Η βάφτιση ενός παιδιού τελούνταν στο ναό, όπου το μετέφερε ο νουνός του μαζί με στενούς συγγενείς, χωρίς να αποκλείεται όμως και το σπίτι1. Σ’ αυτό συνήθως βάφτιζαν τα παιδιά τους οι άρχοντες, περισσότερο από μεγαλομανία και διάκριση. Όπου όμως κι αν ψαλλόταν το μυστήριο, πάντοτε θα υπήρχαν οι προσκαλεσμένοι. Θα έτρεχαν επίσης τα αγόρια να «πάρουν τα σ’ χαρίκια» στη μητέρα, (να αναγγείλουν δηλαδή τ’ όνομα), που ποτέ δεν έπρεπε να παραβρίσκεται στο μυστήριο. Περίμενε στην πόρτα του σπιτιού της ν’ ακούσει τ’ όνομα2 ή σε άλλο δωμάτιο του σπιτιού, εφόσον η βάφτιση γινόταν εκεί. Στο πρώτο παιδί, που θα ανακοίνωνε τ’ όνομα, έδινε γερό φιλοδώρημα, ωστόσο δεν άφηνε κανένα παιδί «αφίλευτο»· κάτι πρόσφερνε σ’ όλα, ακόμα και στο τελευταίο που θα έτρεχε στο σπίτι.
Επακολουθούσαν, τώρα, τα κεράσματα, κι ετοιμάζονταν οι τάβλες, όπου θα κάθονταν οι προσκαλεσμένοι. Έτρωγαν κι έπιναν όλοι καλά, είτε το τραπέζι προσφερόταν το μεσημέρι, είτε το βράδι. Έλεγαν, βέβαια, και ευχές που αναφέρονταν κυρίως στο νεοβαφτισμένο παιδί3, όπως «να σας ζήσει», «να το χαρείτε και μεγάλο», «καλορίζικο», «η Παναγιά μπροστά του» κττ.
Η ατμόσφαιρα της χαράς και του κεφιού έπαιρνε μιαν άλλη διάσταση με τους χορούς που ακολουθούσαν. Το γλέντι όμως δεν εντεινόταν, ούτε τραβούσε για ώρες4.