Αξιομνημόνευτος είναι κι ο πανηγυρικός χαραχτήρας που έπαιρνε το ρίξιμο ενός καινούργιου καραβιού στη θάλασσα. Τότε οι τέσσερις μεγάλοι ταρσανάδες στο Πήλιο (Παλιάς Μιτζέλας, Παπαπαναγιώτη Χορευτού1, Τρίκερι2 και Μιλίνας) ζούσαν έντονα τον πυρετό της οχλαγωγίας. Κατέβαιναν συγγενείς και φίλοι του καραβοκύρη κι άλλοι χωριανοί, ντυμένοι όλοι στα καλά τους, κατέβαινε κι ο παπάς με τους ψάλτες και συνήθως και λαϊκοί οργανοπαίχτες. Απάνω στο καινούργιο καράβι, που βρισκόταν ακόμη στη στεριά κι άστραφτε στην καθαριότητα, ψαλλόταν ο αγιασμός3, και στο τέλος η γυναίκα του καραβοκύρη, πρόσφερε σ’όλους γλυκά και τσίπουρο μέσα σε ευχές: «Καλορίζικο», «καλοτάξιδο», «μάλαμα το καρφί του» κττ.
Στο ρίξιμο του πλοίου στη θάλασσα έσπρωχναν όλοι -μικροί και μεγάλοι- κι όταν αυτό έφτανε και γλιστρούσε στο νερό, άφηναν ιαχές ενθουσιασμού και προσπαθούσαν να ρίξουν και τον καπετάνιο στη θάλασσα ή τουλάχιστο να τον βρέξουν καλά. Το καράβι το φουντάριζαν εκεί μπροστά και ρίχνονταν όλοι στο γλέντι. Μεζέδες, τσίπουρα και κρασιά είταν στην ημερήσια διάταξη, το κέφι άναβε κι έφερνε τους χορούς. Χοροί μπροστά στο αγκυροβολημένο καράβι ή σε παρακείμενο καφενείο αν υπήρχε. Χόρευαν, τραγουδούσαν, έτρωγαν κι έπιναν μέσα σε κλίμα έντονου ενθουσιασμού, έως το βράδι που διαλύονταν4.