• Στη γιορτή των Αγίων Θεοδώρων

    Μέρα της γυναίκας και κυρίως των ανύπαντρων κοριτσιών είταν η γιορτή των Αγίων Θεοδώρων, που έπαιρνε στα μάτια και των Πηλιοριτών μαγική σημασία. Οι Άγιοι αυτοί δηλαδή είχαν οπλιστεί με ικανότητες αποκάλυψης του γαμπρού ή και της νύφης στους ενδιαφερομένους. Έτσι τις απογευματινές ώρες της παραμονής, αφού συγκεντρώνονταν τα κορίτσια σε φιλικά σπίτια της γειτονιάς, πήγαιναν αμίλητα στην κοντινή βρύση κι έπαιρναν από μια μπούκα νερό. Κρατώντας το τώρα στο στόμα, περιτρέχανε -το καθένα χωριστά- στους δρόμους, προσέχοντας ν’ακούσουν κάποιο αντρικό όνομα. Αυτό σήμαινε πως το όνομα που θα ’κουγαν, αυτό και θα έφερνε ο αυριανός σύζυγός τους1.

    Ώρα εσπερινού μετέβαιναν στην εκκλησιά, έχοντας μαζί τους απόνα σακουλάκι σιτάρι η καθεμιά για να «διαβαστεί»2. Επιστρέφοντας στα σπίτια τους, «έσπερναν»3 ένα μέρος στο δρόμο και κατά προτίμηση σε σταυροδρόμι. Μπορούσαν όμως να «σπείρουν» το σιτάρι και μέσα σε μια εκκλησιά ή και σε κάποιο ξωκλήσι αν έμεναν σε εξοχικό οικισμό. Το υπόλοιπο, τέλος, το έβαζαν το βράδι κάτω απ’το μαξιλάρι τους, ενώ συγχρόνως παρακαλούσαν τους Αγίους Θεοδώρους με τούτο το δεκάστιχο, που ψέλλιζαν στο ανατολικό, το δυτικό και το βόρειο Πήλιο4:

    • «Ἃγιοι Θεόδωροι καλοί
      κί καλοί θαυματουργοί
      αὐτοῦ στην ἔρημο πού πᾶτε
      καί τις μοῖρες χαιρετᾶτε
      ἂν εὑρῆτε τή δίκιά μου
      νά τή διπλοχαιρετᾶτε,
      κι ὅποια εἶναι ἡ μοίρα μου,
      κι εἶναι ἂξια κί καλή
      πέστε της στά ὄνειρά μου
      νά’ρθη νά μέ βρῆ
      ».

    Στα χωριά του νότιου Πηλίου τόνιζαν διαφορετικό στιχούργημα κι απευθύνονταν σε έναν Άγιο5:

    • «Άγιε Θόδωρα καλέ
      και καλέ και θαυμαστέ
      αυτού στην έρημο που πας
      και τις μοίρες απαντάς,
      αν δεις και τη δική μου
      να τη χαιρετάς.
      Αν στέκεται, να περπατεί
      κι αν κάθεται, να σηκωθεί
      ».

    Στο τέλος τόνιζαν το πεζό: «Κι όποιος είναι ας έρθ’ απόψ’ να θιρίσουμι μαζί του στάρ’». Σύμφωνα λοιπόν με τη λαϊκή αντίληψη, η κόρη θα έβλεπε στ’ όνειρό της τον αυριανό άντρα της.

    Τέλος η σύναξη των κοριτσιών έβαζε κι έναν ακόμα στόχο: Την κατασκευή αλμυροκουλούρας. Κάθε συντροφιά ζύμωνε τη δική της, αφού έπαιρνε τ’αλεύρι ή και το αλάτι από τρεις «πρωτοστεφάνωτες» γυναίκες που δεν είχαν δοκιμάσει το πένθος στα τελευταία χρόνια. Την έκανε μικρή και στρογγυλή με διάμετρο τέσσερις με πέντε πόντους, γεμάτη με αλάτι μέσα και την έψηνε στη στάχτη. Απ’αυτή έκοβαν μικρά κομματάκια και τα’τρωγαν τ’ανύπαντρα κορίτσια προτού κοιμηθούν, για να διψάσουν τη νύχτα και να ιδούν το γαμπρό στ’ όνειρό τους να τα πηγαίνει νερό να πιουν και να ξεδιψάσουν.

    Όλα τούτα έδιναν ένα πολύ διασκεδαστικό χρώμα στο χωριό και ικανοποιούσαν βαθιές ανησυχίες του γυναικόκοσμου κυρίως, νοστιμεύοντας περισσότερο τη ζωή τους.

    1. Στο μικρό χωριό του Αγίου Δημητρίου Κισσού, τα κορίτσια έπαιρναν από τρεις «πρωτοστεφάνωτες» γυναίκες ισάριθμες κλωστές, τις έστριβαν κι ύστερα πήγαιναν κι έδεναν το φυτό «βεργογιάννης», που φύτρωνε -και φυτρώνει ακόμα- στην περιοχή. Συγχρόνως παρακαλούσαν τον «Αϊ-Θόδωρο» να στείλει στ’ όνειρό τους τον αυριανό σύντροφό τους για να λύσουν μαζί το «βεργογιάννη» (Κώστα Λιάπη, Το μάντεμα του γαμπρού, Λαρισαϊκά Γράμματα, τεύχ. 5-6, Λάρισα Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1975, σελ. 173).
    2. Δεν διαβαζόταν βέβαια με ειδική ευχή αλλά με τους ψαλμούς του εσπερινού.
    3. Έριχναν δηλαδή στο δρόμο το σιτάρι, όπως το ρίχνει σπέρνοντάς το ο γεωργός.
    4. Κώστα Π. Καρυδάκη, Πηλιορείτικη Λαογραφία, όπ.π., σελ. 34.
    5. Από την προφορική παράδοση.