν μπροστά του ο «αράπης» αρχηγός με τη «νύφη» και του τραγουδούσαν, υποχρεώνοντάς τον να προσφέρει στη «νύφη» χρήματα, που ενώ τα έπαιρνε, του φιλούσε το χέρι.
Σε κάθε αυλή σπιτιού το μπουλούκι σταματούσε κι έστηνε έναν άγριο χορό, χτυπώντας τα κουδούνια και τραγουδώντας τραγούδια επαινετικά των μελών της φαμίλιας. Πρώτα βέβαια «τραγουδούσαν» τον αφέντη του σπιτιού κι αναφέρονταν στη μεγάλη γιορτή.
Έλεγαν δηλαδή3:
- «Χρόνους πολλούς, ἀφέντη μου, νά μήν τό πάρεις βάρος,
γιατί τό φέρνει ὁ καιρός καί τό γυρίζ’ ὁ χρόνος.
Σήμερα τά Φῶτα καί φωτισμός
καί χαρές μεγάλες στον Κύργιο μας,
καί τόν Κυργιδρόμου4 τόν ποταμό,
γιά νά ρίξει δρόσο δροσιάν’ ἡ γῆ,
νά δροστοῦν οἱ βρύσις καί τά νερά,
νά δροστεῖ κι ἀφέντης μέ τήν κυρά».
Για τον παπά τόνιζαν το τραγούδι:
- «Σήκω ἀπάνω, δέσποτα, καί μή βαριά κοιμῶσι,
τά μοναστήρια βάρεσαν καί ἐκκλησιές διαβάζουν
καί τά μικρά πιδόπουλα λέγουν τό Κύργια ’λέησον».
Για τον γραμματιζούμενο τραγουδούσαν:
- «Γραμματικέ, γραμματικέ, χαρτί κι ἀναγνώστη,
τά γράμματ’ εἶνι στό χαρτί κι ὁ νοῦς σου παραπέρα,
πέρα σέ κεῖνες τ’ς ἔμορφες, πέρα στις μαυρομάτες,
πόχουν τά μάτια σάν ἰλιά, τά φρύδγια σά γαϊτάνι,
’πό χρόν’ (=από χρόνου)».
Για τον αρραβωνιασμένο είχαν άλλο τραγούδι:
- «Παλικαράκι μ’ὄμορφο μέ τό πλατύ ζουνάρι,
πότε θά κάμεις τή χαρά, πότε θά κάμεις γάμο;
- Τό Μάη θά κάνω τή χαρά, τό Μάη θά κάνω γάμο,
τό Μάη μέ τά τριαντάφυλλα, τό Μάη μέ τά λουλούδια».
Αλλά και την αρραβωνιασμένη εγκωμίαζαν:
- «Μαρή ψηλή, μαρή λυγνή, μαρή καγκελοφρύδου,
τό μαντηλάκι πού κεντᾶς, γρήγορα νά τό σώσεις,
Συβαστικός5 παράγγειλε ἐχτές τό βράδι βράδι,
νά βάλεις λύτρα μάλαμα καί δύο λίτρες ἀσήμι·
λύτρα νά βάλει ἡ μάνα του, λύτρα καί ἡ ἀδερφή του,
λύτρα κι ἡ ἀξαδέρφη του, νά σώσεις τό μαντήλι».
Δεν ξεχνούσαν ωστόσο και το μικρό παιδί:
- «Ἕνα μικρό μικρούτσικο, μικρό καί χαϊδεμένο,
μικρό τό εἶχ’ ἡ μάνα του, μικρό καί ὁ μπαμπάς του·
στά σύννεφα τό ἔκρυβαν, νά μήν τό κάψει ὁ ἤλιος,
καί σκόρπισαν τά σύννεφα καί τούειδε ὁ κόσμος οὗλος,
τούειδε κι ἕνας πραματευτής, ’χάσε τήν πραματιά του,
’χάσε καί τό παιδάκι του μέ τό λουρί ζουσμένο
’πό χρόν’ (=από χρόνου)».
Δεν ξεχνούσαν ακόμα και το μικρό κορίτσι:
- «Μηλιά, μηλιά, φραγκομηλιά, σιαποῦ6 νά σί φυτέψου;
νά σί φυτέψου στό γιαλό, φουβόμ’ ἀπό τό κῦμα,
νά σί φυτέψου στό βουνό, φουβόμ’ ἀπό τούς κλέφτις,
νά σί φυτέψου στού μπαχτσέ, φουβόμ’ ἀπ’τούς γειτόνους».
Σειρά ύστερα στην τιμητική αναφορά είχαν διάφοροι παράγοντες της οικονομικής δραστηριότητας της περιοχής, όπως ο τσομπάνος, ο γεωργός, ο καφετζής, ο έμπορος, ο αγωγιάτης και ο καπετάνιος. Παρακολουθούμε λοιπόν τέτοια παινέματα:
Στον τσομπάνο:
- «Μέσα σέ τούτη τήν αὐλή, τή μαρμαροχτισμένη,
ἐδῶ ’χουν χίλια πρόβατα καί δγιό χιλιάδες γίδια·
σάν τό μυρμῆγκι πιρπατοῦν, σάν τό μελίσσι βάζουν·
κι’ αὐτά τά λιανοκάτσικα λογαριασμό δέν ἔχουν».
Στο γεωργό:
- «Ζευγάρι, μυλοζεύγαρο, χρυσό μαλαματένιο,
τά μαύρα βόδγια στό ζυγό, τά τρίγωνα7 στ’ἀλέτρι,
κι αὐτα τα κατατρίγωνα8 εἰς τό βαθύ τ ’ἁλώνι
νά κάμουν τάλες9 ἑκατό, βιδούργια τρεῖς χιλιάδες».
Στον καφετζή:
- «Ἀφέντη μ’ στήν ταβέρνα σου χρυσῆ καντῆλα φέγγει,
φέγγει καί σέν’, ἀφέντη μου, φέγγει καί τήν κυρά σου,
κι ἀπό τά παραθύρια σου φέγγει τή γειτονιά σου.
’πό χρόν’ (=από χρόνου)».
Στον έμπορο:
- «Σένα σί πρέπει, ἀφέντη μου, στῆς Πόλης τ’ἀργαστήρια
νά κοσκινίζης τά φλωργιά, νά διρμονίζης10 τ’ἂσπρα·
κι αὐτά τά κοσκινίσματα κέρνα τά παλληκάργια,
πόρχοντ’ ἀπό τό Καρπενῆσ’ καί λέν γιά τήν ὑγειά σου,
γιά τήν ὑγειά σου, ἀφέντη μου, γιά τήν καληχρονιά σου».
Στον αγωγιάτη:
- «Ἀφέντη μ’, ἀφεντούτσικε, πέντι φορές ἀφέντη,
πέντι κρατοῦν τό μαῦρο σου, γιά νά τόν καλιγώσουν,
κι’ ἂλλοι πέντι παρακαλοῦν νά καβαλκέψη ἀφέντης·
κι’ ἀφέντης καβαλλίκιψι σ’ ἀστερινό μουλάρι».
Στον ξενιτεμένο:
- «Ξενιτιμένου μου πουλί καί παραπονιμένο,
ἡ ξενιτχιά σί χαίρεται κι’ ἡ μάννα σου σί κλαίει·
Ἔ λα πουλλί μ’, στόν τόπο σου, ἔλα στ’ἀρχοντικό σου.
- Ἀκόμα μία ἂνοιξη κί ἕνα καλοκαίρι».
Στο νέο, που πρόκειται ν’αρραβωνιαστεί:
- «Σάν κίνησι ὁ νιούτσικους νά πάη ν’ἀρριβωνιάση,
στό δρόμου ἀπό πάαινε, στό δρόμο πού πααίνει,
βρίσκει παιδιά νά παίζουνι, νά ρίχνουν τό λιθάρι·
παίρνει κι’ αὐτός ὁ νιούτσικος νά ρίξη στό λιθάρι·
κόβει τή φοῦντα τέσσιρα καί τό γαϊτάνι πέντι.
’πό χρόν’ (= από χρόνου)».
Στον καραβοκύρη:
- «Σένα σί πρέπει, ἀφέντη μου, καράβι ν’ἀρματώσης,
στην πλώρη νά βάλης μάλαμα, στην πρύμνη τό ἀσῆμι,
καί μέσ’ στη μέση τοῦ καραβγιοῦ καρέκλα καρυδένια,
γιά νά ’κουμπάη ἡ μέση σου ἡ μαργαριταρένια!
’πό χρόν’ (= από χρόνου)».
Τέλος στα σπίτια, που δεν δέχονταν τους μασκαρεμένους, διατύπωναν τραγουδιστά την κατάρα:
- «Κυρά μου, τό σπιτάκι σου γιουμᾶτο καλλιακούδια,
τά μσά κλωσσοῦν, τά μσά γεννοῦν,
τά μσά σί βγάλν’ τά μάτχια!...»11
Τα επαινετικά τραγούδια («παινέματα» τα λέγανε) εξαγοράζονταν κατά κάποιο τρόπο από τους σπιτικούς που τ’ άκουγαν, με διάφορες προσφορές, όπως ψωμί, τυρί, βούτυρο, κρέας, κρασί, σιτάρι και χρήματα. Τα τελευταία τα παράδιναν στην εκκλησία -τη μητρόπολη- του χωριού ή τα διέθεταν κι αγόραζαν κάποιο σκεύος, απαραίτητο για τις λειτουργικές της ανάγκες.
Τέλος με τα τρόφιμα που συγκέντρωναν, οργάνωναν το βράδι πλούσιο φαγητό σε κάποιο σπίτι. Έτρωγαν, έπιναν και χόρευαν όλη τη νύχτα μέσα σε κύματα ενθουσιασμού και αμοιβαίας αγάπης.
Άντρες επίσης, αμασκάρευτοι όμως, έβγαιναν το βράδι και τραγουδούσαν σ’ όλα τα χωριά με τη συνοδεία λαλούμενων. Επισκέφτονταν τα σπίτια (όσα δεν πενθούσαν) και τόνιζαν σε διάφορες παραλλαγές τα παραπάνω κάλαντα, που γνωρίσαμε. Εκείνη τη νύχτα τα χωριά είταν αναστατωμένα, γιατί όλοι περίμεναν τις ομάδες των καλαντιστών12 κι ύστερα να κοιμηθούν. Τραγουδούσαν κι έπαιζαν λοιπόν κι έπαιρναν δώρα, όπως και την Πρωτοχρονιά: Κρασί, σύκα, καρύδια, γρόσια κττ.13.
Ένα εντυπωσιακό δείγμα πηλιορίτικων καλάντων των Φώτων, παπαδίστικων και λαϊκών, δημοσιεύτηκε το 1902 (6 Ιανουάριου) στην παλιά εφημερίδα του Βόλου «Τύπος»,14 όπως αποθησαυρίστηκαν στη Δράκια. Μεταφέρω εδώ αυτούς τους ασυνήθιστους στίχους:
- «Σήμερα ’ν’ τά Φῶτα
καί φωτισμός
ἂρχοντας στον κόσμον
καί στολισμός,
ό Χριστός μας ἔρχεται μέ σκοπό
εἰς τόν Ἰορδάνη τόν ποταμό,
γιά νά λάβη βάπτισμα δουλικό
ζωής ἀθανάτου παρεκτικό.
Ὁ Χριστός τόν Πρόδρομον μιλεῖ
ἔλα Ιωάννη, παρακαλεῖ.
Ἔλα μπρός μέ θάρρος
καί θάρρεψε,
τήν ἁγίαν χεῖρα σου ἅπλωσε,
ἅπλωσε καί βάπτισε
τόν Χριστόν
τόν Ἃγιον Πλάστην
ὅλων Θεόν.
Παρευθύς ἀνοίγει ὁ οὐρανός
κι’ ὁ Θεός ἐφάνη τριαδικός
καί φωνή ἠκούσθη ἐκ τοῦ Πατρός·
Οὗτος εἶν’ ὁ υἱός μου ἀγαπητός.
Καί τό πνεῦμα ἔρχεται καθαρόν
ὡσάν περιστέρι πολύ λαμπρόν.
Πλούσιοι καί ἂρχοντες
καί πτωχοί
δώσετέ μας δῶρα
ἀπ’τό πουγγί·
δώσετέ μας δῶρα
καί ἐκλεκτά
ὅπου σᾶς μιλοῦμεν
τά Θεϊκά
ἔργα τοῦ Χριστοῦ μας
τά θαυμαστά.
Γιά νά σας χαρίζει
χρόνους πολλούς,
εὐτυχεῖς, χαρούμενους
καί καλούς».
- «Ἀφέντη μ’, ἀφεντούτσικε, πέντε φορές Ἀφέντη,
πέντε κρατοῦνε τ’ ἂλογο, δέκα τό καλιγώνουν,
καί χίλιοι παραστέκονται, Ἀφέντη καβαλίκα,
βάνουν ’σημένια πέταλα, καρφιά μαλαματένια,
καί χαλινάρια ’λόχρυσα, ζυγγιά μέ τά σπιρούνια.
Ἀφέντης καβαλίκευσε, ἀστέρ’ εἶν’ τ’ ἂλογό του,
μπροστά στην μπροστελίνα του, ὁ ἥλιος ἀνατέλλει
καί πίσω στήν κοβέρτα του πάει καί βασιλεύει
κι’ ἀπάνω στά λουράκια του τρεῖς ὀμορφοῦλες παίζουν.
Ἡ μία παίζ’ τόν ταμπουρά, κι’ ἡ ἂλλη τό ντεφούσι
κι’ ἡ τρίτη ἡ καλύτερη παίζει μέ τόν Ἀφέντη.
Παίζοντας, χορατεύοντας ἀποκοιμήθ’ Ἀφέντης!
Σήκω ἀπάν’ Ἀφέντη μας καί μή βαρυκοιμᾶσαι,
κι’ ἂν ἔχεις ἂσπρα δός μας τά, φλωριά μή τά λυπᾶσαι,
κι’ ἀπ’ τά πολλά μισόφλωρα κέρνα τά παλικάρια·
κέρνα τ’, ἀφέντη μ’, κέρνα τα, νά σέ χρονοσπολλήσουν,
νά ζήσης χρόνους ἑκατό καί νά τούς διαπεράσης
κι’ ἀπ’ τους διακόσιους κι’ ὒστερα ν’ ἀσπρίσης, νά γεράσης.
Ν’ ἀσπρίσης σάν τόν Ὄλυμπο, σάν τ’ ἂσπρο περιστέρι
κατάλευκος νά περπατῆς μ’ ἕνα ραβδί στό χέρι.
Κι’ ὅσα πουλιά ἔχ’ ἡ Μπαρπαριά κι’ ἡ Πόλη παραθύρια
τόσα φιλά ποκάμισα νά ζήσης νά χαλάσης».
- «Μέσα σέ τοῦτες τις αὐλές τις μαρμαροχτισμένες
ἐδῶ ’ναι ἕνας Πίτροπος κι’ ἕνας βαρύς Ἀφέντης.
Πίτροπε, πρωτοπίτροπε καί πρωτοτιμημένε,
πρῶτα σέ τίμησ’ ὁ Θεός καί δεύτερο ὁ κόσμος.
Σήκω ἀπάνω Πίτροπε, καί μή βαρυκοιμᾶσαι,
ἀκοῦς καμπάνες νά βαροῦν; ἐσένα προσκαλοῦνε.
Σήκω καί πάρε τά κλειδιά νά πᾶς στήν ἐκκλησιά
γιά νά μεράσης τά κηριά, ν’ ἀνοίξης τό παγγάρι,
νά μάσης ἀργυρά φλωριά, νά λάμψ’ ἡ ἐκκλησιά,
νά κάν’ς μανάλια ’λόχρυσα, κοντύλια καί φελόνια,
καί ψάλτες μ’ ἀηδονολαλιά νά ψάλλουν παρρησία.
Πάρτε ψαλτάδες τά χαρτιά, παπάδες τά φελόνια,
κι’ ὁ Πίτροπός μας κόπιασε ὁ πρωτοτιμημένος.
Νά ζήσης χρόνια καί καιρό, ν’ ἀσπρίσης νά γεράσης.
Μέ τή μεγάλη σου καρδιά ἐλθέ νά μᾶς κεράσης».
- «Ἀετός πέρδικα ἂδραξε ἀπάνω στά φτερά του,
κι’ ἡ πέρδικά του πρόσβαρη καί λύγισ’ ἡ φτερούδα.
Λύτρα χρυσάφι βάνω ’γώ, λύτρα κι’ ἡ ἀδερφή του,
λύτρα κι’ ἡ ἀξαδέρφη του νά πλέξουν τή φτερούδα.
Στόν οὐρανό τήν ἴδίαζαν, στό πέλαγο τήν πλέγαν,
στοῦ Μεσιργιοῦ τό πέλαγος τήν πλέγαν, τήν ξεπλέγαν.
Χρυσό μαντήλι κένταγε γιά τό συβαστικό της,
μέ δάκρυα πιάννει τις κλωστές, μέ δάκρυα βελονιάζει.
- Σέ τίνος χέρια θά σέ ἰδῶ γιά νά σέ καμαρώσω;
- Σέ τίνος χέρια θά μέ ἰδῆς παρά εἰς τά δικά μου.
Θέ μου μεγαλοδύναμε, δέν τά μεράζεις δίκηα·
στούς πλούσιους δίνεις τό φλωρί καί στούς φτωχούς τ’ ἀσήμι,
καί στούς ὁλοφτωχότερους μεράδι δέν ἀφήνεις!»
- «Ἀνδρογυνάκι δροσερό καί νειοστεφανωμένο,
ὅλ’ ἡ ζωή σας μέ χαρά στά γήρατα νά φθάση.
Ἀπ’ τήν ἀγάπη τήν πολλή ὁ νειός τήνε κυττάζει,
μέ πόθο τήν γλυκοφιλεῖ, γλυκά τήν κουβεντιάζει.
- Κόρη μ’, δέν εἶσαι ρόδινη· κόρη μ’, δέν εἶσαι ἂσπρη.
- Ἄν θέλης νάμαι ρόδινη, ἂν θέλης νάμαι ἂσπρη,
πᾶμε σ’ν Ἀνδριανούπολη, πᾶμε στή Σαλονίκη,
ἐκεῖ νά σεργιανίσωμε νά μ’ ἔλθη ἡ θωργιά μου.
Στή μέση βάνουν τόν Χριστό, στήν ἂκρη τό Εὐαγγέλιο
καί στή δεξιά τηνέ μεριά βάνουν τόν Ἁϊγιάννη.
Βόηθα ἁϊ Γιάννη, βόηθα τους τούς νειούς πού τραγουδοῦμε
νά ζήσουν χρόνους ἂπειρους, προσάγγονα νά ίδοῦνε·
καί τά καλά στή ζήση τους ὅλα νά τ’ ἀποκτήσουν».
- «Ξένος πού ’ναι στην ξενητιά, ξένος πού ’ναι στά ξένα,
ξένοι πλένουν τά ροῦχα του, ξένοι τά σκαμματίζουν.
Τά πλένουν μιά, τά πλένουν δυό κι’ ἔπειτα τόνε λένε:
- Πάρε ξένε μ’, τά ροῦχα σου, πάρ’ τά φορέματά σου,
- καί σύρε στην πατρίδα σου, στά πατρογονικά σου.
Νά σέ παντρέψ’ ἡ μάνα σου, νά χαίρωντ’ οἱ δικοί σου,
νά χαίρωνται κι’ οἱ φίλοι σου κι’ ὅλοι οἱ συγγενεῖς σου.
Νά τος, νά τος ἀπ’ ἔρχεται στόν κάμπο καβαλλάρης,
μέ τό βαρβάτο τ’ ἂλογο, μέ τή χρυσή τή σέλα.
Φέρνει τά γρόσια στά σακκιά καί τά φλωριά στ’ ἁμάξι,
φέρνει κι’ αὐτή τή Λιγυρή διαμάντι δαχτυλίδι.
Τό δαχτυλίδι νά διαβῆ ξόβεργα νά περάση
καί στό σπαθί τό δαμασκί, νά διπλωθῆ νά κάτση».
Χρέος στην προσφορά των τραγουδιών τα Φώτα είχαν και τα παιδαρέλια. Νωρίς όμως αυτά ή απ’ το πρωί, όπως στα μέρη της Ζαγοράς, για να μην τα βρίσκει η νύχτα. Έχουμε μάλιστα κι ένα στιχούργημα του Ζαγοριανού Πατριάρχη Καλλίνικου, βεβαιωτικό της συνήθειας των καλάντων στη Ζαγορά του 1770 τόσο απ’ τα παιδιά όσο κι απ’ τους μεγάλους. Το στιχούργημα αποτελεί γενικότερα έναν καθρέφτη της εθιμικής διαδικασίας και της αμοιβαιότητας των Ζαγοριανών, επεκτατικά και των άλλων Πηλιοριτών, την ημέρα των Φώτων15:
- «Σήμερον τά Φῶτα κι ὁ φωτισμός
καί χαρές μεγάλες στούς ἂρχοντας,
ὅπου ἔχουν κρέατα καί πουλιά,
κόττες, χῆνες, γλυκά κρασιά.
Σήμερον οἱ παῖδες ἀπ’ το πουρνό
μέ χαράν μεγάλην ἀρχίζουσι,
γιά νά τραγωδοῦσι τόν φωτισμόν
μέ τό κοφινάκι καί τό ραβδί16.
Σήμερον παπάδες καί μοναχοί,
μέ τήν φωτιστῆρα καί τόν σταυρόν,
τρέχουν, ἀνεβαίνουν στ’ ἀρχοντικά,
διά τήν κουλούρα καί τόν παρᾶ.
Σήμερον τό βράδι μέ τά βιολιά,
βγαίνουν οἱ μεγάλοι στό μαχαλά.
Τραγωδοῦν καί παίζουν στ’ ἀρχοντικά,
γιά νά τούς κεράσουν κρασιά, ρακιά,
καί νά ρίξουν τίποτε στά βιολιά.
Σήμερον γυναῖκες, ἂνδρες, παιδιά,
τρέχουν καί πηγαίνουν στην ἐκκλησιά,
ἂλλοι γιά νά δείξουν τόν στολισμόν,
κι ἂλλοι γιά νά πάρουν τόν ἀγιασμόν.
Καί τοῦ χρόνου καί τοῦ χρόνου
τ’ ἂσπρο (=τή δραχμή) δός το μένα μόνου,
τ’ ἂλλον δός του καρυδάκια,
μῆλα, σῦκα καί ροϊδάκια».
Τι ακριβώς τραγουδούσαν οι μικροί καλαντιστές στο Πήλιο κάθε Φώτα δεν το ξέρουμε, αφού λείπουν οι γραφτές πηγές.
Σύμφωνα όμως με τις παραδόσεις, τόνιζαν κι αυτοί τα ίδια τα κάλαντα των μεγάλων, παπαδικά και λαϊκά, παίρνοντας στο τέλος τα διάφορα φιλέματα.