Από κείνη τη βραδιά οι δυο νέοι θεωρούνταν «κρυφοαρραβωνιασμένοι», αλλά δεν είχαν το δικαίωμα να αρχίσουν καμιά επικοινωνία1. Τα επίσημα αρραβωνιάσματα, «γνωρίσματα», ή «συβάσματα», ή «σώσματα», όπως τα ’λεγαν, θα γίνονταν αργότερα, συνήθως το Σαββατόβραδο, στο σπίτι του κοριτσιού, με την παρουσία του παπά και πλήθους προσκαλεσμένων κι από τις δυο πλευρές του ζευγαριού. «Στούς ἀρραβῶνες -γράψει ο Κώστας Καρυδάκης-2 ἐκαλοῦντο ἀπαραιτήτως ὁ παππᾶς, ὁ πρόεδρος, ὁ διδάσκαλος καί οἱ λοιποί προεστοί τοῦ χωριοῦ».
Όλοι αυτοί συγκεντρώνονταν στο μεγάλο δωμάτιο, άλλοι όρθιοι κι άλλοι καθιστοί σε καναπέδες ή σε μαξιλάρες στο πάτωμα, και κει κάτω απ’ το εικονοστάσι και μπροστά σε τραπέζι με μια εικόνα του Χρίστου απάνω, διάβαζε ο παπάς την ακολουθία του αρραβώνα3 κι έβαζε τα δαχτυλίδια, που πρόσφερναν αντίστοιχα οι γονείς των μελλόνυμφων. Την αλλαγή στη συνέχεια την έκανε ο πατέρας του παιδιού με... αντάλλαγμα τρεις μετάνοιες που δέχονταν τόσο απ’ το γιό του όσο κι από τη νύφη του.
Στα χωριά του βόρειου Πηλίου, όπου το Κεραμίδι, πριν από την αλλαγή των δαχτυλιδιών, οι γονείς έκαναν τρεις μετάνοιες και τα «σταύρωναν» τρεις φορές απάνω στο εικόνισμα, λέγοντας: «Εἰς τό ὄνομα τού Πατρός καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀμήν». Κι αμέσως ξεφώνιζαν: «Σᾶς δίνουμε τό γαμπρό καί παίρνουμε τή νύφη» (ο πατέρας του νέου). «Σᾶς δίνουμε τή νύφη καί παίρνουμε τό γαμπρό» (ο πατέρας της νέας). Ο διάλογος επαναλαμβανόταν τρεις φορές4. Ένας επίσης διάβαζε το προικοσύμφωνο5 δυνατά, να τ’ ακούσουν όλοι, και το νέο ζευγάρι δεχόταν ευχές απ’ όλους: «Στεργιωμένοι», «να ζήσετε», «καλά στέφανα», «στα στέφαναμε υγεία» κλπ. Συγχρόνως οι συγγενείς της νύφης αναλάβαιναν να διαλαλήσουν ως πέρα τον αρραβώνα με τρεις ντουφεκιές6.
Ακολουθούσαν το «ασήμωμα» της νύφης κι ένα κοινό τραπέζι για τους στενότερους συγγενείς και φίλους και βέβαια τον παπά, με κατάληξη τους χορούς. Χόρευαν μέσα στο σπίτι ή έξω στην αυλή, αν το επέτρεπε ο καιρός, συνήθως με ζωντανά τραγούδια. Όργανα έπαιρναν μόνο οι άρχοντες. Πάντως συχνά το κέφι άναβε πολύ, κι οι χορευτικές εκδήλωσεις παρατείνονταν ως αργά τη νύχτα.
Κείνες τις ώρες, και προτού διαλυθεί το γλέντι, η νύφη θα «μαντίλωνε» το γαμπρό και τους στενότερους συγγενείς του. Έχοντας δηλαδή μέσα σε πανέρι όλα τα δώρα (χειρομάντιλα, μαντίλια του λαιμού και του κεφαλιού -αντρικά και γυναικεία- τσεμπέρια, φακιόλια με μπιμπίλιες, γάζες και καλεμκιριά, πουκάμισα γυναικεία και αντρικά, πετσέτες προσώπου και τραπεζιού, κάλτσες κττ.), περνούσε μπροστά απ’ τον καθένα και του άπλωνε ή του καρφίτσωνε το ανάλογο δώρο. Στο βόρειο Πήλιο ακολουθούσε μια τυπική διαδικασία: Στεκόταν σοβαρή μπροστά στον καθένα με σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος, έκανε βαθιά υπόκλιση και του παράδινε το δώρο. Πάλι το σταύρωμα ύστερα, και πάλι η μετάνοια. Τώρα του φιλούσε το χέρι κι έπαιρνε το ανάλογο φιλοδώρημα.
Με τα μαντίλια στον ώμο οι συμπέθεροι, «μαντιλωμένοι» όπως έλεγαν, αφού τερματιζόταν η διασκέδαση, τραβούσαν μες στην νύχτα για το σπίτι του γαμπρού να συνεχίσουν για λίγο εκεί πια το γλέντι, συνοδευόμενοι από συμπέθερους της νύφης. Πήγαιναν τραγουδώντας και με τα όργανα (αν είχαν) να παίζουν, τονίζοντας, μεταξύ των άλλων, και τούτο το τραγούδι:
Τώρα όμως, για τα χωριά του βόρειου Πηλίου, έπρεπε να γίνει η αντεπίσκεψη απ’ την πλευρά του γαμπρού στο σπίτι της νύφης.
Το ρόλο τον αναλάβαιναν μόνο γυναίκες, οι «συμπεθέρες» του γαμπρού, την επόμενη Κυριακή μετά τη λειτουργία. Πήγαιναν ντυμένες στα καλά τους να γνωρίσουν καλύτερα τη νύφη και το σόι της, για να γίνουν αντικείμενο φροντίδας απ’ τις γυναίκες του κύκλου της νύφης. Πρώτα η νύφη φιλούσε τα χέρια όλων των επισκεπτριών κι ύστερα τις κερνούσε και με μπακλαβά βέβαια, για να προσφέρει ύστερα στην καθεμιά κι από ένα δώρο, να τις «μαντιλώσει».
Τ’ απόγευμα, τέλος, της ίδιας μέρας ανταποδιδόταν αυτή η επίσκεψη απ’ τη μητέρα της νύφης και το γυναικείο σόι της στο σπίτι του γαμπρού. Μαζί τους έφερναν και πιατέλα με μπακλαβά μέσα -προσφορά της νύφης στο γαμπρό. Με τις εκδηλώσεις αυτές ολοκληρώνονταν οι προσπάθειες για την αμοιβαία γνωριμία των δυο συμπεθερικών8.
Την επομένη -Κυριακή πρωί- συνήθιζε το ζευγάρι με τους δικούς του, κυρίως τις γυναίκες, να πηγαίνει στην εκκλησία, περισσότερο για να παρουσιαστεί στα μάτια των χωριανών η καινούργια ένωση των δυο νέων9. Ύστερ’ απ’ την εκκλησία μετέβαιναν όλοι στο σπίτι της νύφης τώρα. Κερνιόνταν και πολλές φορές προσφερόταν τραπέζι, που μπορούσε να παραταθεί έως το βασίλεμα του ήλιου. Με την εκδήλωση αυτή τελείωναν τα αρραβωνιάσματα. Τα μεγάλα ξεφαντώματα θα γίνονταν στο γάμο.
Την άλλη Κυριακή σε χωριά του ανατολικού Πηλίου τα δυο σπίτια αντάλλαζαν δώρα: Ο γαμπρός έστελνε μ’ ένα αγόρι, πανέρι με κότα ψητή μέσα, φαγητό, πίτα, γλυκίσματα και βέβαια παπούτσια, κάλτσες και φεσάκι ή μαφέσι (αργότερα) για τη νύφη. Η τελευταία θα έστελνε μια φορεσιά και εσώρουχα για το γαμπρό10.