• Στο στολισμό του επιταφίου τη Μεγάλη Παρασκευή

    Μέσα στο πένθιμο κλίμα της Μεγάλης Παρασκευής στο Πήλιο δημιουργούνταν από παλιά μια παρένθεση κάποιας χαράς, καθώς τ’ ανύπαντρα κορίτσια κάθε πολίχνης συνάζονταν -και συνάζονται ακόμα- στο ναό για να στολίσουν τον επιτάφιο. Είχαν μαζί τους λουλούδια απ’ τις αυλές των σπιτιών τους, και μέσα σε ακατάσχετο κουβεντολόι προβαίνανε στο στολισμό με φροντίδα και προσοχή. Σώζεται μάλιστα και μια σχετική περιγραφή από το 1890, την οποίαν αξίζει να γνωρίσουμε1:

    «Ἁγναί παρθένοι ὡς περιστεραί ἀθῶαι, θά συνάξωσιν ἀπό πρωΐας ἂνθη δροσερά καί εὐώδη, θά τά ποικίλωσι διά χρυσοχάρτου (βαράκι), θά ποιήσωσι δι’αὐτῶν σταυρούς καί ἂλλα, καί περί την δείλην (της Μεγάλης Πέμπτης) θά φέρη ἑκάστη ἐντός κανίστρου ἤ δίσκον τά ἰδικά της εἰς τήν ἐκκλησίαν. Δι’αὐτῶν θά στολισθῆ ὁ τάφος τοῦ Χριστοῦ (...) Αἱ ἀνθοφόροι κόραι ἔρχονται. Ἐν γένει ἡ ἡμέρα φαίνεται πένθιμος· μέχρι δέ τῆς δείλης οὐδείς τρώγει τι, πρίν ἤ ἠχήση ὁ πένθιμος κώδων. Μ’ ὄλα ταῦτα αἱ νέαι γελῶσι. Διατί; Διότι εἶναι νέαι.

    Ἡ νεότης ἀείποτε γελᾶ. Ἐν τῶ ἅμα τό γυμνόν ξύλον μεταβάλλεται λαμβάνον ὄψιν πένθιμον καί σοβαράν. Αἱ τρυφεραί τῶν παρθένων χεῖρες ἐργάζονται μετά δραστηριότητος προσδένουσαι τά ἂνθη, ὑπό τά ὁποῖα θά ἀναπαυθῆ κατά τήν πίστιν τοῦ λαοῦ ἐπί μίαν ἡμέραν τό νεκρόν τοῦ Κυρίου σῶμα. Ἐνθυμοῦμαι πρό τινων ἡμερῶν εἶδον κυψέλην, περί ἥν πληθύς μελισσῶν περιίπτατο βοΐζουσα. Τήν εἰκόνα ταύτην φέρει εἰς τόν νοῦν μου ἡ θέα τῶν νεανίδων (...)».

    Ο επιτάφιος στολίζονταν στη μέση του ναού2 απ’ τα κορίτσια, που συναγωνίζονταν ποιο θα έβαζε τα καλύτερα λουλούδια και ποιο θα τα έδενε συντομότερα. Εργάζονταν και μιλούσαν. Ο ίδιος μάλιστα ο παραπάνω απομνηματογράφος παραθέτει κι ένα διάλογο, που άκουσε μεταξύ των κοριτσιών:

    • - Γιά δές τί ὡραῖα πού ἐπῆγε τό στεφάνι μου ἐκεῖ στή μέση, Ἑλένη.
      - Καί ὁ σταυρός μου, δέν μοῦ λές τί σοῦ ἔχει; Μακάρι νά εἶχα ἂλλον ἕναν νά βάλω καί ἀπό τήν ἂλλη μεριά...
      - Καλά δά ἦταν νά τό στολίσης ὅλο ἐσύ. Θά βάλω ἐγώ τά κρίνα μου.
      - Οὔ, αὐτά τά ζαρωμένα. Ἑκατό χρονῶν θά εἶνε....
      - Μάτια μου, κι ἐγώ πού τάκοψα πρίν ἔβγη ὁ ἥλιος.

    Έλεγαν κι άλλα τα κορίτσια, για να επέμβει στο τέλος ο γέρο-επίτροπος του ναού και να τα σταματήσει:

    • - Παῦστε πλειά. Ἐσᾶς θ’ἀκούω;

    Γύρω στις 11 η ώρα το πρωί τέλειωνε ο στολισμός, κι ο επιτάφιος παραδινόταν στους εκκλησιαστικούς επιτρόπους για να τον μεταφέρουν στο κέντρο του ναού. Κάτω απ’ αυτόν το βράδι, προτού ν’αρχίσει η ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής έμπαιναν, στα χωριά του ανατολικού Πηλίου, παιδιά έως 15 χρονώ κι έψελναν:

    • «Κάτω στά Ἑροσόλυμα καί στοῦ Χριστοῦ τόν τάφο,
      ἐκεῖ δεντρί δέν ἤτανε καί δέντρο φανερώθη.
      Τό δέντρο ἦταν ὁ Χριστός καί ἡ ρίζα ἡ Παναγία
      καί αὐτά τά φυλλοκλώναρα ἦταν οἱ Ἀποστόλοι
      »3.

    Τα μεσάνυχτα της Μεγάλης Παρασκευής γινόταν η περιφορά, κι ύστερα οι πιστοί περνούσαν κάτω από τον υψωμένο επιτάφιο.

    1. Γεωργίου Αδρακτά, Η Μεγάλη Εβδομάς επί του Πηλίου, όπ.π.
    2. Σε άλλα χωριά του Πηλίου τον επιτάφιο στόλιζαν στο νάρθηκα του ναού.
    3. Γεωργίου Αδρακτά, Η Μεγάλη Εβδομάς επί του Πηλίου, όπ.π.