• Επισκέψεις στις λεχώνες. Νανουρίσματα

    Ως εντελώς απαραίτητη θεωρούνταν η παρουσία γυναικών την ώρα της γέννησης του παιδιού. Πέρα δηλαδή απ’ τη μαμμή θα παραβρίσκονταν στο σπίτι της λεχώνας και γυναίκες, έτοιμες να προσφέρουν την ανάλογη εξυπηρέτηση. Ακόμα και τη νύχτα φύλαγαν τη λεχώνα συγγενικά πρόσωπα του γυναικείου κύκλου και ιδιαίτερα την πρώτη εβδομάδα, όταν -σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη- θα πήγαιναν οι μοίρες να μοιράνουν το νεογέννητο.

    Τότε θα έπαιρναν και διάφορα μέτρα, δεισιδαιμονικού κυρίως χαραχτήρα, προκειμένου να προστατέψουν λεχώνα και βρέφος απ’την επίδραση κακοποιών υπερφυσικών δυνάμεων, όπως πίστευαν1. Το σπίτι της λεχώνας επίσης θα επισκέφτονταν και άντρες-συγγενείς για να απευθύνουν τις ανάλογες ευχές.

    Μα και έως τον τρίτο ή τέταρτο χρόνο από τη γέννηση, το παιδί γινόταν αντικείμενο συμπαράστασης απ’ τα συγγενικά του πρόσωπα, τα γυναικεία κυρίως. Οι επισκέψεις πύκνωναν και το παιδί μεγάλωνε μέσα σε διαρκείς φροντίδες. Τότε ακούγονταν συχνά - πυκνά και τα νανουρίσματα με τα ταχταρίσματα. Δεν ξέρουμε όμως πολλά από την εποχή της Τουρκοκρατίας, γιατί λείπουν οι σχετικές δημοσιεύσεις. Το παλιότερο πάντως νανούρισμα από το Πήλιο βγήκε στο φως της δημοσιότητας στα 18902 κι είναι τούτο:

    • «Κοιμήσου ἀγγελοῦδι μου, κοιμήσου,
      νάνι, νάνι, νάνι, νάνι·
      κοιμήσου καί παράγγειλα στην Πόλη τά προικιά σου,
      στή Βενετιά τά ροῦχα σου καί τά διαμαντικά σου,
      νάνι, νάνι, νάνι νάνι.
      Στον ἥλιο δέν ἐφάνηκε ἀκόμη ἡ θωριά σου,
      κι ὁ ἥλιος ἐθάμπωσε ἀπό τήν ὀμορφιά σου,
      νάνι, νάνι, νάνι.
      Κοιμήσου ἀγγελοῦδι μου, κοιμήσου,
      νάνι, νάνι, νάνι,
      ὁ βασιλιᾶς μας ἔμαθε τά κάλη σου τά τόσα,
      προξενιτάδες ἔστειλε καί μᾶς ἐπιρωτῶσα
      ».

    Θα παραθέσω και έξι άλλα νανουρίσματα, που λέγονταν στο Πήλιο τα χρόνια της σκλαβιάς3:

    1. «Ἔλα ὓπνε πάρε μοῦ το,
      νά τό πᾶς στ’ Ἀγᾶ τ’ἀμπέλια
      καί στ’ Ἀγᾶ τά περιβόλια.
      Νά τοῦ δώσ’ ὁ Ἀγᾶς λεμόνι
      κι’ ἡ ἀγάδινα κιδώνι.
      Κι ἡ μικρή ἀγαδοπούλα
      νά τοῦ δώσει θέλ’ ἀπ’ οὗλα,
      δαχτυλίδι μέ τή βούλα
      ».
    2.  
    3. «Ἔλα Χριστέ καί Παναγιά,
      μέσ’ τοῦ παιδιοῦ τήν ἀγκαλιά,
      νάνι -νάνι -νάνι- νάνι,
      κι’ ὅπου πονεῖ νά γειάνει.
      Ἐσύ κυρά μου Παναγιά,
      μέ τά πολλά καντήλια,
      φύλαξε τή μικρούλα μου
      καί σοῦ τά κάνω χίλια
      ».
    4.  
    5. «Νάνι νάνι, κι ὅπου τό πονεῖ νά γειάνη,
      ἔλα ὕπνε, ὓπνωσέ το καί γλυκά ἀποκοίμησέ το,
      νά κοιμᾶται, νά μερώνη, νά ξυπνᾶ νά μεγαλώνη,
      νά κοιμᾶται σάν ἀρνάκι, νά ξυπνᾶ σάν κατσικάκι
      ».
    6.  
    7. «Κοιμᾶται ἡ πάπια στό γιαλό κι ἡ πέρδικα στά χιόνια,
      κοιμᾶται κι’ ἡ μπεμπέκα μου, στά ἂσπρα τά σεντόνια.
      Ἀηδόνι μου γλυκόλαλο, παγώνι πλουμισμένο,
      κοιμήσου, ξύπνα τό πουρνό κι ἐγώ θά σέ προσμένω.
      Νάνι τό κανάρι μου, νάνι τό βλαστάρι μου,
      νά κοιμᾶται νά μερώνει, νά ξυπνάει νά μεγαλώνει.
      Νά τό φυλάει ὁ Χριστός καί τῆς Παναγιᾶς ὁ γιός
      ».
    8.  
    9. «Κοιμήσου κοπελούδα μου κι ἡ μοῖρα σου δουλεύει,
      καί τό καλό σου ριζικό σέ κουβαλάει καί σ’ φέρνει.
      Ἔλα μοῖρα μοίρωσέ το, τήν ὑγειά του χάρισε του
      ».
    10.  
    11. «Ἔλα ὓπνε ἀπ’ τήν πόλη
      κι ἀποκοίματο τ’ἀηδόνι.
      Ἔλα ὓπνε ἀπ’τήν Τῆνο
      κι’ ἀποκοίματο τό κρίνο.
      Νάνι τό σπαρτό γέννι,
      τό ροδοπουλημένο,
      πού τό πουλάει ἡ μάνα του,
      μ’ἕνα πανέρι ρόδα,
      ρόδα καί τριαντάφυλλα,
      στοῦ βασιλιᾶ τήν πόρτα.
      Νά κοιμηθεῖ ἡ κούκλα μου
      καί νά καλοξυπνήσει
      νά πάρ’ τήν παρασόλα της,
      νά πάει νά σεργιανήσει.
      Ὁ μπιμπάκος νἆν’ καλά
      κι’ ἂς ψουφήσουν χίλια ἀρνιά,
      χίλια ἀρνιά, χίλια τραγιά
      χίλια πρόβατα καλά.
      Ὁ ὓπνος τρέφει τό μωρό
      κι ἡ γειά τό μεγαλώνει
      κι ἡ Κυρά ἡ Παναγιά
      τό καλοξημερώνει.
      Πούντου, πούντου τού κουφέτου,
      ποὖχε χρόνια κι ἦρθε φέτου.
      Ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά,
      πάρε καί τό δικό μου,
      μικρό - μικρό σοῦ τὄδωσα,
      μεγάλο φέρε τό μου.
      Ὓπνος παίρνει τά μωρά
      κι αὐγή τά μεγαλώνει
      κι ἡ Παναγιά ἡ Δέσποινα
      τά καλοξημερώνει
      ».

    Από τα ταχταρίσματα, μεταφέρω τούτο, όπως το δημοσίευσε ο Χαράλαμπος Χαρίτος, που το θεωρεί ζαγοριανό, στα «Λαρισαϊκά Γράμματα» το 19774:

    • «Ντάινα, ντίτσα, πέθανε μιά γρίτσα,
      τήν κλαῖγαν τά κουρίτσα.
      - Ποῦ θά πᾶς μανίτσα;
      - Θά πάου στήν Παναΐτσα,
      νά μαζέφου ἴτσα,
      νά φ’λέψου τά κουρίτσα
      ».
    1. «Μετά τόν τοκετόν -γράφει ο Νικ. Ρηματισίδης (Συνοπτική Περιγραφή της Θεσσαλίας.., όπ.π., σελ. 45) -ἡ λεχώ δέον νά προφυλάττηται ἐπί τινας ἡμέρας· διότι κακοί δαίμονες ἐπιβουλεύονται τό παιδίον, οὐ μήν ἀλλά καί αὐτήν τήν ἰδίαν».
    2. Γεωργίου Αδρακτά, Ημερολόγιον Κων. Φ. Σκόκου 1890, σελ. 363.
    3. Βλ. α ) Θανάση Ζερβά, Πηλιορείτικα Νανουρίσματα, εφημ. «Η Θεσσαλία» 16 Νοεμβρίου 1978, β) Ανωνύμου, Κάτω Λεχώνια, Θεσσαλικά Χρονικά, Αθήναι 1965, σελ. 723.
    4. Λαϊκός Πολιτισμός της Ζαγοράς, Λαρισαϊκά Γράμματα, τεύχ. 4-5-6, Λάρισα, Αύγουστος - Δεκέμβριος 1977, σελ. 360.