Ένα βασικό στοιχείο για την επικοινωνία των κατοίκων τόσο στο χώρο της κοινότητάς τους όσο και μεταξύ των χωριών, είταν και οι δρόμοι. Δρόμοι μέσα στο χωριό αλλά και έξω απ’αυτό, ώστε να εξυπηρετούνται λειτουργικές ανάγκες του. «Βασική ἀρτηρία τοῦ χωριοῦ -σημειώνει ο Κίτσος Μακρής1- εἶναι τό ἀνηφορικό καλντερίμι πού ἀρχίζει ἀπ’τό κατώτερο σημεῖο τοῦ χωριοῦ καί, ἀφοῦ περάσει ἀπό τήν πλατεία, φτάνει στό ψηλότερο σημεῖο του. Τό καλντερίμι αὐτό φιδοσέρνεται ἀνάλογα μέ τις ὑψομετρικές διαφορές, ὥστε ἡ κλίση του νά μήν εἶναι πολύ μεγάλη καί ἡ ἀνάβαση εὔκολη γιά ἀνθρώπους καί ὑποζύγια (...) Ἀπό τήν ἀρτηρία αὐτή καί κυρίως ἀπό την πλατεία ξεκινοῦν πλαγινοί δρόμοι - προσπελάσεις πρός ὅλα τά σημεῖα τοῦ χωριοῦ»2.
Δεν υπήρχε εξάλλου εξοχικός οικισμός ούτε ερημοκάλυβο ακόμα χωρίς δρόμο. Συνήθως οι εξοχικοί οικισμοί της ίδιας περιφέρειας ενός χωριού συγκλίνανε σε μια βασική αρτηρία που οδηγούσε στο χωριό. Η συχνή χρήση της τώρα επέβαλλε και την καλύτερη διαμόρφωσή της. Ευθυγραμμιζόταν όπου είταν δυνατό για τη συντομία της, αποφεύγονταν όσο γινόταν οι ανηφοριές, κατασκευάζονταν μικρά γεφύρια και στρωνόταν συνήθως με καλντιρίμι. Η διαμόρφωση αυτή γινόταν πολλές φορές και σε βάρος ιδιοκτησιών. Αδιαμαρτύρητα όμως απ’τους ζημιωμένους. Εδώ προείχε η ανάγκη της εξυπηρέτησης όλων.
Αν όμως αυτοί οι δρόμοι διαμορφώνονταν και συντηρούνταν με κοινοτική δαπάνη, οι άλλοι οι εξωτερικοί είταν αντικείμενο φροντίδας των ενδιαφερομένων χωριών. Κάθε κοινότητα εδώ, ύστερ’ από συνεννόηση με διπλανές, κατασκεύαζε το καλντιρίμι που αναλογούσε στο μέρος της, με αποτέλεσμα τα λιθόστρωτα αυτά να τραβούν χιλιόμετρα μακριά, πότε να χάνονται μέσα στο πράσινο και πότε να εμφανίζονται σε ξέφωτα και βίγλες. Δίπλα από τέτοιους δρόμους πολύχρηστους φρόντιζαν να κατασκευάζουν βρύσες όπου υπήρχε δυνατότητα.
Την ανάμνηση τέτοιων δρόμων στο Πήλιο διασώζει κι ο Αργύρης Φιλιππίδης από το 1815. Γράφει λογουχάρη για τις Μηλιές3: «Οἱ καθολικοί των δρόμοι, ὁποῦ εἰσέλθονται μέσα εἶναι τέσσαροι, ὁ ἕνας ἔρχεται ἀνατολικά ἀπό τῆς Ζαγορᾶς τά χωρία καί Νεχώρι, ὁ ἂλλος δυτικά ἀπό τό μέρος τῆς βεζίτζας (= Βιζίτσα), ὁ τρίτος ἔρχεται ἀπό κάτω δεξιά ἀπό τό μέρος τῆς Ἀργαλαστῆς καί ἀπό τά μούλκια των (= ιδιοκτησίες, κτήματα), ὁ δέ τέταρτος ἔρχεται δυτικά ἀπ’ ἔξω, ἀπό Βῶλον καί Λάρισσαν καί Βελεστῖνον. Ὁ τρίτος καί ὁ τέταρτος ἔχουν γεφύρια, ὁποῦ περνοῦν τούς δύο μεγάλους χειμάρρους, οἱ ὁποῖοι ἐνώνονται εἰς τά Παλαιομελίσσια άποκάτω, καί γίνονται οἱ δύο ἕνα σῶμα μεγάλο (...)».
Κάθε χωριό δεν είχε επαφή μονάχα με άλλα μα και με το Βόλο, με τον οποίο διατηρούσε κυρίως οικονομικούς δεσμούς. Για την επικοινωνία διαμορφώθηκαν μεγάλες οδικές αρτηρίες, όπου κατέληγαν μικρότερες από τα γύρω χωριά. Η πιο μακρινή αρτηρία είταν ανάμεσα στο Τρίκερι και το Βόλο4 (16 ώρες πορεία) κι ύστερα ερχόταν η άλλη μεταξύ Προμιριού και Βόλου (12 ώρες πορεία)5. Στη διαδρομή απ’τα χωριά της Ζαγοράς ίσαμε το Βόλο, στο μέσο περίπου υπήρχαν και χάνια6 (= είδος πανδοχείου), όπου ξεκουράζονταν ή και διανυχτέρευαν άνθρωποι και ζώα, κυρίως στις κακοκαιρίες. Για τον ίδιο σκοπό υψώθηκαν κοντά στα παλιά χάνια και δυο άλλα χτίσματα: Η καλύβα του καπετάν Μπασδέκη το 18047 και το καλύβι του ζαγοριανού κοτζάμπαση Δημητρίου Κασσαβέτη γύρω στα 18708.
Ωστόσο το χειμώνα, όταν έκλεινε το βουνό απ’τα χιόνια, οι κάτοικοι του ανατολικού Πηλίου, για να κατέβουν στο Βόλο, χρησιμοποιούσαν το δρόμο, που περνούσε απ’τη Μακρυράχη, το Ανήλιο, το Μούρεσι, την Τσαγκαράδα και τις Μηλιές. Δρόμος μακρινός, 12 ώρες πορεία, που για τη Ζαγορά -το μακρυνότερο χωριό- είταν μεγάλη δοκιμασία. Οι Ζαγοριανοί τότε, που υποχρεώνονταν να επισκεφτούν το Βόλο, έλεγαν αστειευόμενοι «Θα πάμε της γύρας».
Την πιο μεγάλη κίνηση οι δρόμοι του Πηλίου την είχαν το καλοκαίρι. Τότε κυρίως άραζαν στο Χορευτό, τη μεγαλύτερη σκάλα του Πηλίου, τα καράβια, να φέρουν ή να πάρουν προϊόντα, κι αυτή η ανάγκη της μεταφοράς έδινε ζωή στους δρόμους με τα καραβάνια των κιρατζήδων. Σχετικά γράφει ο Γιάννης Κορδάτος9: «...ἔρχονταν Βλάχοι κερατζῆδες (αγωγιάτες) ἀπό τήν Ἂλλη - Μεριά τοῦ Βόλου ἤ ἀπό ἄλλα χωριά καί ἔπαιρναν τις πραμάτειες. Ἦταν δηλαδή τόν παλιό καιρό ὀργανωμένα καραβάνια ἀπό μουλάρια πού πηγαινοέρχονταν στή Ζαγορά. Σαράντα καί πενήντα μουλάρια μέ μικρά καί μεγάλα κουδούνια στό λαιμό, μέ σαμάρια ξυλόγλυπτα καί καπίστρια γεμάτα πλουμίδια, ἀνεβοκατέβαιναν στις στράτες τῆς Ζαγοράς – Κάστρου καί Ζαγορᾶς - Βελεστίνου καί Λάρισας»10.