• Στο θάνατο και στην κηδεία

    Η συμπαράσταση των Πηλιοριτών δεν είταν έκδηλη μόνο σας ώρες της χαράς των συνανθρώπων τους αλλά και στις στιγμές του πένθους τους. Και δεν εκδηλωνόταν μόνο απ’ τους συγγενείς και τους φίλους -απ’αυτούς βέβαια περισσότερο- αλλά απ’ όλους τους χωριανούς. Μπορούσε δηλαδή ένας χωρικός να μην επισκεφτεί το σπίτι κάποιου γνωστού του στην πολίχνη σε μια χαρά, στο πένθος όμως θα το επισκεπτόταν. Τότε ξεχνιόνταν και κάποιες μικροδιαφορές ακόμα και ανάκυπτε το χρέος της συμπαράστασης στις χαροκαμένες οικογένειες.

    Μόλις λοιπόν ξεψυχούσε κάποιος1, έπρεπε αμέσως να του κλείσουν τα μάτια2 και το στόμα αυτοί που τον φύλαγαν. Συγχρόνως, όσο είταν ακόμα ζεστός, γυναίκες της γειτονιάς τον ξέντυναν και τον έπλυναν με νερό και σαπούνι, ξύδι και λάδι και τον άλλαζαν. Αν είταν άντρας παντρεμένος, του βάζαν τη γαμπριάτικη στολή, που τη φύλαγαν έως το θάνατό του, κι άμα είταν γυναίκα ή κάποιος ανύπαντρος, την πιο καλή στολή που διέθετε. Απάνω απ’ τη στολή τοποθετούσαν το σάβανο -ένα άσπρο καθαρό πανί. Στις εργασίες αυτές μετείχαν κυρίως γυναίκες του συγγενικού κύκλου του νεκρού και γειτόνισσές του. Αυτές θα φρόντιζαν και να βράσουν το σιτάρι για τα κόλλυβα, να γυρίσουν απ’την ανάποδη τους καθρέφτες μέσα στο σπίτι για να μην επαναλαμβάνονται οι διάφορες σκηνές του πένθους μέσ’απ’αυτούς, και τις φωτογραφίες των τοίχων, να κρεμάσουν μαύρες κορδέλλες στο κάγκελλο του παραθύρου, να διώξουν μακριά τις γάτες για να μη ζυγώσουν και «πηδήσουν» (=δρασκελίσουν) το λείψανο κλπ. Κοντολογίς είταν ολοφάνερη η συμπαράσταση στη χαροκαμένη οικογένεια απ’τους στενούς συγγενείς και φίλους, μια συμπαράσταση που εκδηλωνόταν και με τη συμμετοχή τους σ’ όλες τις διαδικασίες της κηδείας.

    Από τα πρώτα μελήματα των συγγενών είταν να ειδοποιηθεί ο παπάς για να χτυπήσει την καμπάνα3, ώστε να κοινολογηθεί ο θάνατος στο χωριό. Από τώρα και μπρος το σπίτι του νεκρού γινόταν κέντρο συγκέντρωσης των συγγενών, φίλων, γειτόνων αλλά κι άλλων συγχωριανών. Έρχονταν όλοι, κυρίως όμως οι γυναίκες, με λουλούδια στο χέρι, να τα αποθέσουν απάνω στο λείψανο, που τοποθετούσαν (χωρίς φέρετρο)4 κάτω στο στρώμα ή σε κρεβάτι, αν υπήρχε, στο καλό πάντα δωμάτιο με το κεφάλι πάντα προς τη δύση. Στα στήθια του νεκρού ακουμπούσαν μια μικρή εικόνα, του Χριστού συνήθως, παρμένη επίτηδες από την εκκλησία του χωριού και στο μέρος του αφαλού έβαζαν το «ίσιο»5, που τ’άναβαν. Φρόντιζαν επίσης πάντοτε να του σφραγίσουν το στόμα και τα ρουθούνια με κέρινο σταυρό. Τους ιερείς τους τοποθετούσαν αναγερτούς στο στρώμα και μπροστά τους στα στήθια ακουμπούσαν όρθιο και ανοιγμένο το ευαγγέλιο της εκκλησίας, που κανόνιζαν να το αγγίζουν τα νεκρά χέρια του ιερέα δεξιά κι αριστερά. Πάνω απ’τον τάφο όμως αφαιρούοαν το ευαγγέλιο κι έθαβαν το νεκρό μ’αυτή τη στάση, γι’ αυτό κι ο τάφος σ’αυτή την περίπτωση έπρεπε να είναι βαθύς. Παράδιπλα, τέλος, άναβαν καντήλι για να καίει τρεις μέρες και τρεις νύχτες και τοποθετούσαν πιάτο με νερό να μείνει εκεί τρία μερόνυχτα, ώστε να πηγαίνει η ψυχή του νεκρού, ως πεταλούδα ή μύγα, να πίνει.

    Χαιρετούσαν όλοι, μικροί και μεγάλοι, το λείψανο κι έδιναν το χέρι στους στενούς συγγενείς, ευχόμενοι: «Ζωή σ’ ελόγου σας», «ζωή σε σας», «πάει ι καημένους, (ή η καημέν'), «συχουριμένους να είνι» κλπ.

    Περισσότερα χωριά6 συνήθιζαν να μοιρολογούν το νεκρό, ιδιαίτερα όταν επρόκειτο για νέο άνθρωπο, γυναίκες πάντοτε, που κάθονταν ένα γύρω με ξέπλεκα μαλλιά. Δυστυχώς λιγοστά μοιρολόγια από το Πήλιο έχουν δημοσιευτεί έως σήμερα7 μεταξύ των οποίων και τα παρακάτω, τα δυο πρώτα απ’το Προμίρι και το τρίτο απ’το Καραμπάσι:

    1. «Μισεύου, φίλοι, κλαῖτε με κί σεῖς, ὀχτροί, χαρεῖτι,
      κί σεῖς ἀδέρφια, καρδιακά στά μαῦρα νά ντυθεῖτι.
      Κλάψιτι, φίλοι, κλάψιτι, κλάψτι τού μισιμό μου,
      κλάψτι κί σεῖς, ἀδέρφια μου, τόν ἀποχουρισμό μου.
      - Ἀκοῦς, μωρ’ μαύρη γῆ, τ’ἀκοῦς, κι ἀραχνιασμένη πλάκα,
      αὐτή τή νιά πού στέλνουμι καλά νά την κοιτάζεις,
      νά φκιάξεις γιόμα νά γευτεῖ, δείλι νά δειλινίσει,
      δῶσ’της κυδώνι νά κρατεῖ μήπους κί μᾶς ξυπνήσει.
      - Τάχα εἶμι ἡ μάνα της ἤ εἶμι ἡ ἀδιρφή της;
      μένα μέ λένε «μαύρη γῆ» κι «ἀραχνιασμένη πλάκα»,
      ὅπ’ εὓρω πέντι, παίρνου τρεῖς, ὅπ’ εὓρου τρεῖς τούς δύο
      κι ὅπ’ εὓρου ἕνα μοναχό, κεῖνον τούν ξικληρίζου
      ».
    2.  
    3. «Μουστάκι μου καραμπουγιά κί φρύδι μου γραμμένο,
      πῶς θά σί φάει ἡ μαύρη γῆς κι ἡ ἀραχνιασμένη πλάκα,
      οὗλοι ἀναστενάζουνε μά ὄχι σάν κί μένα,
      ὅταν ἀναστενάζου ’γώ, στάζει ἡ καρδιά μου αἷμα.
      Ἀφήνου γειά τη γειτουνιά κί γειά τούς ἰδικούς μου,
      ἀφήνου κί τῆς μάνας μου τρία γυαλιά φαρμάκι,
      τό’να νά πίνει τό πρωί, τ’ἂλλο τό μεσημέρι,
      τού τρίτου τού φαρμακιρό τού βράδι μί τούς πόνους.
      Σά ἰδεῖς κί μέ περάσουνε στῆς ἐκκλησιᾶς την πόρτα,
      τότε νά σκούξεις μιά φουνή νά μαραθοῦν τά χόρτα,
      κί σάν μί κατιβάσουνι τρία σκαλιά στούν Ἃδη,
      νά σύρεις μιά ψιλή φουνή νά μαραθοῦνε κι ἂλλοι.
      Πάρε, γιατρέ μ’, τά γιατρικά κί σύρι στή δουλειά σου,
      τούν πόνου πού ἔχου στήν καρδιά δέ γράφουν τά χαρτιά σου
      ».
    4.  
    5. «Ἄμε, κόρη μου, στό καλό καί στήν καλή τήν ὥρα·
      πριν γίνουν τά σαράντα σου περίμενε καί μένα.
      Δέν ὑποφέρω, κόρη μου, πλέον τό χωρισμό σου,
      οὒτε νά συλλογίζωμαι, παιδί μου, τόν καημό σου.
      Ἄνοιξε τά ματάκια σου καί δές με τήν καημένη
      καί φίλησέ με μιά φορά, τήν πολυπικραμένη.
      Θέ μου μεγαλοδύναμε, ξολόθρεψε καί μένα,
      πού μέρα νύχτα περπατῶ ἡ μαύρη στά χαμένα.
      Γιά ξύπνα κόρη μ’, ἂξαφνα καί φώναξε καί πέ με:
      «Γλυκειά μαννούλα μου, μήν κλαῖς! καί σφιχταγκάλιασέ με».
      Μάννα μ’, ἐγώ δένπέθανα, μάννα μ’, ἐγώ κοιμοῦμαι
      καί μές στον ὓπνο μ’, μάννα μου, έσένα συλλογοῦμαι
      ».

    Το σπίτι του νεκρού έμεινε ανοιχτό διάπλατα να μπαινοβγαίνει ο κόσμος με φανερή τη θλίψη στο πρόσωπό του και με την αντίδραση της αναγωγής του θλιβερού περιστατικού στη θέληση του Θεού: «Έτσ’του θέλ’σι ι Θιός», «έτσι’ είτανι η μοίρα», «ό,τ’ γράφ’δε ξιγράφ’», «ως ιδώ είτανι», «τι να γέν’, δε γένιτι αλλιώς» κττ.

    Το μήνυμα του θανάτου περνούσε από στόμα σε στόμα κι έφτανε έως την τελευταία αγροικία της περιοχής και βέβαια και στα γειτονικά χωριά, ώστε όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι, αφήνοντας κάθε είδους εργασία, να μεταβούν στο χωριό. Έτσι το σπίτι του νεκρού, μέσα κι έξω, πλημμύριζε από άντρες, γυναίκες και παιδιά, κυρίως όταν ο νεκρός είταν ένα σημαίνον πρόσωπο ή διέθετε πλούτη. Αντίθετα η συμμετοχή των χωριανών είταν μικρότερη στις περιπτώσεις θανάτων φτωχότερων ανθρώπων. Οι διακρίσεις δηλαδή που παρατηρούνταν στις άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις, γίνονταν κι εδώ κι έφταναν έως την επιλογή του τάφου: Οι πλούσιοι θάβονταν σε μια περιοχή, συνήθως δεξιά κι αριστερά της εισόδου του νεκροταφείου. Οι πολύ φτωχοί στο βάθος. Εξυπακούεται όμως, ότι πολλοί που πέθαιναν σε εξοχικούς μακρινούς οικισμούς, δεν μεταφέρονταν στην έδρα. Διαβάζονταν στο κοντινό εκκλησάκι του οικισμού και θάβονταν, συνήθως, στην πλευρά πίσω απ’το ιερό βήμα. Πάλι κι εδώ όμως εκδηλωνόταν ολόθερμη η συμμετοχή των συγγενών, φίλων και όλων των κατοίκων του οικισμού. Σε μέρες χιονιού επίσης ή βαριάς κακοκαιρίας, η ταφή των νεκρών στους οικισμούς γινόταν -κάποιες φορές και χωρίς παπά8- στα ξωκλήσια. Τους ιερείς έθαβαν πίσω απ’ το μητροπολιτικό ναό, αναγερτούς μες στον τάφο ή, αν δεν υπήρχε χώρος εκεί, σε μια πλευρά της αυλής, πάντα όμως κοντά στο ναό.

    Στις αυστηρές κοινωνικές υποχρεώσεις των συγγενών και φίλων είταν και το «ξενύχτισμα» του νεκρού. Το «είχαν σε καλό» έλεγαν να ξενυχτίσουν ένα νεκρό, κυρίως οι γυναίκες. Κάθονταν ή στέκονταν όχι μόνο στο δωμάτιο με το σκήνωμα, αλλά και στ’άλλα, εφόσον υπήρχαν βέβαια, ακόμα και στην αυλή αν το επέτρεπε ο καιρός. Στο δωμάτιο του νεκρού η ατμόσφαιρα είταν φορτισμένη με περισσότερη θλίψη και συνήθως χωρίς να γίνονται συζητήσεις, γιατί έπρεπε να ακροάζονται όλοι το ψαλτήρι. Το βιβλίο αυτό το διάβαζε κάποιος ψάλτης όλη τη νύχτα, καθισμένος πίσω απ’το κεφάλι του νεκρού.

    Την επομένη, πρωί ή απόγεμα, γινόταν η εκφορά9 μέσα σε βαριά ατμόσφαιρα, οπότε θα παραβρίσκονταν όλοι οι συγγενείς και φίλοι. Προηγούνταν τα εξαπτέρυγα, πίσω βάδιζε ο παπάς με τους ψάλτες ψέλνοντας σε όλη τη διαδρομή έως το ναό, ακολουθούσαν οι τέσσερις ή έξι άντρες με το λείψανο στα χέρια κι αμέσως οι πιο στενοί συγγενείς, ενώ παραπίσω οι λοιποί χωριανοί. Την πομπή έκλειναν γυναίκες10 που κρατούσαν ένα δίσκο με κόλλυβα κι άλλον έναν με παξιμάδια11, που θα μοιράζονταν σ’όλους στο προαύλιο της εκκλησιάς ύστερ’ απ’τη νεκρώσιμη ακολουθία12.

    Το νεκρό αποχαιρετούσαν όλοι μες στην εκκλησιά με τη σειρά· πρώτα όμως οι άντρες κι ύστερα οι γυναίκες. Σχηματιζόταν πάλι πομπή με την ίδια διάταξη για το νεκροταφείο, όπου είχε διανοιγεί ο τάφος. Στη Ζαγορά και την Τσαγκαράδα συνήθιζαν να επενδύουν εσωτερικά τους τάφους, κυρίως των αρχόντων, με πλάκες έως τα 1870-1880. Εκεί γινόταν η ταφή, κι έφευγαν όλοι, αφού έπλυναν τα χέρια τους -όπου υπήρχε νερό- και τα σκούπιζαν από πετσέτα, που φρόντιζαν να πάρουν οι γυναίκες απ’το σπίτι του νεκρού.

    Όλοι τώρα με τον παπά και τους ψάλτες επέστρεφαν στο σπίτι που πενθούσε, όπου σερβίρονταν τσίπουρο ή κονιάκ με καφέ αν υπήρχε13. Έλεγαν πάλι λόγια παρηγοριάς στους σπιτικούς και διαλύονταν.

    Το ίδιο βράδι γινόταν στο ίδιο σπίτι η «παρηγοριά», όπου καλούνταν στενοί συγγενείς και φίλοι να φάνε μαζί. Πρόσφερναν κυρίως φαγητά από όσπρια ή χταπόδι με ρύζι αν έβρισκαν και μαύρο κρασί14, ποτέ όμως κρέατα. Τούτη η σύναξη μπορούσε να τραβήξει και πέρ’ απ’τα μεσάνυχτα, κι άμα ο μακαρίτης είταν προχωρημένης ηλικίας, τότε διάφοροι τύποι, κάτω κι από την επήρεια του κρασιού, φαίδρυναν κάπου - κάπου την ατμόσφαιρα με τ’ αστεία τους και τα διασκεδαστικά τους καμώματα15.

    Από την ημέρα τούτη οι συγγενείς του πεθαμένου προσπαθούσαν να κρατήσουν, μαζί με το πένθος, ένα δεσμό μαζί του με διάφορες ενέργειες. Πρώτα - πρώτα όλα τα μέλη της οικογένειας ντύνονταν στα μαύρα. Στο Τρίκερι, που πενθούσε βαθύτερα εφόσον κάθε τόσο έχανε νέους άντρες στα πέλαγα, ως ναυτικό χωριό, έβαφαν μαύρα παράθυρα και πόρτες όταν πέθαιναν νέοι άνθρωποι. Παντού εξάλλου οι άντρες της οικογένειας του νεκρού άφηναν τα γένια τους για σαράντα μέρες. Μερικοί και για ένα χρόνο.

    Κάθε πρωί και κάθε βράδι επίσης για σαράντα μέρες πήγαιναν γυναίκες συγγενείς στον τάφο16, άναβαν το καντήλι κι έκλαιγαν. Αλλά και στο διάστημα των τριών χρόνων οι γυναίκες επισκέπτονταν τον τάφο, ιδιαίτερα τις γιορτές, τα Σαββατοκύριακα και τα Ψυχοσάββατα, για να τον καθαρίσουν απ’τα αγριόχορτα, να ανάψουν το καντήλι, να προσφέρουν λουλούδια, αυγά το Πάσχα κλπ.

    Δεν ξεχνούσαν και τα καθιερωμένα «τρίμερα» (τρίημιρα τα έλεγαν στο νότιο Πήλιο), τα «εννιάμερα» (εννιάημιρα στο νότιο Πήλιο), «σαραντάμερα» (σαραντάημιρα), τα κόλλυβα στα Ψυχοσάββατα και τα μνημόσυνα πάνω στον ένα και στα τρία χρόνια από το θάνατο17. Το τρίχρονο μνημόσυνο γινόταν την πρώτη Κυριακή ύστερα απ’την εκταφή με μεγαλύτερη συμμετοχή συγγενών και φίλων, αφού τώρα είχαν να χαιρετήσουν και το κρανίο του νεκρού, που το προσκόμιζαν στο ναό18.

    1. Προτού να κλείσει τα μάτια, έπρεπε να έχει μεταλάβει και να έχει συντάξει τη διαθήκη του. Το τελευταίο χρέος όμως από το 1750 και πέρα· πιο πριν ίσως δεν συντάσσονταν διαθήκες, εφόσον καμία δεν έχει βρεθεί έως σήμερα.
    2. Παραμένει ακόμα ως αίτημα σε κάθε ηλικιωμένο να βρεθεί κάποιος από την οικογένεια για να του «κλείσει τα μάτια». Λένε μάλιστα οι γεροντότεροι: «Άιντι, πιδάκι μ’ να ’σι καλά για να μ’ κλείσεις τα μάτια μ’» ή «γ’ναίκα, να ἰδούμι ποιος ἀπ’ τ’ς δυο μας θα κλείσ’ τα μάτια τ’ αλλ’νού». Δυστυχώς μια μονάχα περιγραφή κηδείας στο Πήλιο υπάρχει, κι αυτή από τα 1874 (Νικ. Ρηματισίδη, Συνοπτική Περιγραφή της Θεσσαλίας.., όπ.π., σελ. 60-65). Αναγκαστικά επομένως θα στηριχτούμε στις προφορικές παραδόσεις.
    3. Το χτύπημα της καμπάνας είταν πολύ αργό.
    4. Δεν έβαζαν το νεκρό σε φέρετρο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Τον μετέφεραν όμως με ξυλοκρέβατο, που διατηρούσε ο ναός, έως τον τάφο και που έπαιρναν πάλι πίσω. (Βλ και Ανωνύμου, Κάτω Λεχώνια, όπ.π., σελ. 724).
    5. Το «ίσιο» είταν ένα μεγάλο κερί, καμωμένο επίτηδες, ίσο με το μπόι του νεκρού (αποδώ και η ονομασία), που τύλιγαν κυκλικά, αφού ανασήκωναν την άκρη του κέντρου για να καίει συνέχεια. Μπορούσαν να βάλουν το «ίσιο» και σε πιάτο που έσπαζαν, χτυπώντας το με δύναμη κάτω, όταν σήκωναν το νεκρό.
    6. Κυρίως τα μεγαλύτερα χωριά του ανατολικού Πηλίου και η περιοχή της Λαμπινούς (Γιώργου Θωμά, Λαογραφικά Λαμπινούς, εφημ. «Η Θεσσαλία» 12 Μαρτίου 1978).
    7. Βλ. α) Θεόδωρου Α. Νημά, Δημοτικά Τραγούδια της Θεσσαλίας, τόμ. Β', Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 416, 417, β) Βαγγέλη Σκουβαρά, Πηλιορείτικα Β', όπ.π., σελ. 177-178, γ) Αλέκου Κ. Λεφούση, Λαογραφικά της Κερασιάς Πηλίου, όπ.π., σελ. 535.
    8. Όταν βελτιώνονταν όμως οι καιρικές συνθήκες, θα πήγαινε οπωσδήποτε ο παπάς να «διαβάσει» πάνω απ’ το νεόσκαφτο τάφο. Διαφορετικά υπήρχε το ενδεχόμενο όπως πίστευαν, να βρικολακιάσει ο πεθαμένος. Βρικόλακας επίσης μπορούσε να γίνει, σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη πάντα, κι ο νεκρός που θα δρασκελιζόταν από γάτα, ένας αμαρτωλός κλπ. Για να απαλλαγούν από την παρουσία του βρικόλακα, έριχναν καυτό νερό ή ασβέστη πάνω στον τάφο τη νύχτα και συγκεκριμένα μέσα στην τρύπα, που έλεγαν ότι έβλεπαν εκεί.
    9. Όταν πήγαιναν να βγάλουν τον νεκρό από το σπίτι, μια γυναίκα έριχνε με δύναμη κάτω για να σπάσει το πιάτο, όπου έκαιγε το «ίσιο», ή ένα μικρό αγγείο (κούπα, βάζο, ανθοδοχείο κλπ.), ώστε «να πάει κει το κακό», όπως έλεγαν.
    10. Όταν περνούσε η πομπή, έπρεπε να είναι κλειστές όλες οι πόρτες και τα παράθυρα των γύρω σπιτιών. Έκλειναν ακόμα και τα πορτοπαράθυρα των καφενείων και των άλλων καταστημάτων για να μην περάσει ο χάρος μέσα και πάρει κάποιον, όπως πίστευαν.
    11. Λαδόψωμο σε χωριά του ανατολικού Πηλίου.
    12. Τόσο το παξιμάδι όσο και τα κόλλυβα θα τα έτρωγαν πέρα από τα σπίτια τους. Θεωρούνταν πολύ κακό να μεταφερθούν και να φαγωθούν μέσα στο σπίτι.
    13. Ο καφές στο Πήλιο μεταφέρθηκε γύρω στα 1830, όπως υπολογίζω. Στο Προμίρι πρωτοέφερε τον καφέ ο Κωνσταντινοπολίτης Θωμάς Γεωργίου το 1832, που είταν ο παπούς του πατέρα μου.
    14. Χαραχτηριστικό είναι πως δεν τσούγκριζαν τα ποτήρια, όπως στις άλλες ευφρόσυνες εκδηλώσεις. Όταν τα σήκωναν όμως έλεγαν: «Συγχωρεμένος», «Θεός σχωρέστον», «καλή ανάπαυση να έχει». Ο νεκρός εδώ δεν αναφερόταν με τ’ όνομά του. (Βλ. και Αλέκου Κ. Λεφούση, Λαογραφικά της Κερασιάς Πηλίου, όπ. π., σελ. 535-536).
    15. Αναφέρεται πως στο Προμίρι γύρω στο 1865, μια σύναξη χωριανών που ξενυχτούσαν κάποιον πεθαμένο γέροντα, Γεωργαδάκη στο επώνυμο, έχασε τον πένθιμο χαραχτήρα, γιατί ήρθαν στα κέφια μερικοί! Τον ξενυχτούσαν για τρεις βραδιές, επειδή το πολύ χιόνι εμπόδιζε τη μεταφορά του στο νεκροταφείο. Βαρέθηκαν, έλεγαν, να πενθούν και το ’ριξαν στη διασκέδαση, ρίχνοντας μάλιστα και ντουφέκια!
    16. Ο τάφος στις σαράντα πρώτες μέρες δεν έφερε κανένα διακριτικό. Μόνο στο μέρος της κεφαλής του νεκρού σχημάτιζαν με μικρές πλάκες ένα μικρό χώρο για να καίει μέσα καντήλι, που φρόντιζαν να κρατούν αναμμένο μέρα- νύχτα. Στις σαράντα μέρες έμπηγαν προς το μέρος πάλι της κεφαλής, ξύλινο σταυρό, βαμμένο συνήθως μαύρο με την ένδειξη:«Ενθάδε κείται ο δούλος του Θεού (ή δούλη)... (πρόσθεταν το όνομα και το επώνυμο), ετών...». Ή έγραφαν το όνομα του νεκρού κι ύστερα συμπλήρωναν: «Γεννηθείς (ας είταν και γυναίκα, κυρίως σε μικροχώρια) την..., θανών την...». Δεν είναι όμως γνωστό αν έγραφαν και τι έγραφαν στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, όταν επικρατούσε τέλεια αγραμματοσύνη. Πιθανότατα να μην έγραφαν τίποτα, ιδιαίτερα σε μικρά χωριά.
    17. Είναι χαραχτηριστικό πως την παραμονή της τέλεσης των μνημοσύνων, το Σαββατόβραδο δηλαδή, μοίραζαν σ’ όλους τους συγγενείς του νεκρού και τους γείτονες απόνα πιατάκι κόλλυβα στολισμένο με καρύδια, σπυριά από ρόδι, σταφίδες κλπ. Είταν κι ένας τρόπος πρόσκλησης στο μνημόσυνο της Κυριακής.
    18. Το κρανίο, μαζί κι όλα τα άλλα κόκκαλα του τάφου, το έπλυναν καλά με νερό και μαύρο κρασί και το πήγαιναν στην εκκλησία μέσα σε πανέρι γεμάτο λουλούδια. Φρόντιζαν να σκεπάζεται μ’αυτά ολόκληρο, εκτός από το απάνω μέρος, που το ασπάζονταν με τη σειρά όλοι στο τέλος του μνημοσύνου. Κάθε κρανίο έμεινε κρεμασμένο μέσα στο παρεκκλήσι του κεντρικού ναού, και αν δεν υπήρχε, στο ιερό του για σαράντα μέρες. Ύστερα το έριχναν στο χωνευτήρι του νεκροταφείου μαζί με τα άλλα οστά του νεκρού.