Σ’ όλα ανεξαίρετα τα χωριά του Πηλίου συνηθίζονταν τα «κολυμπήδια» κάθε μωρού την τρίτη μέρα από τη γέννησή του, μια μικρο-τελετή που συγκέντρωνε πολλούς συγγενείς και φίλους -γυναίκες κυρίως.
Εδώ πρωτοστατούσε η μαμμή -«ξεγεννήτρα» τη λέγανε- που δίπλα στο κρεβάτι της λεχώνας έλουζε και έπλυνε το παιδί μέσα σε σκάφη με χλιαρό νερό αρωματισμένο με δεντρολίβανο, δάφνη, μολόχα, καρυδόφυλλα κλπ. Γύρω απ’ τη σκαφίδα οι προσκαλεσμένοι έριχναν νομίσματα στο νερό, «ασημώνοντας» το βρέφος κι εύχονταν να είναι «σιδερένιο». Τα νομίσματα τα ’παιρνε η μαμμή. Η ίδια επίσης καρπωνόταν κι ένα μεγαλύτερο νόμισμα, που το τρύπωνε η νουνά η η μητέρα στον κόρφο της, διατυπώνοντας παράλληλα ευχές για την προκοπή του νεογέννητου.
Το πλυμένο βρέφος το σκούπιζε η μαμμή, για να το κρατήσει στη συνέχεια πάνω από λεκάνη με ξύδι, μες στο οποίο «βάφτιζαν» πυρωμένο σίδερο (καρφί ή πέταλο), ώστε να εισπνεύσει από τους υδρατμούς για «ν’ ανοίξουν τα πλεμόνια του» -έτσι έλεγαν. Το ξανασκούπιζε η μαμμή, το φάσκιωνε και το παρέδινε στη μητέρα του, τονίζοντας ευχές.
Το σπιτικό τώρα πρόσφερνε στους καλεσμένους λουκουμάδες και τσίπουρο, για να επακολουθήσει συνήθως φαγοπότι. Στη μεγάλη σάλα ετοίμαζαν την τάβλα, κι όλοι ρίχνονταν στην ευωχία, με κατάληξη -τις περισσότερες φορές-το χορό1.