• Ζ΄ Άλλες μορφές επικοινωνίας

    Μεταξύ των χωριών

    Το πλέγμα των ανθρώπινων σχέσεων δεν περιοριζόταν μονάχα μεταξύ των κατοίκων ενός χωριού. Απλωνόταν και σε επίπεδο χωριών, κυρίως των γειτονικών χωριών. Πρόκειται για γεγονός που επικυρώνεται με τις επισκέψεις συγγενών και φίλων μεταξύ των χωριών στις μέρες ενός πανηγυριού, γάμου ή σε μια κηδεία κλπ. Δεν υπήρχε περίπτωση οι κάτοικοι μιας πηλιορίτικης πολίχνης να γιορτάσουν μόνοι τους ένα μεγάλο θρησκευτικό ή κοινωνικό γεγονός, ή να κηδέψουν κάποιον συγχωριανό τους, χωρίς την παρουσία φίλων, συγγενών ή και απλά γνωστών ακόμα, από διπλανά ή και μακρυνότερα χωριά.

    Τόσο δέσποζε η αναγκαιότητα της επικοινωνίας ανάμεσα σε συγγενείς, ώστε μπορούσε να επισκεφτεί κάποιος, περπατώντας ώρες, έναν δικό του σ’άλλη πολίχνη χωρίς ιδιαίτερο λόγο· μόνο και μόνο να τον ιδεί και να κουβεντιάσει μαζί του. Ο επισκέπτης αυτός θα είταν βέβαια φιλοξενούμενος της συγγενικής του οικογένειας, και θα μπορούσε να παρατείνει την παραμονή του για κάμποσες μέρες. Ερχόταν πάντοτε με διάφορα δώρα, φαγώσιμα συνήθως, κι έφευγε με «γεμάτα χέρια». Όλα δηλαδή τα χωριά του Πηλίου διατηρούσαν μια στενή επικοινωνία, κι η μια πολίχνη μετείχε στη χαρά και στον πόνο της άλλης. Είταν ύστερα και οι συναντήσεις πανηγυριστών από γειτονικά χωριά σε μοναστήρια και ξωκλήσια που γιόρταζαν και βρίσκονταν στα όριά τους ή και μέσα σ’αυτά, οι οποίες ενίσχυαν κι ανανέωναν αυτούς τους δεσμούς των ξενοχωριτών.

    Πέρ’ απ’ την προσωπική επικοινωνία, συνηθιζόταν και η άλλη με επιστολές. Γράφονταν, διπλώνονταν, σφραγίζονταν με βουλοκέρι και στέλνονταν σ’άλλα χωριά με «πεζοπόρους» πληρωμένους. Η αλληλογραφία τούτη βέβαια εκδηλωνόταν περισσότερο σε επίπεδο αρχόντων, που ήξεραν γράμματα και διαθέτανε γνωριμίες.

    Ο Γρηγόριος Κωνσταντάς λογουχάρη διατηρούσε απ’τις Μηλιές, όπου ζούσε κατά καιρούς, φιλική αλληλογραφία με αρκετά πρόσωπα. Με το δάσκαλο Νικόλαο Κασσαβέτη στη Ζαγορά1, με τον πανεπιστημιακό καθηγητή Φίλιππο Ιωάννου, που καταγόταν από τη Ζαγορά, με τον Προμιριώτη δάσκαλο Δημήτριο Φιλάρετο2, με τον Ζαγοριανό αρματολό Γιάννη Μπασδέκη3 και μ’άλλους γραμματιζούμενους του Πηλίου4.

    Αλληλογραφία επίσης από τα 1865-1875 διασώθηκε και στο Προμίρι. Τη διατηρούσε ο άρχοντας του χωριού Ιωάννης Κ. Χρυσοχού με το Βολιώτη έμπορα Αγγελή Ξιούλια και με άλλους. Η αλληλογραφία τούτη βρίσκεται στο αρχείο μου5.

    Συνηθισμένη επιστολογραφία εξάλλου είχε αναπτυχθεί κι ανάμεσα στους ξενιτεμένους Πηλιορίτες και τους δικούς τους στα χωριά τους. Αρκετά γράμματα έχουν σωθεί σήμερα από κείνα που έστειλαν στο Πήλιο ο Ζαγοριανός πραματευτής Ιωάννης Πρίγκος από την Ολλανδία (18ος αιώνας)6, ο Άνθιμος Γαζής από τη Βιέννη (αρχές του 19ου αιώνα)7, ο Δανιήλ Φιλιππίδης απ’ τη Μολδοβλαχία (αρχές του 19ου αιώνα)8, ο Προμιριώτης προύχοντας και στιχοπλόκος Νικόλαος Δάμτζας απ’τη Μολδοβλαχία (1860 κι ύστερα)9 και άλλοι βέβαια.

    Πολλές απ’τις επιστολές αυτές μεταφέρονταν με τα καράβια που ανεβοκατέβαιναν στο Πήλιο· πολλές όμως με ταχυδρόμους, γιατί απ’ τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα, σύμφωνα με τις παραδόσεις, είχε αρχίσει να δημιουργείται μια οργανωμένη μορφή επικοινωνίας των Πηλιοριτών με τους δικούς τους στα ξένα. Θέλω να πω, πως κάθε χωριό είχε ειδικούς άντρες που έπαιρναν την αλληλογραφία και διάφορα μικροδέματα, για να τα μεταφέρουν τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό.

    Αποκεί πάλι επιστρέφανε φορτωμένοι με γράμματα και δέματα των ξενιτεμένων για τα χωριά τους, μια επικοινωνία που θέρμαινε αγάπες και φιλίες και γινόταν βάλσαμο παρηγοριάς στα πικρά χρόνια του μισεμού.

    Αναφέρεται σχετικά, ότι κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα υπήρχε στη Ζαγορά μόνιμος ταχυδρόμος, κάποιος Γιώργος Τακτικός10 στο επώνυμο που εκτελούσε το δρομολόγιο Πηλίου - Κωνσταντινούπολης. Έπαιρνε άδεια από τους Τούρκους και ξεκινούσε με γράμματα και δεματάκια για την Πόλη. Με τα πόδια βέβαια. Τρεις μήνες περνούσαν όσο να φτάσει στον προορισμό του κι άλλους τόσους όσο να επιστρέψει. Μια ιστορία γραμμένη με αίμα και μόχθο και με πολλούς κινδύνους μέσα στο σκληρό τοπίο της σκλαβιάς11.

    Ένα γεγονός ακόμα που ενίσχυε και ανανέωνε τους δεσμούς των Πηλιοριτών, είταν όπως είδαμε παραπάνω, και οι συναντήσεις των πανηγυριστών από γειτονικά χωριά σε μοναστήρια ή ξωκλήσια που γιόρταζαν και βρίσκονταν ανάμεσά τους. Τότε σμίγανε συγγενείς και φίλοι και διανοίγονταν οι προϋποθέσεις να φάνε και να διασκεδάσουν μαζί, μια και δυο μέρες, όσο κρατούσε το πανηγύρι.

    Ενδειχτικά υπογραμμίζω τις μεγάλες συνάξεις και τα γλέντια των πανηγυριστών:

    α) Από τη Ζαγορά, το Πουρί, την Παλιά Μιτζέλα, τη Μακρυράχη, το Ανήλιο κλπ. στο ζαγοριανό μοναστήρι της Παναγίας Ράσουβας (20-21 Νοεμβρίου)12, β) Από όλο σχεδόν το ανατολικό Πήλιο στο επίσης ζαγοριανό μοναστήρι των Αγίων Ταξιαρχών (8 Νοεμβρίου)13. γ) Από όλα τα χωριά του δυτικού Πηλίου κι από μακρυνότερα ακόμα στο μοναστήρι του Αγίου Αποστόλου του Νέου στον Άγιο Λαυρέντιο (15-16 Αυγούστου)14. δ) Από όλα σχεδόν τα χωριά του Πηλίου στο μοναστήρι των Ταξιαρχών στον Αϊ - Γιώργη Νηλείας (6 Σεπτεμβρίου)15, ε) Από όλα τα χωριά του νότιου Πηλίου στα μοναστήρια Αϊ - Γιάννη Συκής (29 Αυγούστου), Ταξιαρχών Αργαλαστής (6 Σεπτεμβρίου), Αγίου Αθανασίου Λαύκου (2 Μαΐου)16 και Αγίου Σπυρίδωνα Προμιριού (12 Δεκεμβρίου)17. Μια τελευταία επίσης αφορμή ζωντανής επικοινωνίας των Πηλιοριτών είταν και οι γάμοι μεταξύ ξενοχωριτών νέων. Δεν υπήρξε χωριό στο Πήλιο που να μην είχε δώσει ή να μην είχε δεχτεί νύφες και γαμπρούς από άλλα. Οι δεσμοί αυτοί συνάπτονταν κυρίως στα γειτονοχώρια κι είταν αποτέλεσμα πάντοτε μιας προξενιάς και ποτέ γνωριμίας των δυο υποψηφίων για το γάμο, αφού το συντηρητικό κλίμα δεν ευνοούσε τέτοιες προχωρημένες γνωριμίες. Ωστόσο ένα συνοικέσιο είταν δυνατό να ερχόταν ως αποτέλεσμα μιας απλής επικοινωνίας νέου και νέας σε κάποιο πανηγύρι, χορό, γάμο κλπ. Αλληλοκοιτάζονταν εκεί οι νέοι, γινόταν η επιλογή και ακολουθούσε η προξενιά. Συνήθως όμως η επιλογή αυτή αποτελούσε αποκλειστικό δικαίωμα του πατέρα ή του μεγάλου αδερφού, άμα πέθαινε ο πρώτος.

    Με τη σύναψη ενός τέτοιου συνοικεσίου «συμπεθέριαζαν», όπως έλεγαν, τα δυο χωριά, και καλλιεργούνταν το έδαφος για καινούργιες γνωριμίες, που τόσες φορές προετοίμαζαν κι έφερναν νέα συνοικέσια18. Από τέτοια παλιά συμπεθεριά ξεκινούν όλοι σχεδόν οι συγγενικοί δεσμοί, που παρατηρούνται μέχρι σήμερα μεταξύ των πηλιορίτικων χωριών αλλά και των χωριών του νότιου Πηλίου κυρίως με τα απέναντι νησιά Σκιάθο και Σκόπελο.

    Οι σχέσεις αυτές μεταξύ των πηλιορίτικων χωριών εφαρμόζονταν και σε επίπεδο κοινοτικών αρχόντων. «Ἡ γενική ρήτρα τῆς ὁμονοίας – ἀλληλεγγύης -αποφαίνεται ο Νικόλαος I. Πανταζόπουλος19- δεν ἰσχύει μόνον ὡς ἐσωτερική κοινοτική ἀλλά καί ὡς διακοινοτική ἀρχή, ἐφαρμοζομένη καί εἰς τάς μεταξύ τῶν κοινοτήτων τοῦ Πηλίου σχέσεις». Στα 1814 λογουχάρη οι δημογέροντες της Αργαλαστής και του Λαύκου ζητούν με έγγραφό τους τη βοήθεια και τη συνεργασία των Τρικεριωτών αρχόντων, για να αντιμετωπίσουν τους πειρατές που βγήκαν στην Νταμούχαρη.

    Από το έγγραφο δηλώνεται, πως και οι Τρικεριώτες πρότειναν πρωτύτερα στα γειτονικά χωριά να εξοπλιστεί ένα καράβι για να κινηθεί εναντίον των πειρατών, μια πρόταση που τη δέχτηκαν οι Αργαλαστιώτες με τους Λαυκιώτες. Παρακάλεσαν όμως τους Τρικεριώτες να στείλουν στο Λαύκο «ἕνα γνωστικόν ἂνθρωπον» και «συναζόμεθα -συνέχιζαν- καί ἡμεῖς τά τρία χωρία καί δίδομεν ἕνα νιζάμι (= τακτοποίηση, ρύθμιση)».

    Παρόλ’ αυτά, υπήρξαν και βαθιές διαφορές ανάμεσα στα χωριά, που είχαν όμως ως κίνητρο οικονομικά συμφέροντα. Τέτοιες διαφορές, που έφεραν ατέλειωτες διαμάχες και καβγάδες, παρουσιάζονται σ’ένα μακρύ διάστημα χρόνου, από τα 1655 ίσαμε το 1801 μεταξύ της Ζαγοράς και της γειτονικής Μακρυράχης, απ’ όσο είναι γνωστό τουλάχιστο.

    Οι καβγάδες άναψαν, επειδή οι Ζαγοριανοί, παραβιάζοντας τα κτηματικά σύνορα της Μακρυράχης, καταπατούσαν κτήματά της κι έπαιρναν και τα νερά της. Φυσικά οι Μακρυραχιώτες, όταν έβλεπαν να χάνουν τα χωράφια τους και να μην ορίζουν τα νερά τους, αναφέρονταν στις τούρκικες Αρχές, προκαλώντας ιεροδικαστικές αποφάσεις και σουλτανικά φιρμάνια. Μ’αυτά οι Τούρκοι αναγνώριζαν το δίκαιο των Μακρυραχιωτών κι έδιναν εντολές να το σεβαστούν κι οι Ζαγοριανοί, μα οι τελευταίοι τις ξεχνούσαν αργότερα κι έκαναν του κεφαλιού τους σε βάρος των γειτόνων τους. Από το 1801 όμως κι ύστερα δεν ξέρουμε τι τροπή πήρε αυτή η διαμάχη, γιατί λείπουν οι πηγές20.

    Διαμάχες και φαγωμάρες επικράτησαν κι ανάμεσα στη Μακρινίτσα και τις Μηλιές εξαιτίας οικονομικών διαφορών21 και στο νότιο Πήλιο μεταξύ του Λαύκου και του Προμιριού. Ως πρωταίτιοι εδώ, σύμφωνα με τα κείμενα που σώθηκαν, παρουσιάζονται οι Λαυκιώτες, γιατί στα 1740, μπήκαν μέσα στην προμιριώτικη περιφέρεια κι εκμεταλλεύτηκαν βοσκοτόπια και νερά. Ανάστατοι τότε οι Προμιριώτες μετέφεραν το πρόβλημα στην τούρκικη διαιτησία και δικαιώθηκαν απ’το σουλτάνο με φιρμάνι. Μα οι Λαυκιώτες αργότερα ξαναπέρασαν σε αμφισβητούμενα βοσκοτόπια και καλλιεργήσιμα κτήματα της προμιριώτικης περιοχής, κι έτσι άναψαν πάλι τα αίματα, για να συνεχιστούν οι ταραχές, με διαλείμματα βέβαια, για έναν ολόκληρο αιώνα, ίσαμε τα 1840, με τις τούρκικες Αρχές να επεμβαίνουν κάθε φορά κι άλλοτε να δικαιώνουν (τις πιο πολλές φορές) τους Προμιριώτες κι άλλοτε τους Λαυκιώτες22.

    Ωστόσο οι έχθρες αυτές, που είταν περιστασιακές και ξεκινούσαν από καθαρά οικονομικά συμφέροντα, δεν κατέστρεφαν τη γενική εικόνα της φιλίας σε διατοπικό επίπεδο, γιατί δέσποζε η βαθύτερη ανάγκη της επικοινωνίας μεταξύ των γειτόνων. Κι ακριβώς αυτή η ανάγκη δημιουργούσε το έδαφος για την ευχάριστη συνύπαρξη των Πηλιοριτών και περισσότερο των γειτονικών χωριών.

    1. Γιώργου Θωμά, Πέντε ανέκδοτα Γράμματα του Νικ. Κασσαβέτη προς τον Γρ. Κωνσταντά, Τρικαλινά, τόμ. Β', Τρίκαλα 1982, σελ. 139-146 (και ανάτυπο).
    2. Βλ. α) Γεωργίου Ε. Λαγούδη, Η σχολική ζωή του Ξηροχωρίου κατά τα πρώτα μετά την απελευθέρωσιν έτη, (Αθήναι 1967), σελ. 5, β) Γιώργου Θωμά, Δημήτριος Φιλάρετος, εφημ. «Η Θεσσαλία» 18 Δεκεμβρίου 1983.
    3. Γιώργου Θωμά, Ανέκδοτη Αλληλογραφία του Γρηγορίου Κωνσταντά και του Γιάννη Μπασδέκη αρματολού του Πηλίου, όπ.π., σελ. 5-27.
    4. Αρκετά τέτοια γράμματα βρήκα κι αντέγραψα στη Βιβλιοθήκη Μηλεών.
    5. Βλ. και Γιώργου Θωμά, Οι επικοινωνίες των ανθρώπων, εφημ. «Η Θεσσαλία» 10 Φεβρουάριου 1985.
    6. Βαγγέλη Σκουβαρά, Ιωάννης Πρίγκος, όπ.π., σελ. 120-125, 134-143.
    7. Βαγγέλη Σκουβαρά, Σελίδες από την Ιστορία της Μηλιώτικης Σχολής, όπ.π., σελ. 1-19 (πίνακες παραρτήματος).
    8. Τρία - τέσσερα γράμματά του σώζονται στη Βιβλιοθήκη Μηλεών.
    9. Βλ. Γιώργου Θωμά, Προσπάθειες μεταγλώτισσης του δημοτικού μας Τραγουδιού, εφημ. «Η Θεσσαλία» 12 Ιανουάριου 1986.
    10. Βλ. Γιώργου Θωμά, Οι επικοινωνίες των ανθρώπων, όπ.π.
    11. Γιώργου Θωμά, Οι επικοινωνίες των ανθρώπων, όπ.π. Μετάβαση Πηλιοριτών στην Κωνσταντινούπολη πραγματοποιήθηκε και στα 1809 βλ. α) Γιώργου Θωμά, Κοινοτικοί καυγάδες στις Μηλιές του Πηλίου (1790-1819), όπ.π., σελ. 171, β) Του ίδιου, Τα «αχμακοπληρώματα» του Προμιριού, εφημ. «Η Θεσσαλία» 17 Φεβρουάριου 1969.
    12. Γιώργου Θωμά, Τό μοναστήρι της Παναγίας Ράσουβας, εφημ. «Η Θεσσαλία» 23 Νοεμβρίου 1980.
    13. Γιώργου Θωμά, Τό πανηγύρι των Ταξιαρχών στη Ζαγορά, όπ.π.
    14. Βλ. Ακολουθία του Οσίου Λαυρέντιου του Μεγάλου, όπ.π., σελ. 18-20.
    15. Κώστα Λιάπη, Η Μονή των Ταξιαρχών στον Αη - Γιώργη Νηλείας, όπ.π., σελ. 98.
    16. Βλ. Χαράλαμπου Γ. Χαρίτου, Σελίδες από την Ιστορία της Μονής Αγίου Αθανασίου στη θέση Κωτίκια Λαύκου, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμ. Α', Λάρισα 1980, σελ. 54 - 62 (και ανάτυπο σελ. 1 - 8).
    17. Βλ. Ματθαίου Βατοπαιδινού, Η εν τη περιοχή Προμυρίου κειμένη ιερά Μονή του εν αγίοις πατρός ημών Σπυρίδωνος Επισκόπου Τριμυθούντος του Θαυματουργού, 1973.
    18. Πέντε τέτοια συνοικέσια είναι γνωστά στην ιστορική βιβλιογραφία του Πηλίου: α) Του Πηλιορίτη αγωνιστή Ευαγγελινού Δάμιτζα, που πήρε στα 1788 γυναίκα τη Σκιαθίτισσα Ουρανία Αγγελή (Γιώργου Θωμά, Ο Πηλιορίτης οπλαρχηγός Γιώργης Ζορμπάς, όπ.π., σελ. 16, υποσ. 1), β) του επίσης Προμιριώτη αγωνιστή του 1821 Γεωργίου Φιλάρετου, που ήρθε σε γάμου κοινωνία στα 1798 με την Τρικεριώτισσα Μαλαμώ (Γιώργου Θωμά, Νικόλαος Φιλάρετος, Μορφαί της Μαγνησίας, Βόλος 1973, σελ. 164), γ) της κόρης κάποιας Προμιριώτισσας Γερακίνας Χατζή, που παντρεύτηκε στο Λαύκο γύρω στα 1830 (Γιώργου Θωμά, Ο γυρισμός του σκλάβου, εφημ. «Η Θεσσαλία», μέρος Α', 11 Μαΐου 1967), δ) του Προμιριώτη Κώστα Χατζή, που παντρεύτηκε στο Λαύκο γύρω στα 1845 (Γιώργου Θωμά, Ο γυρισμός του σκλάβου, εφημ. «Η Θεσσαλία», μέρος Δ', 14 Μαΐου 1967), ε) της Κισσώτισσας Ευτέρπης, που παντρεύτηκε το Ζαγοριανό άρχοντα Αλέξανδρο Κασσαβέτη κατά το Β' τέταρτο του 19ου αιώνα (Βαγγέλη Σκουβαρά - Κίτσου Μάκρη, Αρχαιολογικός και Τουριστικός Οδηγός Μαγνησίας, Βόλος 1958, σελ. 109-110). Γύρω στα 1850 -1860 ευλογήθηκε κι ο γάμος της Σκιαθίτισσας Αρχόντως με νέον του Προμιριού κι επιπλέον έγιναν οι αρραβώνες του Προμιριώτη Σταθάκη Αρέθα με τη Σκιαθίτισσα Σειραϊνώ (βλ. τα διηγήματα του Α. Παπαδιαμάντη Έρως - Ήρως (Άπαντα, Τύπος Α. Ε., τόμ. Α', σελ. 204 - 218) και Θάνατος κόρης (Άπαντα, Τύπος Α. Ε., τόμ. Δ', σελ. 162 - 170). Είχαν μάλιστα «παλαιάν ξενίαν ὁ κύρ - Ἀρέθας» απ’ το Προμίρι, όπως παρατηρεί ο Παπαδιαμάντης (Θάνατος κόρης, όπ.π.) και «ὁ κύρ - Φλῶρος» από τη Σκιάθο, ανταλλάσσοντας επισκέψεις.
    19. Κοινοτικός Βίος εις την Θετταλομαγνησίαν επί Τουρκοκρατίας, όπ.π., σελ. 54, 75.
    20. Βλ. α) Μεταφρασμένα τούρκικα έγγραφα στα «Θεσσαλικά Χρονικά», τόμ. Β', εν Αθήναις 1931, σελ. 221-223, β) Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ.π., σελ. 357-359. Εδώ βλέπουμε επιπλέον ότι και οι κάτοικοι του γειτονικού με τη Μακρυράχη χωριού «Ανήλιο» παραβίαζαν τα σύνορα της Μακρυράχης και καλλιεργούσαν κτήματά της. Για την καταστολή της διαμάχης, μάλιστα, έχουμε την επέμβαση του ίδιου του οικουμενικού Πατριάρχη, όπως βλέπουμε σε ανέκδοτο γράμμα του (1802), που σώζεται στην κοινότητα Μακρυράχης.
    21. Βλ. α) Γεωγραφία Νεωτερική, όπ.π., σελ. 104, β) Βαγγέλη Σκουβαρά, Πηλιορείτικα Β', όπ.π., σελ. 179.
    22. Γιώργου Θωμά, Λαύκος και Προμίρι στις διαμάχες τους -Από ανέκδοτα έγγραφα (Α' μέρος), εφημ. «Η Θεσσαλία» 9 Δεκεμβρίου 1973. Βλ. και Χαράλαμπου Γ. Χαρίτου, Σελίδες από την Ιστορία των χωριών Λαύκου και Προμιρίου, Κείμενα του Βόλου, τεύχ. 7, Βόλος 1980, σελ. 637-642 (και ανάτυπο).