• Θ' Οικογενειακές σχέσεις

    Το πηλιορίτικο σπίτι δεν θα το δούμε μονάχα σαν χώρο σκληρής εργασίας των μελών της οικογένειας. Θα το αντιμετωπίσουμε και ως μια ζεστή φωλιά με υψηλού βαθμού συναισθηματική θερμοκρασία και άλυτους δεσμούς μεταξύ των ενοίκων. Στη σύσταση μιας τέτοιας ατμόσφαιρας συνέβαλλε και η συγκατοίκηση όχι μονάχα γονιών και παιδιών, αλλά και του παπού, της γιαγιάς ή και του παραπαπού και της παραγιαγιάς. Μέσα στο ίδιο επίσης σπίτι έρχονται και κατοικούν νυφάδες ή σώγαμπροι, γεννιόνται παιδιά και πεθαίνουν άνθρωποι, γίνονται αρραβώνες και γάμοι και γιορτές και ξεφαντώματα, και το συναισθηματικό κλίμα πλουτίζεται, το σπίτι διατηρεί πολύ ανθρώπινο τόνο.

    Αυτή λοιπόν η συγκατοίκηση περισσότερων γενιών «ἔδινε ἰδιαίτερη χροιά στή ζωή», όπως γράφει ο Κίτσος Μακρής, που συνεχίζει σχετικά1: «Ἡ γιαγιά καί ὁ παπούς -ἡ παραγιαγιά πολλές φορές- οἱ γονεῖς, τά παιδιά, ὅλες οἱ φάσεις τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς συνυπάρχουν, ἀλληλοεπηρεάζονται, συνεργάζονται, μοιράζονται τό κομμάτι εὐθυνῶν πού τούς ἀναλογεῖ. Ὁ θάνατος τοῦ γέροντα, ὁ γάμος τῆς κόρης ἢ τοῦ παλικαριοῦ, ἡ γέννηση τοῦ παιδιοῦ δίνουν πιό ἂμεση τήν αἴσθηση τοῦ κύκλου τῆς ζωῆς. Ἡ πείρα καί ἡ συντηρητικότητα τῶν γερόντων, ἡ δραστηριότητα τῶν ὥριμων, ἡ ζωηρότητα καί ἡ ἀνακαινιστική διάθεση τῶν νέων συγκρούονται ἀλλά καί συντίθενται σέ μιά ὁμαλή ἐξέλιξη. Τό παραμύθι τῆς γιαγιᾶς, τό νανούρισμα τῆς μάνας, τό τραγούδι τῆς κόρης, ὁ χορός τοῦ παλικαριοῦ, τό γέλιο τοῦ παιδιοῦ, τό κλάμα τοῦ βρέφους, πόσο πολύτιμες προσφορές τῆς μιᾶς γενιᾶς στήν ἂλλη!».

    Το σπίτι επομένως διατηρούσε και μια μορφή εκπαιδευτηρίου, όπου μεταγγιζόταν στους νεότερους το νέκταρ του πολιτισμού και καλλιεργούνταν η πίστη στο Θεό και τις άλλες υπερφυσικές δυνάμεις.

    Μια εικόνα κι αυτής της προσφοράς του πηλιορίτικου σπιτιού της Τουρκοκρατίας, μας δίνει στα 1889 ο λόγιος της Τσαγκαράδας Γεώργιος Αδρακτάς με τούτα2: «Τό ἑσπέρας ὅτε ἅπασα ἡ οἰκογένεια καθημένη περί τήν ἑστίαν ἀνεπαύετο ἐκ τῶν κόπων τῆς ἡμέρας, αἱ μητέρες διηγοῦντο εἰς τά τέκνα των ποικίλας ἱστορίας-τά παραμύθια- καί ἀπήγγελον ἂσματα διάφορα -τά τραγούδια- διπλῆν προξενοῦσαι ὠφέλειαν, τήν παίδευσιν τῶν νέων ἀφ’ἑνός, ἀφ’ἑτέρου δέ τήν διάσωσιν αὐτῶν τῶν μύθων καί ἀσμάτων, πλήρων διδαγμάτων ἠθικῶν, μεστῶν λεκτικοῦ κάλλους καί εὐφυΐας».

    Η μικρή αυτή κοινωνική ομάδα του σπιτιού είταν οργανωμένη με άγραφους νόμους κι ακολουθούσε τον ηθικό κώδικα της εποχής της. Υπήρξε αράγιστη πειθαρχία, σεβασμός των μικρο- τέρων στην ηλικία προς τους μεγαλυτέρους κι ακόμα καταμερισμός της εργασίας, αλλά και μια συνείδηση των καθηκόντων μέσα κι έξω απ’την κατοικία. Ο καθένας είχε ξεκαθαρίσει το ρόλο του. Οι άντρες στις σκληρότερες εργασίες, οι γυναίκες στις ελαφρότερες. Πάμπολλες φορές βέβαια συνεργάζονταν στον ίδιο κύκλο της δουλειάς, αλλά ποτέ ο άντρας δεν καταπιανόταν με τα καθέκαστα του νοικοκυριού. Όλα τούτα είταν στην αποκλειστική ευθύνη των γυναικών.

    Βέβαια τον πρώτο λόγο τον είχε ο άντρας, ο «αφέντης» (το «αφεντικό» για τους παραγιούς). Αυτός έπαιρνε και το μεγαλύτερο βάρος για την προστασία της τιμής της οικογένειας3. Πάντοτε ωστόσο υπήρξε κλίμα συνεργασίας με τα άλλα μέλη, μα θα υπερίσχυε η δική του «τοποθέτηση». Η γυναίκα έπρεπε να υποχωρεί πάντα. Είχε και μια συνείδηση κατωτερότητας σε σχέση με τον άντρα, και η θέση της υποταγής θεωρούνταν αρετή. Έχουμε μάλιστα και μια γραφτή μαρτυρία του λόγιου Δημητρίου Βαενά από το Κεραμίδι4, σύμφωνα με την οποία η γυναίκα έπρεπε «νά δέχεται χωρίς καμιά ἀντίρρηση κι ἀντιλογία τά πείσματα καί τά καπρίτσια του, νά ἐκτελῆ χωρίς συζήτηση καί προφάσεις τά παράλογα κι ἰδιότροπα, πολλές φορές, θελήματά του καί νά ὑπομένη καρτερικά κι ἀγγόγυστα χωρίς καμιά διαμαρτυρία, τό ξέσπασμα τοῦ θυμοῦ του -καί δεν ἦταν σπάνιο αὐτό- τό ξύλο καί τό βρισίδι (...)». Ο ίδιος ακόμα παραθέτει κι έναν διάλογο δυο γυναικών (συντοπιτισσών του ασφαλώς), που δέχτηκαν τη βία των συζύγων τους (όπ.π.).

    • - Ἀπ’ λές συμφάδα τσ’ ἔφαγα ἀπ’τόν παλαβό καί τόν προκομένο.
      - Ἀμ κι ἰγώ τού ἴδιου ἔπαθα ἀπ’ τού χαζό...

    Ωστόσο η άσκηση βίας απάνω στη γυναίκα-σύζυγο αποτελούσε την εξαίρεση, δεν είταν ο κανόνας. Δεν συνέφερε άλλωστε στον άντρα τέτοια στάση, γιατί είχε άσχημο αντίχτυπο στην κοινωνία του χωριού και δεν συμβιβαζόταν με τον αντρισμό του. «Άντρας είν’ αυτός απ’ δέρν’ τ’ γ’ναίκα τ’;» διερωτιόνταν στη Ζαγορά, φυσικά κι αλλού.

    Το κακό είναι ότι και ορισμένες πεθερές έβλεπαν τη νύφη ως ένα είδος σκλάβας κι ανάθεταν σ’ αυτή ένα ευρύ πεδίο ενασχολήσεων μέσα στο σπίτι αλλά κι έξω, πολλές φορές επιτακτικά. Η στάση αυτή βεβαιώνεται και από το δίστιχο, που κυριαρχούσε σε όλα τα χωριά του Πηλίου:

    • ῟έφα(γε)ς γέρου; ῢ έφα(γα) γριά,
      ῢ σήκου, νύφη, τα σουφρά῏
      5.

    Είναι χαρακτηριστικό πως όσο άσχημα κι αν περνούσε μια παντρεμένη, δεν είχε δικαίωμα να διαλύσει το γάμο της. Οι ευθύνες θα έπεφταν απάνω της, και η προίκα της θα παρέμεινε στον άντρα. Τέτοιο δικαίωμα διατηρούσε μονάχα ο «αφέντης», αλλά ούτε κι αυτός έκανε χρήση αυτού του δικαιώματος, έξω από λίγες περιπτώσεις.

    Είτε κακοπερνούσε όμως, είτε καλοπερνούσε η γυναίκα, είταν υποχρεωμένη να τιμάει το σύζυγό της κι ακόμα να δείχνει έμπραχτα τη θλίψη της στην περίπτωση του ξενιτεμού του. Στο νότιο Πήλιο λογουχάρη -σύμφωνα με μια υπογράμμιση του Βολιώτη λαϊκού θαλασσογράφου Νικολάου Χριστόπουλου στα ανέκδοτα Απομνημονεύματά του (όπ.π.) -«ὅταν θά λά ξενιτευτεῖ ὁ ἄντρας, ἡ γυναίκα θά λά φορέσει πουκάμισο καί μαντήλι στό κεφάλι γεράνιο. Σημεῖο ὅτι λείπει ὁ ἂνδρας της. Καί οὔτε θά λά μαγειρέψει6 οὔτε θά λά πάει σέ χορό ἤ πανηγύρι».

    Το παιδί βρισκόταν σε μια θέση απόλυτης εξάρτησης απ’ τους μεγαλύτερους. Συμπαθέστερο είταν βέβαια το αγόρι -ο συνεχιστής του ονόματος του σπιτιού- γι’αυτό και ανέβαινε στο επίπεδο μιας διαφορετικής φροντίδας, έστω και ανεπαίσθητης. Ακόμα και οι γυναίκες, που γεννούσαν αγόρια περνούσαν σε μιαν άλλη περιοχή εκτίμησης. Είταν οι «αγορομάνες», σ’ αντίθεση με τις «κοριτσομάνες», που κι αυτές ένιωθαν μια δυσφορία στην απόχτηση κοριτσιού. Τότε «ὡς καί τόν ἥλιο μαῦρο βάφανε οἱ σπιτικοί τοῦ νεογέννητου»7.

    Πιο δύσκολη παρέμεινε η τύχη της άκληρης. Είταν ένα είδος καταραμένης γυναίκας, και η ευθύνη της ατεκνίας έπεφτε αποκλειστικά σ’ αυτή, ποτέ στον άντρα. Έχανε ακόμη και την προίκα της, της οποίας θα γινόταν κύριος και κάτοχος ο άντρας της, όπως βλέπουμε σε προικοσύμφωνο της Ζαγοράς από 6 Αυγούστου 17728.

    Μια από τις ιερότερες ώρες της οικογένειας αποτελούσε το τραπέζι στο σπίτι, τόσο το μεσημβρινό όσο και το βραδινό, κυρίως αυτό. Είταν μια καλοδεχούμενη ευκαιρία κοινής αναστροφής και κοινής διάχυσης όλων των μελών της κατοικίας. Απ’ τις μεγάλες χαρές και τις βαθιές ικανοποιήσεις η ώρα του τραπεζιού.

    Τα φαγητά παρασκευάζονταν9 από τις νέες γυναίκες (τον... πρωταγωνιστικό ρόλο κι εδώ ασκούσε η νύφη, όπου υπήρχε) κι απ’αυτές στρωνόταν με επιμέλεια το τραπέζι ή σωστότερα η τάβλα, μια και οι πιο πολλές οικογένειες στο Πήλιο έτρωγαν κάτω στο δάπεδο10.

    Ένας πρόχειρος χώρος φαγητού το χειμώνα είταν και η παραστιά μπροστά στο τζάκι. Γύρω απ’αυτή επίσης συγκεντρώνονταν τα βράδια όταν έκαιγε η φωτιά, οι σπιτικοί και οι τυχόν επισκέπτες του σπιτιού. «Γύρω ἀπ' τήν παραστιά (ἑστία) -σημειώνει ο Γιώργος Κωστάκης σε μιαν ανέκδοτη συλλογή λαογραφικής ύλης απ’ το Μετόχι Αργαλαστής- ξετυλίγονταν ἡ ἁπλή, ἄδολη καί βασανισμένη ἀλλά πλούσια συναισθηματική ζωή τῶν χωρικῶν. Σ’ αὐτή ἀκουμπούσε ἡ μάνα στον τοκετό. Σ’ αὐτή στήριζαν τά πρώτα τους βήματα οἱ νεαροί βλαστοί τῆς οἰκογένειας, πάνω της ἔπαιρναν τό προσφάι τους οἱ μεγάλοι».

    Πρώτα όμως θα περίμεναν τους άντρες να επιστρέψουν απ’ το καφενείο ή το εργαστήρι ή το κτήμα (στην τελευταία περίπτωση, εφόσον είχαν προγραμματίσει την επιστροφή τους) κι ύστερα θα ετοίμαζαν το τραπέζι. Αλλά κι αν τύχαινε να το ετοιμάσουν, μόνες τους δεν θα κάθονταν να φάνε.

    Όταν σερβίρονταν λοιπόν όλα τα χρειαζούμενα, και το κρασί ακόμα, έπιαναν θέσεις όλοι ένα γύρω απάνω σε μαξιλάρες, έχοντας στα γόνατά τους ατομική ή -παλιότερα- ομαδική πετσέτα11. Καθόταν ο καθένας στην ίδια κάθε φορά θέση. Εδώ ο γεροντότερος του σπιτιού κρατούσε την πιο «επίσημη», συνήθως την κεφαλή της τάβλας. Δίπλα του η γριά γυναίκα του, πιο κάτω ο γιος ή ο γαμπρός του γέρου με τη γυναίκα του, υστέρα τα μεγάλα τ’ αγόρια, με τις γυναίκες τους και τα μεγάλα κορίτσια. Τα μικρά παιδιά -κορίτσια και αγόρια ως τα 10-13 χρόνια τους- τα έβαζαν να φάνε χωριστά παράμερα. Το ίδιο και τους παραγιούς και τις «δούλες» (υπηρέτριες) του σπιτιού.

    Αν στο τραπέζι βρισκόταν κάποιος φιλοξενούμενος -συγγενής γείτονας, φίλος ή ξένος- έπαιρνε την τιμητική θέση του γέρου, εκτός αν είταν πολύ νέος.

    Κάθονταν λοιπόν όλοι και πρόσεχαν πότε θα άρχιζε την προσευχή του ο γέρος12, για να τον μιμηθούν αμέσως και οι άλλοι, και μαζί όλοι να αρχίσουν το φαγητό.

    Κανείς ωστόσο δεν είχε το δικαίωμα να δοκιμάσει το κρασί, γιατί περίμεναν πρώτα το γέρο. Κάποτε ο τελευταίος ύψωνε την κούπα13 κι απευθυνόταν πρώτα στο γιό του ή στο γαμπρό του για να διατυπώσει τις ανάλογες ευχές: «Νά ζήσεις, γιέ μ’, (ή γαμπρέ μ’), μι πιδιά κι μ’αγγόνια» κλπ. Τις ίδιες περίπου ευχές ξεστόμιζε στη συνέχεια προς τη νύφη του ή την κόρη του, για να στραφεί κατόπι στα παλικάρια και τα κορίτσια, ευχόμενος: «Μι μια καλή νυφαδιά»14, «μ’ένα καλό γαμπρό», «ζουή κι προυκουπή να ’χιτι» κλπ. Τέλος έστρεφε το λόγο προς τη γριά γυναίκα του, για να της πει σ’ένα τόνο χαριτολογίας: «Άιντι κι ιμείς, γριά, να τ’ς χιρόμαστι κι καλή ψ’κή (ψυχή)...»15.

    Ύστερα από την έκφραση των ευχών, γεύονταν όλοι το κρασί, και η ώρα του φαγητού περνούσε μέσα σε ατελείωτο κουβεντολόι και γέλιο, μες σ’ ένα κλίμα συνοχής και αλληλοεξάρτησης των συνδαιτυμόνων.

    1. Βήματα, όπ.π., σελ. 271. Ένα δείγμα σεβασμού των μικρών στους μεγάλους είταν και η συγχώρηση που ζητούσαν τα παιδιά απ’ όλους στο σπίτι, πριν πάνε να μεταλάβουν, κάνοντας και μετάνοια στον καθένα.
    2. Τραγούδια του Πηλίου, εφημ. «Εβδομάς» 11 Φεβρουαρίου 1889.
    3. Μεγάλη προσβολή για την οικογένεια θεωρούνταν ο βιασμός ενός από τα θηλυκά μέλη της. Τότε αναλάμβανε ο πατέρας συνήθως να «ξεπλύνει την ντροπή», σκοτώνοντας τις περισσότερες φορές, το βιαστή. Αναφέρεται περίπτωση στο Προμίρι -γύρω στα 1780 - 1790- όπου κάποιος Χατζής σκότωσε μέσα στο σπίτι του (υπάρχει έως σήμερα) το γαμπρό του, μόλις τον αντιλήφτηκε να επιτίθεται με πονηρό σκοπό στη γυναίκα του (πεθερά του γαμπρού).
    4. Η Γυναίκα στο θεσσαλικό χωριό, Μαγνησιακά, (τόμ. Α', Βόλος 1971), σελ. 117-118.
    5. Σουφράς ή σοφράς, χαμηλό τραπέζι.
    6. Νομίζω πως εδώ υπάρχει το στοιχείο της υπερβολής.
    7. Κώστα Λιάπη, Η θέση της Γυναίκας στο παλιό Πήλιο, Λαρισαϊκά Γράμματα, τεύχ. 3, Λάρισα, Ιούλης - Σεπτέμβρης 1979, σελ. 123.
    8. Δημ. Γκίνη, Περίγραμμα, σελ. 205.
    9. Το καθημερινό φαγητό εναλλασσόταν με όσπρια, τραχανά, αυτοσχέδιες χιλοπίτες, αυτοσχέδια μακαρόνια, θαλασσινά και κρέατα. Τα τελευταία όμως καταναλώνονταν την Κυριακή συνήθως, εφόσον δεν υπήρχε περίοδος νηστείας. Οι άρχοντες όμως μπορούσαν να τρώνε κρέας και την Πέμπτη.
    10. Άπλωναν πρώτα κουρελούδες (το καλοκαίρι) και τσέργες (το χειμώνα) κι από πάνω έστρωναν το τραπεζομάντηλο. Κάποια αρχοντόσπιτα διέθεταν και τραπέζι για το φαγητό από το 1830 κι ύστερα, όπως υπολογίζω.
    11. Μακρόστενο υφαντό ύφασμα σαν ζουνάρι. Τέτοιες πετσέτες θυμήθη­καν κάποιοι πληροφοριοδότες μου να χρησιμοποιούνται πριν από τα 1900.
    12. Αν τυχόν είχαν παπά στο τραπέζι, αυτός θα άρχιζε φωναχτά την προσευχή, αφού σηκωνόταν όρθιος· όρθιοι κι οι άλλοι μαζί του.
    13. Άμα δεν είχαν κούπες, ύψωνε τη φλάσκα με το κρασί, κι απ’ αυτή έπιναν όλοι με τη σειρά, εκτός από τα παιδιά και τα νεαρά κορίτσια, στα οποία δεν επέτρεπαν το κρασί.
    14. Στην περιοχή του Αγίου Γεωργίου Νηλείας έλεγαν: «Μι μια κ'σή (=χρυσή) νύφ’».
    15. Το πρωτόκολλο αυτό του τραπεζιού και τις ευχές πήρα από την Πορταριώτισσα Αικατερίνη Μελαχροπούλου, που γεννήθηκε στα 1855 και πέθανε στα 1961. Τα ίδια μου έλεγε και η επίσης Προμιριώτισσα Μορφούλα Μακρή (1872-1964). Η ίδια σειρά των συνδαιτυμόνων κρατούσε και στη Ζαγορά, όπως μου τόνιζε ο Ζαγοριανός Αποστόλης Μωρός. Βλ. και Γιώργου Θωμά, Ευχετικά τσουγκρίσματα, εφημ. «Η Θεσσαλία» 7 Οκτωβρίου 1973.