Η γιορτή των «Μάηδων» είχε καθιερωθεί -άγνωστο από πότε-1 στη Μακρινίτσα, την Πορταριά, τον Άγιο Λαυρέντιο, τη Δράκια, τον Αϊ - Γιώργη Νηλείας και τον Κισσό, κι άρχιζε το πρωί της Πρωτομαγιάς. Εκεί όμως που επικράτησε κι ακούστηκε περισσότερο αυτή η γιορτή, είταν η Μακρινίτσα2. Ένα συγκρότημα λοιπόν από 15 με 20 άντρες -όλοι τους μασκαρεμένοι-3 έχοντας μαζί και δύο λαϊκούς οργανοπαίχτες (πίπιζα και νταούλι), έπαιρνε σβάρνα τους δρόμους και τις γειτονιές του χωριού και ξεσήκωνε τον κόσμο. Πρώτα όμως κατέληγε στην κεντρική πλατεία του χωριού, όπου κόσμος και κοσμάκης έβγαινε να καμαρώσει τους «Μάηδες». Αυτοί, φτάνοντας στην πλατεία, έστηναν διάφορους χορούς με τους ήχους της πίπιζας και του νταουλιού· πρώτα όλοι μαζί κι ύστερα κατά μικρότερες ομάδες: Ο γενίτσαρος (γαμπρός) με το κορίτσι («συγκαστόν», ένα είδος καρσιλαμά), τα ζεμπέκια (συρτό κι ένα είδος ζεϊμπέκικου), ο χότζας (χοτζάδικο χορό), ο γύφτος με τη γύφτισσα (γύφτικο χορό με το γύφτο να ξεστομίζει ανοιχτές κουβέντες και να προβαίνει σε «άσεμνες» χειρονομίες στη γύφτισσα), η αρκούδα (με τις προσταγές του αρκουδιάρη που την έσερνε και που στο τέλος την ανάγκαζε να μιμηθεί κινήσεις απ’ τις αρκούδες, όταν οι τελευταίες ανταποκρίνονταν στις επιταγές των αρκουδιάρηδων) και ο εβραίος (εβραίικο χορό). Τέλος ο «Μάης», ντυμένος με πρασινάδες και λουλούδια, στεκόταν σε μιαν άκρη με το μαγιόξυλο να το χτυπάει στη γη, ενώ τα διαβολάκια πηγαινοέρχονταν δώθε κείθε, κυνηγώντας τα παιδιά. Ανάμεσα στους χορούς τονιζόταν και το μιμόδραμα «θάνατος» - «ανάσταση». Ο «γύφτος» δηλαδή ή κάποιος άλλος απ’το μπουλούκι προσποιούνταν ότι πείραζε με ανήθικο τρόπο το «κορίτσι». Στη στιγμή ο «γενίτσαρος» («γαμπρός») τραβούσε την μπιστόλα του και σκότωνε τάχα τον φταίχτη, που έπεφτε κάτω ξερός. Έτρεχαν όλοι γύρω, έτρεχε κι ο «γιατρός» κι «ανάσταινε» τον «νεκρό». Η «ανάσταση» πανηγυριζόταν με χάχανα κι ενθουσιασμό απ’ όλους.
Απ’ την πλατεία οι «Μάηδες» ξεκινούσαν με θόρυβο και με τα λαλούμενα να παίζουν, για το γύρο του χωριού. Έμπαιναν και μέσα στις αυλές ανερώτητα κι έστηναν χορό με το τραγούδι:
Ύστερα γινόταν μια επίκληση στη γενναιοδωρία του «αφέντη» του σπιτιού και τονίζονταν ευχές:
Οι νοικοκυρές ανταποκρίνονταν και πρόσφεραν στους «Μάηδες» διάφορα φιλέματα: καρύδια, φουντούκια, μύγδαλα, αυγά, χρήματα κλπ., κερνώντας τους κιόλας κρασί ή τσίπουρο.
Την άλλη μέρα οι ανοιξιάτικοι γιορταστές τραβούσαν κι επισκέπτονταν γειτονικά χωριά. Κατέληγαν πρώτα στην πλατεία, συγκεντρώνοντας εκεί τους κατοίκους, και ρίχνονταν πάλι στο χορό με όλα τα παρεπόμενα. Ύστερα περιέρχονταν τα σπίτια, τραγουδώντας και χορεύοντας και, βέβαια, μαζεύοντας δώρα. Οι «Μάηδες» της Μακρινίτσας είχαν μεγαλύτερη... εμβέλεια στις κινήσεις τους. Αφού στις 2 Μαΐου το είχαν τάμα να βρεθούν στο πανηγύρι του γειτονικού χωριού «Σταγιάτες» και να εφαρμόσουν το πρόγραμμά τους, την άλλη μέρα τραβούσαν σ’ άλλα χωριά. Κατέβαιναν και στο Κάστρο του Βόλου, όπου και η διοίκηση των Τούρκων, και χόρευαν μπροστά τους, και κάποιες φορές έφταναν έως τη Ζαγορά, τέσσερις ώρες με τα πόδια. Στη μεγάλη πλατεία τ’ Αϊ - Γιώργη τόνιζαν τον ενθουσιασμό τους μέσα σε πλήθη Ζαγοριανών, που έτρεχαν ασυγκράτητοι να ιδούν τους «Μάηδες». Δεν ξεχνούσαν βέβαια και τις εκδηλώσεις τους στα διάφορα σπίτια της πολίχνης, ακόμα και σ’αυτά των προυχόντων, απ’ όπου και εισπράττανε γερά φιλοδωρήματα.
Στις 8 Μαΐου -τελευταία πια μέρα του εθιμικού τους χρέους- θα βρίσκονταν πάλι στη Μακρινίτσα. Κείνη την ημέρα θα έδιναν το γιορταστικό τους παρών στο πανηγύρι τ’ Αϊ - Γιαννιού στο συνοικισμό «Κακουνά». Θα συμμετείχαν στο κοινό γιορτάσι έως το βράδι, οπότε και θα ξεντύνονταν, για να συνεχίσουν τη ζωή της καθημερινότητας, ύστερ’ από οχτώ μέρες σκληρό φαγοπότι και ξέφρενο γλέντι5.