• Στις λιτανείες

    Συνηθισμένη θρησκευτική εκδήλωση αποτελούσαν και οι λιτανείες σ’ όλα τα χωριά. Οι πιο πολλές βέβαια είταν έκτακτες κι οργανώνονταν σε μέρες αναβροχιάς ή επιδημικής ασθένειας1, επιδρομής ακρίδας, παρουσίας κάμπιας κλπ. Μια φορά όμως το χρόνο, κάθε Μεγάλη Δευτέρα, η λιτανεία είταν καθορισμένη. Πάντως είτε στις έκτακτες, είτε στις τακτικές, οι χωρικοί συγκεντρώνονταν ύστερ’ απ’ το κάλεσμα της καμπάνας, στην εκκλησιά. Εκεί τα παιδιά από 10-18 χρονώ, ή και μεγαλύτεροι κάποτε, σήκωναν κι έπαιρναν στα χέρια όλες τις φορητές εικόνες, εκτός απ’ τις μεγάλες του τέμπλου, κι αμέσως σχηματιζόταν πομπή. Προηγούνταν τα εξαπτέρυγα (μαζί και τα μεγάλα φανάρια απάνω σε κοντό, που είχε κάθε ναός) και ακολουθούσαν οι παπάδες και οι ψάλτες, τα παιδιά με τα εικονίσματα μπροστά στο στήθος κι ο λαός· όλοι νηστικοί. Η πομπή έβγαινε έξω απ’το χωριό, με τους παπάδες και τους ψάλτες να ψέλνουν στο δρόμο, και το λαό να τονίζει κάθε τόσο το «Κύριε ελέησον», «Παναγία βόηθα μας» κλπ. Σε χωριά του νότιου Πηλίου τόνιζαν άλλη επωδό, σε ήχο 2/4:

    • «Ένας είναι ο Θεός, ο Μεγαλοδύναμος
      Κύριε ελέησον.
      Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον.
      Παναγία Δέσποινα, φύλαξε τους δούλους σου,
      Κύριε ελέησον
      ».

    Κατά την πορεία σταματούσαν και γονάτιζαν όλοι, κοιτάζοντας προς την ανατολή, και διάβαζαν σύντομες ευχές παπάδες και ψάλτες. Έκαναν έτσι ένα μικρό κύκλο έξω απ’την πολίχνη κι επέστρεφαν στην εκκλησιά. Έπαιρναν τ’αντίδωρο και διαλύονταν2.

    Πιο αυστηρό χαραχτήρα διατηρούσαν οι έκτακτες λιτανείες, όπου ακολουθούσαν ακόμα και βρέφη στα χέρια, τα σχολειαρόπαιδα (μερικοί πήγαιναν ξυπόλητοι) κι όλοι βέβαια νηστικοί. Εδώ η πομπή μπορούσε να φτάσει έως το μακρυνότερο σημείο της αγροτικής περιοχής του χωριού, αν γινόταν για την ακρίδα, και να κρατήσει όλη μέρα. Με σταθμούς βέβαια και γονατίσματα και ψαλμουδιές3.

    Ένα είδος λιτανείας, μπορεί να πει κανείς, αποτελούσαν και κάποιες άλλες θρησκευτικές εκδηλώσεις στο Πήλιο, όπως:

    1. Η λιτάνευση της εικόνας του αγίου που γιόρταζε γύρω απ’το ναό του, που τη συναντούσαμε (και τη συναντούμε ακόμα) σ’ όλα τα θρησκευτικά καθιδρύματα του Πηλίου, ακόμα και στο πιο απομακρυσμένο ρημοκλήσι, εφόσον επέτρεπε βέβαια η διαμόρφωση του εδάφους.
    2. Η περιφορά του επιτάφιου στο ναό τη νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής. Στα χωριά του ανατολικού Πηλίου περιέφεραν έως το 1890 τουλάχιστο τον πάνινο επιτάφιο, ενώ οι πιστοί ακολουθούσαν με αναμμένες τις λαμπάδες στα χέρια. Είτε όμως το κουβούκλιο είτε τον πάνινο επιτάφιο περιέφεραν, περνούσαν όλοι στην είσοδο του ναού κάτω απ’αυτό.
      Η σχετική περιγραφή, που μας άφησε από το 1890 ο Γεώργιος Αδρακτάς4 είναι χαραχτηριστική: «Ὃταν ἐπιστρέψωσιν (απ’ την περιφορά), οἱ ἱερεῖς ἵστανται ἑκατέρωθεν τῆς θύρας κρατοῦντες τήν ἱεράν εἰκόνα (δηλαδή τον πάνινο επιτάφιο), κάτωθεν δ’αὐτῆς μετ’ εὐλαβείας διέρχονται οἱ πιστοί, ἐνῶ ἐπί τοῦ κωδωνοστασίου οἱ παῖδες κρούουσι μετ’ ἰδιαιτέρας χαρᾶς πενθίμως τόν κώδωνα».
    3. Η περιφορά της αναστάσιμης εικόνας στην εκκλησιά ύστερ’ απ’το «Χριστός Ανέστη».
    4. Η πομπή του εκκλησιάσματος στη βρύση του χωριού5 ή στην κοντινή θάλασσα6 τα Φώτα για την τελετή κατάδυσης του σταυρου στο νερό7.
    5. Η συνοδεία μιας εικόνας αγίου από μοναστήρι στο κοντινό χωριό και τανάπαλι, σε ορισμένη ημερομηνία.

    Σε αρκετά δηλαδή χωριά (Ζαγορά8, Άγιος Γεώργιος Νηλείας9, Προμίρι10, Μακρινίτσα11, Άνω Βόλος (πληροφορία του ερευνητή δασκάλου Θανάση Ζέρβα) υπήρχε παλιά συνήθεια να μεταφέρεται ο «άγιος» με τη συνοδεία νεανίδων και άλλων χωρικών, καθώς και καλόγερων, στην πολίχνη όπου υπαγόταν το μοναστήρι. Στην παρυφή της πολίχνης συγκεντρώνονταν οι παπάδες, οι ψάλτες και πολλοί λαϊκοί για να υποδεχτούν τον «άγιο». Αποκεί ο τελευταίος μεταφερόταν, με τη συνοδεία όλων, στο μητροπολιτικό ναό, όπου προβαλλόταν για προσκύνημα. Συνήθως την εικόνα αυτή περιφέρανε, ύστερ’ από λίγες μέρες, σ’ όλα τα σπίτια, κι οι πιστοί πρόσφεραν δώρα (χρήματα, λάδι, αλεύρι κ.ά.).

    Όταν περνούσαν σαράντα μέρες, συνήθως, γινόταν η αντίστροφη πορεία, κι ο «άγιος» μεταφερόταν πάλι στο μοναστήρι του. Μεταφέρω εδώ μια σχετική λαϊκή αφήγηση από μια τέτοια συνήθεια του χωριού «Άγιος Γεώργιος» Νηλείας12:

    «Τουν «Ἃγιου» (την εικόνα των Ταξιαρχών απ’ το ομώνυμο μοναστήρι) τούν κατέβαζαν μέ μεγάλ’ συνοδεία, ὅταν ἦταν παπᾶς στού μουναστήρ’ ἡ Παπαχρήστους, τού χ’μώνα στ’Μεγα- σουτήρα (το άλλο μοναστήρι της Αγίας Σωτήρας) στά Κανάλια κί τούν ξανανέβαζαν στού μουναστήρ’ ύστερα ἀπ’ τού Πάσχα. Κουντά ὅμους ἀπ’ τούν πόλεμου, ὅταν ρήμαξε ἡ Μεγασουτήρα, τούν ἔφερνε ἡ Κοινότητα γι’ ἀσφάλεια στή Βαγγελίστρια στ’ ν Ἀπάν’ τ’ Γατζέα τού χ’μώνα. Κί τ’ ἀνεβουκατέβασμα τοῦτο τ’ς εἰκόνας γένουνταν πιά δίχους ψαλμουδιές, λιβάνια καί «κύριε ’λέησον». Ἂλλαξε ἡ κόσμους κουντά ἀπ’ τού μπόλεμου, σκλήρυνε, απίστ’σε. Γιά τ’ αὐτό, φαίνεται μάς βαρέθ’κε κι ἡ Ἃγιους -ἡ Θεός νά με σ’χωρέσ’- κί πήρε τά μάτια τ’ κι έφυγε ...».

    Εντυπωσιακή είταν και η τελετή μεταφοράς της εικόνας της Παναγίας -Πέμπτη μετά το Πάσχα- από τόν Άνω Βόλο (ή την Άλλη Μεριά), όπου φυλαγόταν για ένα χρόνο, στο ναό της απάνω στο λόφο της Γορίτσας (Ζωοδόχος Πηγή). Την έπαιρναν καβαλάρηδες και με τη συνοδεία κλήρου, ιεροψαλτών και πιστών από τον Άνω Βόλο, Μακρινίτσα, Πορταριά κλπ. την πήγαιναν πρώτα στην Άλλη Μεριά. Όλο το χωριό εδώ με τους ιερείς του, υποδέχονταν την εικόνα και την οδηγούσαν στη μητρόπολή του. Διαβαζόταν δέηση και γινόταν το προσκύνημα. Τη σήκωναν πάλι και στην παρυφή της Άλλης Μεριάς την παράδιναν σε άλλα χέρια, σε Ανωβολιώτες, που θα την πήγαιναν στη Γορίτσα. Όταν τέλειωνε όμως το πανηγύρι την επομένη της Διακαινησίμου, η εικόνα μεταφερόταν με την ίδια διαδικασία, στον Άνω Βόλο (ή την Άλλη Μεριά), όπου την τοποθετούσαν στη θέση της στο ναό. Όλα τα χωριά της περιοχής, αλλά και ο μικρός τότε Βόλος κάτω, είταν στο πόδι, και η χαρά τους επισφραγιζόταν με χορούς στις πλατείες.

    1. Μια ενθύμηση από το 1854 σε εκκλησιαστικό βιβλίο του μοναστηριού της Παναγίας στο Μετόχι, μιλάει εύγλωττα για τέτοιες λιτανείες όταν έπεσε χολέρα στην περιοχή της Αργαλαστής: «Οὕλα τά χωριά τρόμαξαν. Κάνουν λετουργίαις, ἀγρυπνίες κέ λιτανήες ουλη μερα ή ιερίς καί ου λαός κάνει προυσιφχί κέ μέ τίς θίες οικόνες κε τα εξεπτέριγα παρακαλί τό μεγαλοδίναμο νά σταματίσ του κακο. Κίριε ελέισον ουλι τίν ιμερα ακούετι στά χουργιά (...)» (Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ.π. σελ. 562).
    2. Περιγραφή λιτανείας στην περιοχή Μακρινίτσας βλ. Αποστολίας Νάνου-Σκοτεινιώτη, Μακρινίτσα, όπ.π., σελ. 113-115.
    3. Αρκετές φορές αντί να λιτανεύουν τις εικόνες του ναού, λιτάνευαν μία που έφερναν συνήθως από άλλο χωριό ή μοναστήρι και θεωρούνταν θαυματουργή. Η εικόνα πάντως με τη μεγαλύτερη επιρροή στη λαϊκή ψυχή του Πηλίου, είταν της Παναγίας Ξενιάς (για το μοναστήρι βλ. Νικολάου Γιαννόπουλου, Η Ιερά Μονή Ξενιάς εν Θεσσαλία, Θεσσαλικά Χρονικά, τόμ. Δ', Αθήναι 1933, σελ. 64-84). Γι’αυτό και η εικόνα της περιόδευε πολλές φορές στα χωριά. Άλλες εικόνες που έκαναν γύρα στο Πήλιο είταν: Της Παναγίας απ’ το ομώνυμο μοναστήρι στο νησί του Τρίκερι, του αρχάγγελου Μιχαήλ απ’ το μοναστήρι των Ταξιαρχών στον Αϊ - Γιώργη Νηλείας (για το μοναστήρι βλ. Κώστα Λιάπη, Η Μονή των Ταξιαρχών στον Αη - Γιώργη Νηλείας, όπ.π.), του Αγίου Γερασίμου απ’το μοναστήρι της Σουρβιάς στο ΒΑ Πήλιο και 3-4 ακόμα. Αλλά κι ένα κομμάτι «τίμιου σταυρού» έφεραν γύρω στα 1854 στα χωριά της Ζαγοράς, όταν η περιοχή είχε πλημμυρίσει στις ακρίδες. Οργανώθηκε μεγάλη λιτανεία, που έφτασε και στο Χορευτό. Εκείνη τη νύχτα όλη η ακρίδα έπεσε στη θάλασσα και το πρωί είχαν γεμίσει οι ακρογιαλές του Χορευτού. (Από παραδόσεις που αποθησαύρισα στη Ζαγορά το 1960-1965). Ένα είδος λιτανείας είταν ακόμα, σύμφωνα με την παράδοση, και δυο πομπές γύρω απ’την Κερασιά και το Προμίρι, με σκοπό την «ύψωση» δέντρων (Γιώργου Θωμά, Τα «υψωμένα» δέντρα της Θεσσαλίας, Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών, τόμ. Ζ', Βόλος 1985, σελ. 213-216 (και ανάτυπο).
    4. Η Μεγάλη Εβδομάς επί του Πηλίου, όπ.π.
    5. Σε όλα τα μεσόγεια χωριά του Πηλίου, που είχαν τρεχούμενα νερά, διατηρούνταν ολοζώντανο το έθιμο να διαβάζεται ο αγιασμός των Φώτων σε μια κεντρική βρύση, όπου μετέβαιναν όλοι οι κάτοικοι, κι η τελετή έπαιρνε πολύ πανηγυρικό χαραχτήρα. Σήμερα μόνο στη συνοικία του Αγίου Γεωργίου Μηλεών διατηρείται η συνήθεια.
    6. Στα παραθαλάσσια χωριά συνηθίζονταν το ρίξιμο του σταυρού στη θάλασσα. Σχετικά ο Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης σημειώνει («Προμηθεύς» 4 (1892) αριθμ. 37, σελ. 302): «Τά Φῶτα ἔγινε ἁγιασμός καί ἔρριψαν τό σταυρό στή θάλασσα (πού όμως δεν το σημειώνει). Οἱ νέοι ἔπεφταν στή θάλασσα καί τσακώνονταν ποιος θά πιάση τό σταυρό». Πάντως σε κανένα χωριό δεν διασώθηκε παράδοση για το πέσιμο κολυμβητών στη θάλασσα με στόχο την ανέλκυση του σταυρού.
    7. Στο Χορευτό συνηθιζόταν και μια άλλη θρησκευτική εκδήλωση. Όταν επέστρεφαν τα ζαγοριανά καράβια, τελούνταν πανηγυρική λειτουργία στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου με την παρουσία συνήθως και του δεσπότη Βόλου και όλων σχεδόν των Ζαγοριανών, που κατέβαιναν απ’τη Ζαγορά να υποδεχτούν τους ναυτικούς. Ύστερα από τη λειτουργία, σχηματιζόταν πομπή έως την αμμουδιά, κι ο δεσπότης ανέβαινε στα καράβια να διαβάσει αγιασμό (βλ. σχετικά Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ.π., σελ. 355).
    8. Εδώ «είτον σινήθια παλειά την ειμέραν του Θωμά θαλαστίλη ὀ ειγούμενος (σημ.: του μοναστηριού Ταξιαρχών) των ειερέα μετην εικώνα των ταξιαρχών ἀπάνω ἡς την Ζαγωράν να ψάλι τους αγιασμούς εἰς ὀλην την Ζαγωράν (σημ.: και του Πουριού)» (βλ. Απόστολου Γ. Κωνσταντινίδου, Τα εν τω Πηλίω όρει παλαιά και σύγχρονα χριστιανικά Μνημεία, όπ.π., σελ. 151).
    9. Κώστα Λιάπη, Η Μονή των Ταξιαρχών στον Αη-Γιώργη Νηλείας, όπ.π., σελ. 107.
    10. Από την ανέκδοτη μελέτη μου «Η Λαϊκή Λατρεία του Προμιριού», που πήρε το πρώτο βραβείο από το Λύκειο των Ελληνίδων στα 1977.
    11. Εδώ μεταφέρανε την εικόνα και την κάρα του Αγίου Γερασίμου από το μοναστήρι της Σουρβιάς αρχικά στο μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου πάνω απ’ τη Μακρινίτσα κι ύστερα στον εξοχικό οικισμό της, το Φυτόκο. Η μεταφορά στον οικισμό γινόταν τη Μεσοπεντηκοστή από τον ιερέα και άντρες, που ανέβαιναν επίτηδες στο μοναστήρι. Στο κατέβασμα σταματούσαν σε περίοπτη θέση και ύψωναν άσπρο μαντίλι να το ιδούν οι συγκεντρωμένοι χριστιανοί του Φυτόκου και να σπεύσουν για την υποδοχή. Έφερναν ακόμα και βρέφη στην αγκαλιά τους, κι όλοι γονάτιζαν και προσεύχονταν με το πλησίασμα της εικόνας και της κάρας του Αγίου. (Βλ. σχετικά Ανωνύμου, Το πανηγύρι στο Φυτόκο, εφημ. «Η Θεσσαλία» 14 Μαΐου 1985).
    12. Κώστα Λιάπη, Η Μονή των Ταξιαρχών στον Αη-Γιώργη Νηλείας, όπ.π., σελ. 107.