Η αποκριά1 στο Πήλιο δεν είταν μια ευκαιρία μόνο για ξέφρενες χορευτικές εκδηλώσεις αλλά και για αναθέρμανση σχέσεων μεταξύ συγγενικών οικογενειών και φίλων μέσ’ από κοινά οικογενειακά γλέντια και ξεφαντώματα. Μιλώ για την τελευταία βέβαια αποκριά, γιατί η πρώτη περνούσε σε συνηθισμένα πλαίσια και με λιγοστές μεταμφιέσεις, κυρίως απ’ την πλευρά των παιδιών. Αυτή την Κυριακή είχε περισσότερα δικαιώματα στο μασκάρεμά της η λιανομαρίδα. Την επόμενη ο... λόγος δινόταν στους άντρες.
Από την ώρα λοιπόν που θα τελείωνε η εκκλησία, άρχιζε το μεγάλο ραβαΐσι σ’ όλα τα χωριά του Πηλίου. Μπουλούκια μασκαρεμένων2 από διάφορες γειτονιές ξεχύνονταν στους δρόμους, χαχανίζοντας και πηδώντας. Περνούσαν και από όποια σπίτια ήθελαν και κερνιόνταν τσίπουρο ή κρασί με μεζέδες. Παντού έβγαιναν οι χωρικοί και τους αποθέωναν, εξόν απ’ τα μικρά παιδιά που τους έτρεμαν, γιατί είχαν άγρια θωριά και πολλοί απ’ αυτούς τα φοβέριζαν.
Σπουδαίο κοινωνικό γεγονός σ’ ορισμένα χωριά (Κερασιά, Κανάλια, Βένετο, Μακρινίτσα και Συκή) είταν και η εκδήλωση του «αφανού» το βράδι της Κυριακής. Σ’ ένα ξέφωτο άναβαν μεγάλη φωτιά με τα μαζεμένα (επίτηδες) από μέρες κλαδιά, αφού πρώτα συγκεντρώνονταν όλοι σχεδόν οι κάτοικοι, μασκαρεμένοι ή όχι3. Γύρω απ’ τη φωτιά έστηναν χορό κι έκαναν αστεία κι αλληλοπειράζονταν. Χορεύοντας έλεγαν και τούτο το τραγούδι:
Αλλά η μεγάλη χαρά των Πηλιοριτών και η βαθύτερή τους ικανοποίηση κυριαρχούσαν το βράδι. Μόλις έπεφτε δηλαδή το σκοτάδι συγκεντρώνονταν φίλοι και συγγενείς σε προκαθορισμένα απ’ την ημέρα σπίτια, έχοντας μαζί τους πλούσια φαγητά, πίτες και κρασιά. «Πάμι ν’ἀπουκρέψουμι» έλεγαν5. Κανείς δεν έμεινε μόνος του στο σπίτι εκείνη τη νύχτα, εφόσον δεν είχε πένθος. Αλλά και καμιά οικογένεια δεν «απόκρευε» στο καλύβι της. Όλοι οι εξοχίτες έπρεπε να συγκεντρωθούν στο χωριό τους απ’ την παραμονή ή την προπαραμονή ακόμα, για να χαρούν αντάμα τις ώρες της τελευταίας αποκριάς.
Στο μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού έστρωναν κάτω την τάβλα, κι άπλωναν τα φαγητά και τα κρασιά, ενώ αυτοί κάθονταν διπλοπόδι πάνω σε μαξιλάρες συνήθως. Έτσι έτρωγαν κι έπιναν όλοι μαζί μέσα σε ζωηρό και ασταμάτητο κουβεντολόι, που διανθίζονταν κι από άφθονα αστεία και παιχνίδια6, και κάποιες φορές όταν μεθούσαν κυρίως, κι από ανοιχτές κουβέντες7.
Όσο περνούσαν οι ώρες, τόσο το κέφι άναβε με κατάληξη τους χορούς. Χόρευαν όλοι, μικροί και μεγάλοι (τα παιδιά πάντα στο τέλος) ένα γύρω της τάβλας με τραγούδια. Τραγουδούσε συνήθως ο κορυφαίος του χορού ένα - ένα στίχο και τον επαναλάβαιναν οι άλλοι. Τραγουδούσαν και τραγούδια με πονηρά υπονοούμενα άντρες και γυναίκες8, κι έκαναν αστεία καμώματα, για να γελούνε όλοι. Είταν πολύ ξέφρενοι και θορυβώδεις εκείνοι οι χοροί, ώστε ταραζόταν ολόκληρο το χωριό. Όποια ώρα τη νύχτα, απ’ τα μεσάνυχτα κι ύστερα, αν έβγαινε κανείς έξω σ’ οποιοδήποτε χωριό, νόμιζε πως σε κάθε σπίτι που συγκέντρωνε τους συμποσιαστές, δημιουργούνταν ένας τοπικός σεισμός. «Χόριυαν κι τα σπίτια» έλεγαν παλιοί γέροντες. Λυγούσαν τα πατώματα -όσα είχαν- απ’ τα τρελά πηδήματα των χορευτών και χαλούσε ο κόσμος.
Πολλές απ’ αυτές τις διασκεδάσεις συνεχίζονταν όλη τη νύχτα. Το είχαν και σαν τιμή να ξενυχτίσουν, γιατί τότε μόνο είχαν δικαίωμα να τρων ελεύθερα, έξω απ’ τους περιορισμούς της νηστείας, την άλλη μέρα, την Καθαρή Δευτέρα.
Η μέρα τούτη αποκορύφωνε το πανδαιμόνιο σ’ όλα τα χωριά. Κυρίως είταν η μέρα της απόλυτης ελευθεροστομίας, μέρα των αντρών. Ξενύχτηδες ή όχι, ροβολούσαν, άγρια μασκαρεμένοι, στους δρόμους και στα ξέφωτα, τραγουδούσαν ελευθερόστομα τραγούδια χωρίς συγκρατημό ή ντροπή κι έκαναν αναφορές στα αναπαραγωγικά όργανα και των δυο φύλων. Πολλοί κρατούσαν και ξύλινα ή πάνινα ομοιώματα αντρικών οργάνων, που τα κατασκεύαζαν οι ίδιοι γι’ αυτό το σκοπό. Άλλοι τα κρεμούσαν και μπροστά τους κι έκαναν πρόστυχα καμώματα. Είταν αδύνατο να κυκλοφορήσει στο δρόμο γυναίκα ή παιδί. Όχι μόνο από ντροπή αλλά και για την αποφυγή αντιμετώπισης πειραγμάτων από τους άντρες.
Σε αρκετά χωριά, αφού περιφέρονταν στις γειτονιές οι μασκαρεμένοι, καταλήγανε, γύρω στο μεσημέρι, στην κεντρική συνήθως πλατεία, όπου ήξεραν και τους περίμεναν οι άλλοι άντρες. Έρχονταν χοροπηδώντας και σκούζοντας, κι έστηναν κοινό χορό όλοι μαζί με τραγούδια ή -κάποτε κάποτε- με λαλούμενα. Χόρευαν και πηδούσαν άταχτα κι έκαναν τρέλες απίθανες: Κυλιόνταν κάτω, στριφογύριζαν παλαβωμένα, κουνούσαν επιδειχτικά τους φαλλούς που κρατούσαν απάνω τους κι εξαντλούνταν στις αισχρολογίες. Γυναίκα ή παιδί ήταν αδύνατο να ζυγώσει στην πλατεία. Ένα γύρω οι άντρες θεατές χαχάνιζαν ευφρόσυνα, και στο τέλος πιάνονταν κι αυτοί με τους «μασκαράδες» στη γυρογυριά, και το γλέντι γενικευόταν. Οι χοροί -συρτοί, πηδηχτοί και καρσιλαμάδες- έπαιρναν κι έδιναν, κι ένας αχός ενθουσιαστικός σφράγιζε τα πηλιορίτικα χωριά κάθε Καθαρή Δευτέρα έως τ’ απόγεμα.
Στα χωριά του κεντρικού Πηλίου οι κάτοικοι γιόρταζαν την Καθαρή Δευτέρα στα Καλά Νερά. Συγκεντρώνονταν εκεί κι έστηναν χορούς μπροστά στη θάλασσα, τρώγοντας και πίνοντας σ’ ένα «σεμνότερο» κλίμα απ’ ό,τι στα άλλα χωριά. Τέτοια διασκέδαση δίπλα στη θάλασσα -σε μικρότερη όμως ένταση και έκταση- παρατηρούνταν και σε χωριά της Ζαγοράς, της Τσαγκαράδας και του νότιου Πηλίου. Εκεί στ’ ακρογιάλια, όπου καταλήγανε ξεμέθυστοι και αμασκάρευτοι συνήθως, έβγαζαν αχινούς και πεταλίδες, έπιναν κρασί και χόρευαν, δημιουργώντας μικρές εστίες κεφιού9.
Είτε όμως στις πλατείες διασκέδαζαν, είτε στα ακρογιάλια, το απόγευμα έπρεπε να αποχωρήσουν, κυριαρχημένοι από συναισθήματα βαθιάς ευχαρίστησης, μασκαρεμένοι και αμασκάρευτοι, μεθυσμένοι ή όχι. Είταν πια η ώρα να ησυχάσουν, να ηρεμήσουν και να ξεκουραστούν απ’ αυτή την πανδαιμόνια λειτουργία της αποκριάς. Η άλλη μέρα τους καλούσε πάλι στο χρέος της βιοπάλης.