Η συμπαράσταση των Πηλιοριτών δεν είταν έκδηλη μόνο σας ώρες της χαράς των συνανθρώπων τους αλλά και στις στιγμές του πένθους τους. Και δεν εκδηλωνόταν μόνο απ’ τους συγγενείς και τους φίλους -απ’αυτούς βέβαια περισσότερο- αλλά απ’ όλους τους χωριανούς. Μπορούσε δηλαδή ένας χωρικός να μην επισκεφτεί το σπίτι κάποιου γνωστού του στην πολίχνη σε μια χαρά, στο πένθος όμως θα το επισκεπτόταν. Τότε ξεχνιόνταν και κάποιες μικροδιαφορές ακόμα και ανάκυπτε το χρέος της συμπαράστασης στις χαροκαμένες οικογένειες.
Μόλις λοιπόν ξεψυχούσε κάποιος1, έπρεπε αμέσως να του κλείσουν τα μάτια2 και το στόμα αυτοί που τον φύλαγαν. Συγχρόνως, όσο είταν ακόμα ζεστός, γυναίκες της γειτονιάς τον ξέντυναν και τον έπλυναν με νερό και σαπούνι, ξύδι και λάδι και τον άλλαζαν. Αν είταν άντρας παντρεμένος, του βάζαν τη γαμπριάτικη στολή, που τη φύλαγαν έως το θάνατό του, κι άμα είταν γυναίκα ή κάποιος ανύπαντρος, την πιο καλή στολή που διέθετε. Απάνω απ’ τη στολή τοποθετούσαν το σάβανο -ένα άσπρο καθαρό πανί. Στις εργασίες αυτές μετείχαν κυρίως γυναίκες του συγγενικού κύκλου του νεκρού και γειτόνισσές του. Αυτές θα φρόντιζαν και να βράσουν το σιτάρι για τα κόλλυβα, να γυρίσουν απ’την ανάποδη τους καθρέφτες μέσα στο σπίτι για να μην επαναλαμβάνονται οι διάφορες σκηνές του πένθους μέσ’απ’αυτούς, και τις φωτογραφίες των τοίχων, να κρεμάσουν μαύρες κορδέλλες στο κάγκελλο του παραθύρου, να διώξουν μακριά τις γάτες για να μη ζυγώσουν και «πηδήσουν» (=δρασκελίσουν) το λείψανο κλπ. Κοντολογίς είταν ολοφάνερη η συμπαράσταση στη χαροκαμένη οικογένεια απ’τους στενούς συγγενείς και φίλους, μια συμπαράσταση που εκδηλωνόταν και με τη συμμετοχή τους σ’ όλες τις διαδικασίες της κηδείας.
Από τα πρώτα μελήματα των συγγενών είταν να ειδοποιηθεί ο παπάς για να χτυπήσει την καμπάνα3, ώστε να κοινολογηθεί ο θάνατος στο χωριό. Από τώρα και μπρος το σπίτι του νεκρού γινόταν κέντρο συγκέντρωσης των συγγενών, φίλων, γειτόνων αλλά κι άλλων συγχωριανών. Έρχονταν όλοι, κυρίως όμως οι γυναίκες, με λουλούδια στο χέρι, να τα αποθέσουν απάνω στο λείψανο, που τοποθετούσαν (χωρίς φέρετρο)4 κάτω στο στρώμα ή σε κρεβάτι, αν υπήρχε, στο καλό πάντα δωμάτιο με το κεφάλι πάντα προς τη δύση. Στα στήθια του νεκρού ακουμπούσαν μια μικρή εικόνα, του Χριστού συνήθως, παρμένη επίτηδες από την εκκλησία του χωριού και στο μέρος του αφαλού έβαζαν το «ίσιο»5, που τ’άναβαν. Φρόντιζαν επίσης πάντοτε να του σφραγίσουν το στόμα και τα ρουθούνια με κέρινο σταυρό. Τους ιερείς τους τοποθετούσαν αναγερτούς στο στρώμα και μπροστά τους στα στήθια ακουμπούσαν όρθιο και ανοιγμένο το ευαγγέλιο της εκκλησίας, που κανόνιζαν να το αγγίζουν τα νεκρά χέρια του ιερέα δεξιά κι αριστερά. Πάνω απ’τον τάφο όμως αφαιρούοαν το ευαγγέλιο κι έθαβαν το νεκρό μ’αυτή τη στάση, γι’ αυτό κι ο τάφος σ’αυτή την περίπτωση έπρεπε να είναι βαθύς. Παράδιπλα, τέλος, άναβαν καντήλι για να καίει τρεις μέρες και τρεις νύχτες και τοποθετούσαν πιάτο με νερό να μείνει εκεί τρία μερόνυχτα, ώστε να πηγαίνει η ψυχή του νεκρού, ως πεταλούδα ή μύγα, να πίνει.
Χαιρετούσαν όλοι, μικροί και μεγάλοι, το λείψανο κι έδιναν το χέρι στους στενούς συγγενείς, ευχόμενοι: «Ζωή σ’ ελόγου σας», «ζωή σε σας», «πάει ι καημένους, (ή η καημέν'), «συχουριμένους να είνι» κλπ.
Περισσότερα χωριά6 συνήθιζαν να μοιρολογούν το νεκρό, ιδιαίτερα όταν επρόκειτο για νέο άνθρωπο, γυναίκες πάντοτε, που κάθονταν ένα γύρω με ξέπλεκα μαλλιά. Δυστυχώς λιγοστά μοιρολόγια από το Πήλιο έχουν δημοσιευτεί έως σήμερα7 μεταξύ των οποίων και τα παρακάτω, τα δυο πρώτα απ’το Προμίρι και το τρίτο απ’το Καραμπάσι:
Το σπίτι του νεκρού έμεινε ανοιχτό διάπλατα να μπαινοβγαίνει ο κόσμος με φανερή τη θλίψη στο πρόσωπό του και με την αντίδραση της αναγωγής του θλιβερού περιστατικού στη θέληση του Θεού: «Έτσ’του θέλ’σι ι Θιός», «έτσι’ είτανι η μοίρα», «ό,τ’ γράφ’δε ξιγράφ’», «ως ιδώ είτανι», «τι να γέν’, δε γένιτι αλλιώς» κττ.
Το μήνυμα του θανάτου περνούσε από στόμα σε στόμα κι έφτανε έως την τελευταία αγροικία της περιοχής και βέβαια και στα γειτονικά χωριά, ώστε όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι, αφήνοντας κάθε είδους εργασία, να μεταβούν στο χωριό. Έτσι το σπίτι του νεκρού, μέσα κι έξω, πλημμύριζε από άντρες, γυναίκες και παιδιά, κυρίως όταν ο νεκρός είταν ένα σημαίνον πρόσωπο ή διέθετε πλούτη. Αντίθετα η συμμετοχή των χωριανών είταν μικρότερη στις περιπτώσεις θανάτων φτωχότερων ανθρώπων. Οι διακρίσεις δηλαδή που παρατηρούνταν στις άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις, γίνονταν κι εδώ κι έφταναν έως την επιλογή του τάφου: Οι πλούσιοι θάβονταν σε μια περιοχή, συνήθως δεξιά κι αριστερά της εισόδου του νεκροταφείου. Οι πολύ φτωχοί στο βάθος. Εξυπακούεται όμως, ότι πολλοί που πέθαιναν σε εξοχικούς μακρινούς οικισμούς, δεν μεταφέρονταν στην έδρα. Διαβάζονταν στο κοντινό εκκλησάκι του οικισμού και θάβονταν, συνήθως, στην πλευρά πίσω απ’το ιερό βήμα. Πάλι κι εδώ όμως εκδηλωνόταν ολόθερμη η συμμετοχή των συγγενών, φίλων και όλων των κατοίκων του οικισμού. Σε μέρες χιονιού επίσης ή βαριάς κακοκαιρίας, η ταφή των νεκρών στους οικισμούς γινόταν -κάποιες φορές και χωρίς παπά8- στα ξωκλήσια. Τους ιερείς έθαβαν πίσω απ’ το μητροπολιτικό ναό, αναγερτούς μες στον τάφο ή, αν δεν υπήρχε χώρος εκεί, σε μια πλευρά της αυλής, πάντα όμως κοντά στο ναό.
Στις αυστηρές κοινωνικές υποχρεώσεις των συγγενών και φίλων είταν και το «ξενύχτισμα» του νεκρού. Το «είχαν σε καλό» έλεγαν να ξενυχτίσουν ένα νεκρό, κυρίως οι γυναίκες. Κάθονταν ή στέκονταν όχι μόνο στο δωμάτιο με το σκήνωμα, αλλά και στ’άλλα, εφόσον υπήρχαν βέβαια, ακόμα και στην αυλή αν το επέτρεπε ο καιρός. Στο δωμάτιο του νεκρού η ατμόσφαιρα είταν φορτισμένη με περισσότερη θλίψη και συνήθως χωρίς να γίνονται συζητήσεις, γιατί έπρεπε να ακροάζονται όλοι το ψαλτήρι. Το βιβλίο αυτό το διάβαζε κάποιος ψάλτης όλη τη νύχτα, καθισμένος πίσω απ’το κεφάλι του νεκρού.
Την επομένη, πρωί ή απόγεμα, γινόταν η εκφορά9 μέσα σε βαριά ατμόσφαιρα, οπότε θα παραβρίσκονταν όλοι οι συγγενείς και φίλοι. Προηγούνταν τα εξαπτέρυγα, πίσω βάδιζε ο παπάς με τους ψάλτες ψέλνοντας σε όλη τη διαδρομή έως το ναό, ακολουθούσαν οι τέσσερις ή έξι άντρες με το λείψανο στα χέρια κι αμέσως οι πιο στενοί συγγενείς, ενώ παραπίσω οι λοιποί χωριανοί. Την πομπή έκλειναν γυναίκες10 που κρατούσαν ένα δίσκο με κόλλυβα κι άλλον έναν με παξιμάδια11, που θα μοιράζονταν σ’όλους στο προαύλιο της εκκλησιάς ύστερ’ απ’τη νεκρώσιμη ακολουθία12.
Το νεκρό αποχαιρετούσαν όλοι μες στην εκκλησιά με τη σειρά· πρώτα όμως οι άντρες κι ύστερα οι γυναίκες. Σχηματιζόταν πάλι πομπή με την ίδια διάταξη για το νεκροταφείο, όπου είχε διανοιγεί ο τάφος. Στη Ζαγορά και την Τσαγκαράδα συνήθιζαν να επενδύουν εσωτερικά τους τάφους, κυρίως των αρχόντων, με πλάκες έως τα 1870-1880. Εκεί γινόταν η ταφή, κι έφευγαν όλοι, αφού έπλυναν τα χέρια τους -όπου υπήρχε νερό- και τα σκούπιζαν από πετσέτα, που φρόντιζαν να πάρουν οι γυναίκες απ’το σπίτι του νεκρού.
Όλοι τώρα με τον παπά και τους ψάλτες επέστρεφαν στο σπίτι που πενθούσε, όπου σερβίρονταν τσίπουρο ή κονιάκ με καφέ αν υπήρχε13. Έλεγαν πάλι λόγια παρηγοριάς στους σπιτικούς και διαλύονταν.
Το ίδιο βράδι γινόταν στο ίδιο σπίτι η «παρηγοριά», όπου καλούνταν στενοί συγγενείς και φίλοι να φάνε μαζί. Πρόσφερναν κυρίως φαγητά από όσπρια ή χταπόδι με ρύζι αν έβρισκαν και μαύρο κρασί14, ποτέ όμως κρέατα. Τούτη η σύναξη μπορούσε να τραβήξει και πέρ’ απ’τα μεσάνυχτα, κι άμα ο μακαρίτης είταν προχωρημένης ηλικίας, τότε διάφοροι τύποι, κάτω κι από την επήρεια του κρασιού, φαίδρυναν κάπου - κάπου την ατμόσφαιρα με τ’ αστεία τους και τα διασκεδαστικά τους καμώματα15.
Από την ημέρα τούτη οι συγγενείς του πεθαμένου προσπαθούσαν να κρατήσουν, μαζί με το πένθος, ένα δεσμό μαζί του με διάφορες ενέργειες. Πρώτα - πρώτα όλα τα μέλη της οικογένειας ντύνονταν στα μαύρα. Στο Τρίκερι, που πενθούσε βαθύτερα εφόσον κάθε τόσο έχανε νέους άντρες στα πέλαγα, ως ναυτικό χωριό, έβαφαν μαύρα παράθυρα και πόρτες όταν πέθαιναν νέοι άνθρωποι. Παντού εξάλλου οι άντρες της οικογένειας του νεκρού άφηναν τα γένια τους για σαράντα μέρες. Μερικοί και για ένα χρόνο.
Κάθε πρωί και κάθε βράδι επίσης για σαράντα μέρες πήγαιναν γυναίκες συγγενείς στον τάφο16, άναβαν το καντήλι κι έκλαιγαν. Αλλά και στο διάστημα των τριών χρόνων οι γυναίκες επισκέπτονταν τον τάφο, ιδιαίτερα τις γιορτές, τα Σαββατοκύριακα και τα Ψυχοσάββατα, για να τον καθαρίσουν απ’τα αγριόχορτα, να ανάψουν το καντήλι, να προσφέρουν λουλούδια, αυγά το Πάσχα κλπ.
Δεν ξεχνούσαν και τα καθιερωμένα «τρίμερα» (τρίημιρα τα έλεγαν στο νότιο Πήλιο), τα «εννιάμερα» (εννιάημιρα στο νότιο Πήλιο), «σαραντάμερα» (σαραντάημιρα), τα κόλλυβα στα Ψυχοσάββατα και τα μνημόσυνα πάνω στον ένα και στα τρία χρόνια από το θάνατο17. Το τρίχρονο μνημόσυνο γινόταν την πρώτη Κυριακή ύστερα απ’την εκταφή με μεγαλύτερη συμμετοχή συγγενών και φίλων, αφού τώρα είχαν να χαιρετήσουν και το κρανίο του νεκρού, που το προσκόμιζαν στο ναό18.