Η σύσταση ενός καινούργιου ζευγαριού με σκοπό το γάμο, είταν αποτέλεσμα μεσολάβησης κάποιων ειδικών γυναικών, τις πιο πολλές φορές ηλικιωμένων, που αποκαλούνταν «προξενήτρες» ή «προξενήτριες»1. Κάθε χωριό δηλαδή, ανάλογα με τον πληθυσμό του, διέθετε τρεις, τέσσερις, πέντε τέτοιες γυναίκες έτοιμες να ριχτούν στο έργο τους: Να βρουν «έναν καλό γαμπρό» για κάποιο κορίτσι ή το αντίθετο. Όταν λοιπόν οι πατεράδες αδυνατούσαν μόνοι τους να πετύχουν την αποκατάσταση των παιδιών τους, απευθύνονταν σε μιαν από τις προξενήτρες· με το αζημίωτο βέβαια σαν πετύχαιναν το ποθούμενο. Μπορούσε όμως μια προξενήτρα να προτείνει αυτή τον κατάλληλο νέο ή τη νέα στους γονείς μιας υποψήφιας νύφης ή υποψήφιου γαμπρού. Τα στοιχεία που επηρέαζαν την κρίση της είταν το κοινωνικό επίπεδο, το «σόι»2 και τα «έχοντα».
Μια και δυο λοιπόν τραβούσαν για το σπίτι, όπου θα στρεφόταν η προτίμηση, συνήθως σούρουπο, για να μη δώσουν υποψία στους γείτονες. Έπιαναν κουβέντα και χωρίς προεισαγωγή, τα ’λεγαν στα ίσα:
Η απάντηση δεν δινόταν αμέσως όσο κι αν ο νέος ή η νέα ανταποκρινόταν στις φιλοδοξίες τους. Έπρεπε πρώτα να πάρουν την γνώμη των συγγενών τους, κι όλοι μαζί να βγάλουν την απόφαση· θετική ή αρνητική, για να έχει αυτή ένα καθολικότερο κύρος.
Ύστερ’ από μέρες λοιπόν ανακοίνωναν οι ενδιαφερόμενοι γονείς την απόφαση στην προξενήτρα. Την αρνητική όμως θέση τους δεν τη διατύπωναν άμεσα. Την εκφράζανε με μια «γλυκύτερη» φράση και συνήθως με το «δεν έχουμε καιρό ακόμα»3.
Σε καταφατική περίπτωση, έπρεπε να γίνει η συνάντηση των συμπεθέρων και να λειτουργήσει μια τυπική διαδικασία. Ο πατέρας λοιπόν του κοριτσιού, έστω κι αν το τελευταίο το ζήτησαν απ’ την οικογένεια του γαμπρού, θα έπαιρνε τέσσερις ή έξι ή οχτώ άλλους συγγενείς και φίλους να επισκεφτούν ένα βράδι, ύστερ’ από προειδοποίηση, το σπίτι του υποψήφιου γαμπρού· νύχτα και πάντα προφυλαχτικά για να μην τους αντιληφτούν4. Άνοιγαν συζήτηση κι αργότερα έθιγαν το καίριο θέμα.
Τότε έπρεπε να ανακοινώσει ο πατέρας του κοριτσιού την προίκα που θα ’δινε στον νέο. Άμα έβρισκε και κανένα χαρτί, τη διατύπωνε και γραφτά κάποιος που γνώριζε γράμματα, για να συνταχτεί και το προικοσύμφωνο στο άμεσο μέλλον. Μπορούσε όμως και να «χαλάσει το συνοικέσιο», άμα δεν συμφωνούσαν στην προίκα· αυτό όμως σπάνια.
Πάντως απροίκιστο κορίτσι δεν νοούνταν. Συνήθως αυτό προικιζόταν με κτήματα, ενώ τα σπίτια κανόνιζαν να πέφτουν στα αγόρια, επειδή αυτά θα συνέχιζαν το όνομα του σπιτιού. Στα 1820 βλέπουμε στις Μηλιές έναν δικαιότερο τρόπο διάθεσης της χρηματικής περιουσίας κάποιας χήρας με διαθήκη: Όλα τα αγόρια και τα κορίτσια μοιράζονται εξίσου τα χρήματα. Η διαθήκη, ανέκδοτη ως τώρα, βρίσκεται στον ΙΕ' φάκελο της Βιβλιοθήκης Μηλεών και είναι γραμμένη με το χέρι του Γρηγορίου Κωνσταντά. Τη μεταφέρω εδώ αυτούσια:
«Ἐπειδή ἀπόκειται πᾶσιν ἀποθανεῖν, καί ἡ ὥρα τοῦ Θανάτου εἶναι ἄδηλος, διά τοῦτο καί ἐγώ ἡ Γαροφαλία, σύζυγος τοῦ μακαρίτου δήμου Εὐσταθίου, γερόντισσα οὖσα καί ἀσθενής ἀπό χρόνιον πάθος, ἔκρινα χρέος μου καί χριστιανικόν καθῆκον, νά διαθέσω τά κατ’ ἐμέ ἕως ἔχω ἔτι τάς φρένας μου σώας καί τόν λογισμόν ὑγιᾶ, διά νά εὑρεθώ ἕτοιμος, ὅταν ἔλθη ἐκείνη ἡ ἄφυκτος ὥρα, καί νά ἀφήσω εἰρήνην εἰς τά παιδία μου καί εἰς τήν οἰκίαν τοῦ ἀνδρός μου, ἐν πρώτοις λοιπόν ἀφίνω τήν ἀπό βάθους ψυχῆς συγχώρησιν εἰς ὅλους τούς ἀδελφούς μου χριστιανούς οἰκείους καί ξένους, καί εἰς αὐτούς τούς λόγω ἤ έργω, ἑκουσίως ἤ ἀκουσίως λυπήσαντάς με ἤ βλάψαντας· καί ζητῶ παρ’αὐτῶν ἀμοιβαίως συγχώρησιν εἰς ὅ,τι καί ἐγώ ὡς ἄνθρωπος λόγω ἤ ἔργω, ἐν γνώσει ἤ ἀγνοία ἐλύπησά τινα ἤ παρεπίκρανα ἤ ὁπωσοῦν ἔβλαψα. Δεύτερον δέ διατάττω οἰκειοθελῶς καί αὐτοπροαιρέτως τά ἑξῆς: Ἀπό τά γρ(όσι)α τρεῖς χιλιάδες καί πεντακόσια Νο 3500, ὁποῦ ἔχω ἐδικά μου ἀπό προῖκα μου, ἀπό τόν ἄνδρα μου καί ἀπό τόν ἀποθανόντα υἱόν μου Δημήτριον, νά γένουν τά συνήθη καί νενομισμένα ψυχικά μου, καί νά δοθοῦν καί ἐλέη ὅπου καί ὅσα κρίνουν εὔλογον οἱ ἐπίτροποι τῆς διαθήκης μου· καί ὅ,τι περισσεύει νά τά μοιράσουν οἱ υἱοί μου καί αἱ θυγατέρες μου ἐξίσου. Αὐτά διατάττω καί διορίζω ὑγιεῖς ἔχουσα τά φρένας μου καί ὀρθόν τό λογίζεσθαι, καί Θέλω νά ἐκτελεσθῶσιν ἀπαρασαλεύτως, ἐπειδή αὐτή εἶναι ἡ τελευταία μου Θέλησις. Κατασταίνω δέ καί ἐπιτρόπους μου διά νά ἐκτελέσουν τά τῆς διαθήκης μου τόν υἱόν μου Εὐστάθιον καί τόν γαμβρόν μου Γεώργιον Παπά Δημητρίου. Ὅστις δ’ ἄν τολμήση νά διασείση καί νά ἀθετήση τι τούτων οἰκεῖος ἤ ξένος, ὁ τοιοῦτος νά ἔχη τήν ὀργήν τοῦ Θεοῦ καί πάντων τῶν ἁγίων, καί τήν κατάραν ἐμοῦ τής ἁμαρτωλῆς, καί τόν φοβερόν κριτήν ἀντίδικον ἐν ἡμέρα κρίσεως:
Τῆ 10 Ἀπριλίου 1820 Μηλιαῖς
Γαροφαλία Δήμινα Ευσταθίου διά χειρός τοῦ γράψαντος βεβαιῶ: Γρηγόριος Κωνσταντᾶς ἐπίτροπος τοῦ Ἀρχιερέως ὁ γράψας μαρτυρῶ:
Ἄνθιμος Γαζῆς αρχιμανδρίτης μαρτυρῶ
αποστόλης βαγγεληνάκη μαρτιρῶ.
Δημήτριος Γεωργαντζή μαρτυρῶ
Νικολῆς π:(απά) Ιατροῦ Μαρτυρῶ
γιάνις γέρη(;) μαρτιρῶ
γιωργις παπᾶ διμιτρῖου ἐπίτρωπος Μεμαρτιρώ
ευστάθηος δίμου μαρτιρό, (δυσανάγνωστο το μικρό όνομα)
χριστού παρόν»5.
Το επιστέγασμα της συμφωνίας είχαν η ανταλλαγή των καθιερωμένων δώρων6: Μαντίλι από τη νύφη για το γαμπρό, δαχτυλίδι απ’ το γαμπρό στη νύφη. Ακολουθούσαν τα νέα και επανωτά κεράσματα, ενώ παράλληλα αντηχούσαν οι ευχές -αν και δεν παραβρίσκονταν κατά τη συμφωνία οι δυο άμεσα ενδιαφερόμενοι-7 ώστε όλοι να έρθουν σε κατάσταση ευθυμίας μέσα σε ένα πολύ χαρούμενο και εγκάρδιο κλίμα.
Έτσι γίνονταν τα «μπιτίσματα»8, όπως έλεγαν.