• ΣΤ΄ Διάφορες άλλες συναθροίσεις και πομπές

    Στην εκκλησία, την πλατεία και το καφενείο

    Τόσο στις μεγάλες γιορτές του χριστιανισμού, όσο και τις Κυριακές παρατηρούνταν μια αθρόα προσέλευση των πιστών στους ναούς. Ιδιαίτερα τα Χριστούγεννα και το Πάσχα (στην Ανάσταση δεν έπρεπε να λείψει κανείς), εκτός αν υπήρχε κώλυμα (πένθος, αρρώστια, λοχεία κλπ.). Για να κατορθωθεί λοιπόν ο καθολικός εκκλησιασμός, οι επίτροποι των εκκλησιών στα μεγάλα χωριά του ανατολικού Πηλίου (για τα υπόλοιπα δεν έχουμε πληροφορίες), έστελναν πληρωμένους χωρικούς τη νύχτα, τους «κράχτες», όπως τους αποκαλούσαν, προτού ακόμα σημάνουν οι καμπάνες, σ’ όλο το χωριό, για να ξυπνήσουν τους ανθρώπους που κοιμούνταν. Οι κράχτες έπαιρναν τους δρόμους και τις γειτονιές, χτυπώντας τις πόρτες με το ραβδί που κρατούσαν και φωνάζοντας ξερά: «ώρα εκκλησιάς».

    Στην εκκλησία πήγαιναν πάντα κατά οικογένειες1. Προηγούνταν στο δρόμο οι ανύπαντροι νέοι και νέες, ακολουθούσαν τα νεαρά ζευγάρια, και ξοπίσω πήγαιναν οι γονείς και οι παπούδες. Με την ίδια τάξη έμπαιναν και στο ναό. Μέσα εκεί χωρίζονταν. Οι γυναίκες ανέβαιναν στο γυναικωνίτη2 κι οι άντρες περνούσαν δεξιά. Οι προύχοντες έπιαναν τα στασίδια ή στέκονταν μπροστά σ’αυτά δίπλα στα δυο αναλόγια. Οι γεροντότεροι κατέληγαν στη δεξιά πλευρά των στασιδιών, κι όταν τα τελευταία συμπληρώνονταν, πήγαιναν και στα στασίδια της αριστερής πλευράς. Οι άλλοι άντρες μοιράζονταν στο δεξιό χώρο του ναού. Κάποιες γριές όμως δεν ανέβαιναν στο γυναικωνίτη. Πήγαιναν και στέκονταν ή κάθονταν σε σκαμνιά στην αριστερή μεριά της εκκλησίας.

    Στη διανομή του αντίδωρου, στη μετάληψη και στο χαιρετισμό της αναστάσιμης ή άλλης εικόνας, προηγούνταν οι άντρες. Όταν τελείωνε κι ο τελευταίος, έπαιρναν σειρά οι γυναίκες.

    Με το σχόλασμα της εκκλησιάς δεν έφευγαν όλοι. Συνήθως οι νεότεροι και οι νεότερες έμειναν δέκα έως είκοσι λεπτά στο προαύλιο, εφόσον ο καιρός το επέτρεπε, ανοίγοντας συζητήσεις. Πάντοτε όμως χωριστά οι γυναίκες και χωριστά οι άντρες, όπως είδαμε και παραπάνω. Στο δρόμο της επιστροφής για τα σπίτια τους δεν κρατούσαν καμιά εθιμοτυπική σειρά. Μπορούσαν και να σμίξουν φίλοι με φίλους και φίλες με φίλες και μαζί να βαδίζουν.

    Στις συνήθειες των Πηλιοριτών είταν και οι ανεπίσημες επισκέψεις σε συγγενικά και φιλικά σπίτια ύστερ’ απ’τον εκκλησιασμό. Κερνιόνταν και κουβέντιαζαν. Οι περισσότεροι όμως άντρες κατέληγαν στα καφενεία· είτε τα κεντρικά, είτε τα συνοικιακά. Οι γυναίκες ποτέ. Έβγαιναν επίσης και στην πλατεία ή σε κάποιο ξέφωτο και κουβέντιαζαν όρθιοι ή και καθιστοί. Χωριστά όμως οι προύχοντες και χωριστά ο λαός. «Ὡς τά μισά τοῦ 19ου αἰώνα -γράφει ο Γιάννης Κορδάτος3- οἱ φτωχοί Πηλιορεῖτες δέν ἐπιτρεπόταν νά καθήσουν στά καφενεῖα πού σύχναζαν οἱ δημογέροντες καί οἱ παραλῆδες τοῦ χωριοῦ». Στη Ζαγορά μάλιστα οι πρώτοι είχαν χωρίσει στα δύο την κεντρική πλατεία του Αγίου Γεωργίου με σύνορο το αυλάκι του νερού που κυλούσε από τα βόρεια προς τα νότια, και κάποιοι σκληροί κοτζαμπάσηδες ιδιοποιούνταν το καλύτερο μέρος της, το νοτιοανατολικό. Είχαν μάλιστα και μαγκουροφόρους στη μέση, κι όποιος φτωχός τολμούσε να περάσει προς την πλευρά των αρχόντων, δερνόταν4. Μαγκουροφόρους είχαν οι προύχοντες και στο Προμίρι, όταν συνεδρίαζαν όμως στο στέκι τους πάνω απ’τη σημερινή πλατεία. Για να μην τολμάει να ζυγώνει κανείς στο χώρο της συνεδρίας5.

    Η πλατεία του πηλιορίτικου χωριού, το «παζάρ’» στην πηλιορίτικη έκφραση, είταν, και είναι ακόμα, ένας χώρος συνάθροισης των αντρών, ιδιαίτερα κατά τις Κυριακές και τις μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές. Αυτές οι πλατείες, με τα πανύψηλα δέντρα και τα νερά γύρω, είταν τα μεγαλύτερα πολιτιστικά κέντρα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. «Ἐδῶ εἶναι καί τό παζάρι τους -γράφει για τη Μακρινίτσα στα 1815 ο Αργύρης Φιλιππίδης6- τά καλλήτερά τους ἐργαστήρια. Ἐδῶ μέσα εἰς τό παζάρι τους, ἔχει πλατάνια, μεγάλα παλαιά, καί αὐτά εἶναι ἓνα καλό θῶρι. Ἐδῶ ἀπό κάτω συνάζονται τό καλοκαίρι καί δροσίζονται ἀπό τόν ἴσκιον τῶν πλατάνων καί ἀπό τό ψυχρότατον νερό (...)».

    Την πηλιορίτικη πλατεία θα προσέξει -65 χρόνια πιο ύστερα- κι ο Νικόλαος Γεωργιάδης, για να παρατηρήσει κι αυτός7: «Ἡ πλατεῖα αὕτη εἶναι ἡ ἀγορά τοῦ χωρίου, ἔνθα ἀνά πᾶσαν Κυριακήν καί ἑορτήν συνέρχονται οἱ κάτοικοι συναλλαττόμενοι πρός ἀλλήλους καί συζητοῦντες τά κοινά τοῦ χωρίου συμφέροντα»8.

    Με τις συναθροίσεις αυτές δεν γινόταν μονάχα η ενημέρωση των χωρικών απάνω στα γενικότερα αλλά και τα μερικότερα προβλήματα του χωριού ή και τα ατομικά ακόμα· ούτε προωθούνταν μόνο θέματα των εμπορικών συναλλαγών και των διάφορων οικονομικών σχέσεων των κατοίκων. Με τις συναθροίσεις αυτές διανοιγόταν μια λαμπρή ευκαιρία για να σφυρηλατούνται δεσμοί, να δημιουργούνται προσωπικές σχέσεις και να καλλιεργείται η κοινωνία των ατόμων. Ο ρόλος αυτός της πλατείας συντέλεσε και στη σύσταση καφενείων και διάφορων εργαστηρίων στο χώρο της. Όλες οι πηλιορίτικες πλατείες ευνόησαν την ανάπτυξη τέτοιων κέντρων στην περιοχή τους.

    Χαραχτηριστικές είναι τρεις εικόνες από ισάριθμες πλατείες του Πηλίου, που μας δίνει ο Αργύρης Φιλιππίδης9: «(...) ἔρχεσαι εἰς τό παζάρι τους (=Προμιριού). Αὐτοῦ συνάζονται κάθε Κυριακήν καί κάθε ἑορτήν καί παίρνουν καί δίδουν καί ὁμιλοῦν διά κάθε των ὑπόθεσιν. Ἐδῶ ἔχουν καί τά ἐργαστήριά των, ὁποῦ παίρνουν καί δίδουν ὄ,τι τους χρειάζεται». «Ἐδῶ (πλατεία Αγίας Κυριακής Ζαγοράς) ἔχουν καί ἐργαστήρια μπακάλικα (...) Ἐδῶ συνάζονται καί ὁμιλοῦν, τά ὄσα τούς καρτεροῦν διά τήν πατρίδα τους». «Ἔχει μία πεδιάδα ἀρκετή (πρόκειται για την πλατεία του Αγίου Γεωργίου Ζαγοράς) στολισμένη μέ πλατάνια μεγάλα, καί εἶναι τό καλοκαίρι ἓνα ἀξιόλογον σεργιάνι (...) ἐδῶ ἔχουν ἐργαστήρια καλά ἀρματωμένα μέ κάθε πραγμάτειαν (...)».

    Γενικά η πηλιορίτικη πλατεία, με τα πλατάνια και τις πετρόχτιοτες πεζούλες ένα γύρω, με τις βρύσες και τα νερά να τρέχουν (σε πολλές απ’αυτές), είταν ένας ξεχωριστός και λαχταριστός τόπος συνάντησης, όπου χτυπούσε -μπορεί να πει κανείς- έντονα η καρδιά του χωριού10.

    Τέλος η πλατεία διατηρούσε, όπως είδαμε, και μια δυνατότητα σύνδεσης της καθημερινής ζωής με ένα πολιτισμικό γεγονός του χωρίου (πανηγύρι, γενικός χορός, γαμήλιοι χοροί κλπ.), αποχτώντας έτσι και πολιτιστική φόρτιση για τους κατοίκους.

    1. Κάποιες φορές, κυρίως από τις μακρινότερες συνοικίες, έσμιγαν δυο και τρεις φιλικές οικογένειες και βάδιζαν μαζί για την εκκλησία.
    2. Άμα η εκκλησία είχε χωριστή εξωτερική είσοδο για το γυναικωνίτη, όπως η μητρόπολη της Βιζίτσας, ο συνοικιακός ναός του Αγίου Γεωργίου Μακρινίτσας κ.ά., τα κορίτσια και οι γυναίκες έμπαιναν αποκεί (Κώστα Λιάπη, Η θέση της Γυναίκας στο παλιό Πήλιο, Λαρισαϊκά Γράμματα, τεύχ. 3, Ιούλης - Σεπτέμβρης 1979, σελ. 125). Ο δεύτερος μάλιστα ναός της Μακρινίτσας, χτισμένος στα 1766, διέθετε δυο γυναικωνίτες. Τον κάτω για τις γριές και τον απάνω για τις νεότερες γυναίκες.
    3. Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ.π., σελ. 207.
    4. Μου τα έλεγε στη Ζαγορά στα 1960-1965 ο Ζαγοριανός ιστοριοδίφης Απόστολος Γ. Κωνσταντινίδης.
    5. Από αφηγήσεις παλιών Προμιριωτών.
    6. Θεοδόοη Κ. Σπεράντσα, Τα περισωθέντα Έργα του Αργύρη Φιλιππίδη, όπ.π., σελ. 150.
    7. Θεσσαλία, όπ.π., σελ. 108.
    8. Πιο παλιά όταν ξεκινούσαν να συγκροτούνται οι οικισμοί, τόπος συγκέντρωσης των αντρών είταν συνήθως το αλώνι. Αποδώ και η φράση «τὄβγαλε στ’ἁλώνι», δηλαδή κοινολόγησε το μυστικό (Κίτσου Μακρή, Η Λαϊκή Τέχνη του Πηλίου, όπ.π., σελ. 50). Επειδή όμως τα αλώνια βρίσκονταν σε ανοιχτό μέρος απάνω στον αγέρα, και επειδή δεν επέτρεπε η ηθική του χωριού την παρουσία γυναικών εκεί, έλεγαν για τις παρδαλές γυναίκες: «Πάει κι αυτή βγήκε στο ξάνεμο ή βγήκε στο μεϊντάν’».
    9. Τα περισωθέντα Έργα του Αργύρη Φιλιππίδη, όπ.π., σελ. 172,192-193.
    10. Νά πώς περιγράφει την πηλιορίτικη πλατεία ο Νικόλαος Μάγνης στα 1860 (Περιήγησις, όπ.π., σελ. 47): «(...) εἶναι ἡ πλατεῖα (παζάρ) λιθόστρωτός, σκιαζομένη ἀπό ὑπερμεγέθεις πλατάνους, ἐντός αὐτῆς ἤ ἐκτός εἶναι κρήνη, χέουσα ἂφθονον καί ψυχρότατον ὓδωρ. Πέριξ τῆς πλατείας ὑπάρχουσι καθίσματα λίθινα, καί εἰς ἕν μέρος αὐτῆς στοά ἤ περιστύλιον».