• Στην Ανάσταση

    Αν ο Πηλιορίτης της Τουρκοκρατίας μπορούσε να δικαιολογήσει στη συνείδηση του την απουσία του απ’ το χωριό οποιαδήποτε μέρα του χρόνου, την απουσία του απ’ την Ανάσταση δεν είταν δυνατό να τη δεχτεί, εφόσον είταν υγιής βέβαια και δεν είχε βαρύ πένθος.

    Όλοι οι κάτοικοι λοιπόν, που έμειναν στα καλύβια τους, έπρεπε το Μέγα Σάββατο τουλάχιστο να βρίσκονται στο χωριό τους, ώστε να δώσουν το παρών στην Ανάσταση. Κοιμόνταν αποβραδίς, και ξυπνούσαν συνήθως όταν θα φώναζαν οι κράχτες το «ώρα εκκλησιάς» ή -όπου υπήρχαν καμπάνες- με τα καμπανίσματα. Ντύνονταν την πιο καλή φορεσιά και πήγαιναν στο ναό1 πλημμυρισμένοι στην αγαλλίαση.

    Με το «Χριστός Ανέστη» ασπάζονταν μεταξύ τους, ακόμα και με τους εχθρούς τους, διασταυρώνοντας ευχές. Τα μικρά παιδιά, πάλι, τσούγκριζαν τ’αυγά (περιοχή κυρίως του ανατολικού Πηλίου), που έφερναν μαζί τους και τα’τρωγαν αμέσως. Δεν ξεχνούσαν όμως και τους ιερείς οι μεγάλοι: Άφηναν κόκκινα αυγά στο πανέρι, μόλις περνούσαν να χαιρετήσουν το ευαγγέλιο και την Ανάσταση, «ὡς δῶρον τοῖς ἱερεῦσιν», όπως παρατηρεί ο Γεώργιος Αδρακτάς2.

    1. Σε χωριά του ανατολικού Πηλίου χρησιμοποιούοαν στο δρόμο τις «φάκλες» (=δέσμες από ξερά καλάμια, που τις έκαναν τα παιδιά), για να βλέπουν. Ας σημειωθεί ότι πήγαιναν γύρω στη 1 ύστερα απ’τα μεσάνυχτα, αφού η Ανάσταση ψαλλόταν στις 2.
    2. Η Μεγάλη Εβδομάς επί του Πηλίου, όπ.π.