• Στα νυχτέρια

    Μια ακόμα αφορμή για την αναστροφή των ανθρώπων -κυρίως του γυναικόκοσμου- είταν και τα νυχτέρια, που τα συναντούσαμε σ’όλα ανεξαίρετα τα πηλιορίτικα χωριά. Πέρα βέβαια απ’την αναγκαιότητα της επικοινωνίας, της συναισθηματικής και πνευματικής επαφής, το νυχτέρι κάλυπτε και μια πρακτική ανάγκη: Τη νυχτερινή εργασία.

    Απασχολημένοι δηλαδή οι κάτοικοι σε αγροτικές εργασίες την ημέρα, είταν υποχρεωμένοι -ιδιαίτερα οι γυναίκες- να ριχτούν σε σπιτικές ενασχολήσεις τη νύχτα. Κυρίως στις χειμωνιάτικες νύχτες, που διαρκούνε πολύ.

    Αποβραδίς λοιπόν συγκεντρώνονταν, ύστερ’ από συνεννόηση, οι γυναίκες της γειτονιάς σ’ένα σπίτι, και μπροστά στο αναμμένο τζάκι, πάντοτε βέβαια με το φως των λαδολύχναρων, βασάνιζαν τα χέρια και τα μάτια τους, πλέκοντας, ξαίνοντας ή γνέθοντας μαλλιά, ράβοντας ή κεντώντας ή -σε σπάνιες περιπτώσεις όταν το φως το επέτρεπε- δουλεύοντας τον αργαλειό. Υπήρχαν και κάποιοι άντρες βέβαια, που κι αυτοί εργάζονταν. Άλλος να πελεκήσει ένα στυλιάρι για το τσαπί ή το τσεκούρι, άλλος να κατασκευάσει ένα ξύλινο κουτάλι, άλλος να πλέξει ένα καλάθι κλπ.

    Πάντως το είδος της νυχτερινής εργασίας ποίκιλλε ανάλογα με την εποχή ή τη φύση της αγροτικής οικονομίας. Έτσι, ανάμεσα στα μαλλιά, τα νήματα, τα λανάρια, τους αργαλειούς1 κττ. μπλέκονταν καλαμπόκια για καθάρισμα και ξεσκόνισμα, σύκα για σακούλιασμα, φασόλια για ξεφλούδισμα κλπ. Τότε, άμα προσθέτονταν κι αυτά τα προϊόντα, έμπαιναν στον αγώνα και παιδιά, ακόμα και γέροι, για να τελειώσουν μια ώρα συντομότερα τούτες τις εργασίες, ώστε να καταπιαστούνε την άλλη νύχτα με άλλες.

    Είταν ένας αγώνας σκληρός, γιατί τα άτομα έπρεπε να παλέψουν διπλά. Πρώτα για να νικήσουν τον ύπνο, που έπεφτε γλυκός στα μάτια -ιδιαίτερα ύστερ’ απ’ την κόπωση της ημέρας- κι ύστερα για να ανταποκριθούνε στο χρέος της εργασίας που αναλάβαιναν. Είχαν βέβαια και τα αντίδοτα του ύπνου, όπως είταν: Ένα μακρόσυρτο παραμύθι από τα χείλη κυρίως των γιαγιάδων, απανωτές κι ατελείωτες συζητήσεις, αινίγματα, τραγούδια κλπ. Δυο απ’ τα τραγούδια που τόνιζαν στη Ζαγορά, ειταν κι αυτά2:

    • Α' «Ὁ ὃλιος βγαίνει, τήν αὐγή καί βγαίνει μαραμένος
      κι ἡ μάνα του τόνε ρωτάει κι ἡ μάνα του τοῦ λέει:
      - Ἣλιε μ’ γιατί ’σαι κίτρινος, γιατί ’σαι μαραμένος;
      Μήνα μέ τ’ἂστρα μάλωσες, μήνα μέ τό φεγγάρι,
      μήνα μέ τόν αὐγερινό πού πάει κοντά στήν Πούλια;
      - Μήτε μέ τ’ ἂστρα μάλωσα, μήτε μέ τό φεγγάρι,
      μήτε μέ τόν αὐγερινό πού πάει κοντά στήν Πούλια,
      παρά μιά κόρη πού εἶδα ἐγώ, στόν ἀργαλειό νά ὑφαίνει,
      μ’ ἑξηνταδυό ποδαρικά, σαρανταδυό καρέλια,
      ἐκείνη μέ βαλάντωσε, ἐκείνη μέ μαραίνει (...)
      ».
    •  
    • Β' «Κίνησα νά’ρθῶ τό βράδι
      πιάνει μιά ψιλή βροχή,
      τό Θεό παρακαλοῦσα
      γιά νά σ’εὕρω μοναχή.
      Οὒτε μοναχή σε βρίσκω,
      οὒτε μέ τή μάνα σου,
      μόν’ σέ βρίσκω στολισμένη
      μέ τή φιληνάδα σου.
      - 'Ας ἐρχόσουν κι ἂς βραχόσουν
      κι ἂς γινόσουνα παπί,
      ροῦχα εἶχα νά σ’ἀλλάξω,
      πάπλωμα νά σκεπαστεῖς,
      τό κορμάκι μ’ ν’ἀγκαλιάσεις
      γιά νά εὐχαριστηθεῖς
      ».

    Στη Μακρινίτσα και στα χωριά του νότιου Πηλίου τόνιζαν και τούτο3:

    • «Ἦρθις ὓπνε;
      καλῶς ἦρθις.
      Πάρι τό σκαμνί καί κάτσε.
      Ν’ἀδειάσου νά ξαδειάσου
      νά σ’ κωθῶ νά σ’ ἀγκαλιάσου
      »4.

    Κοντά σ’αυτό και το τρίστιχο:

    • «Γνέσι, γνέσι τσικρικίτσα μ’
      Πασχαλιά γιουρτή θά ἔρθει
      κι ὁ ἂντρας μου βρακί δέν ἒχει
      ».

    Αντίδοτα του ύπνου είταν ακόμα και διάφορα φαγώσιμα που ψένανε στα κάρβουνα: Ξερά ρεβύθια, κουκιά, καλαμπόκι, κάστανα, καρύδια και άλλα. Οι άντρες είχαν περισσότερο προτίμηση στους μεζέδες, το τσίπουρο και το κρασί. Έτρωγαν και ευφραίνονταν όλοι μέσα σε ατέλειωτο κουβεντολόι και χάχανα. Έλεγαν και πιπεράτα αστεία, χωρίς ανοιχτές κουβέντες, αλλά αρκετές φορές με υπονοούμενα, και ξανοίγονταν και σε πειράγματα. Πάντοτε βέβαια μέσα σε ατμόσφαιρα εγκαρδιότητας και συνδιαλλαχτικής επικοινωνίας. Ποτέ στο Πήλιο δεν ακούστηκε κάποιο επεισόδιο σε νυχτέρι ή -το χειρότερο- κάποιος ξυλοδαρμός, όπως συνέβαινε τόσες φορές στα πανηγύρια. Τα νυχτέρια δημιουργούσαν μια υψηλή συναισθηματική θερμοκρασία στις συντροφιές της νύχτας. Δεν γίνονταν όμως τα Σαββατόβραδα και τις παραμονές των μεγαλύτερων θρησκευτικών γιορτών. Τότε δεν επιτρεπόταν να «νυχτερέψουν». Είταν αμαρτία, έλεγαν, και μπορούσαν να πάθουν κακό5.

    1. Στη Μακρινίτσα αναφέρονται και άντρες που ύφαιναν στον αργαλειό· λέγονταν «κιλιμτζήδες». Ακόμα και ένας ιερέας, ο Θεοδώρου, είταν άσος στην τέχνη του αργαλειού και τον έλεγαν παπα-Κιλιμτζή. «Ἒψελνε στήν ἐκκλησία καί ἕφαινε στό σπίτι. Χρησιμοποιοῦσε δέ πολύ ὡραῖα χρώματα γιά νά βάφει τά νήματα καί ἔκανε ὡραίους συνδυασμούς στά σχέδιά τους. Ὡς σήμερα τά κιλίμια του θαυμάζονται γιά τήν ὀμορφιά τους» (Αποστολίας Νάνου-Σκοτεινιώτη, Σελίδες απ’τη Μακρινίτσα, Γ' έκδοση, Βόλος 1981, σελ. 46).
    2. Γιώργου Θωμά, Τα νυχτέρια των χωριών, εφημ. «Η Θεσσαλία» (Α' μέρος) 25 Οκτωβρίου 1966 και εφημ. «Η Θεσσαλία» (Β' μέρος) 26 Οκτωβρίου 1966.
    3. Αποστολίας Νάνου-Σκοτεινιώτη, Σελίδες απ’τη Μακρινίτσα, όπ.π., σελ. 39.
    4. Στο νότιο Πήλιο:
      • «νά νέσω, νά ξενέσω,
        νά σε' πάρω ἀγκαλιά νά πέσω
        ».
    5. Παλιότερα φαίνεται πως απαγορευόταν το νυχτέρι και την Τετάρτη. Αυτό συμπεραίνω από μια ζαγοριανή παράδοση, σύμφωνα με την οποία μια κακιά νεράιδα, η «Κουτσοτετάρτ’» ή «Κουτσοτετράδ’» γύριζε τις νύχτες στο χωριό κι ενοχλούσε αυτούς που «νυχτέρευαν» την Τετάρτη. Το ξωτικό παρουσιάστηκε για πρώτη φορά γύρω στα 1850 στην Κατίνα Κουλιτζή, που έκανε μόνη της νυχτέρι κι έγνεθε με τη ρόκα της. Όρμησε τότε απάνω της και της έδωκε ξύλο πολύ (βλ. σχετικά Γιώργου Θωμά, Τα νυχτέρια των χωριών, όπ.π.).