• ΙΒ' Σχέσεις σε θέματα βοσκής, μισθώσεων κλπ.

    Οι αγροτικές εκτάσεις δεν προσφέρονταν για βοσκή σε όλους ανεξαίρετα. Οι τσομπάνηδες, αίφνης, έπρεπε να έρχονται σε μια συμφωνία για τη βοσκή των κοπαδιών σε ξένα κτήματα, συνήθως για πέντε χρόνια. Όροι της συμφωνίας1, είταν η υποχρέωση, απ’ την πλευρά του βοσκού, της αποφυγής κάθε ζημιάς στο κτήμα του, το κόπρισμα των καλλιεργημένων περιοχών, η δωρεάν παροχή κοπριάς απ’ το μαντρί και η παροχή ανάλογης ποσότητας τυριού και βουτύρου.

    Αν έβλεπαν τα γιδοπρόβατα, τσομπάνικα και σπιτίσια, να προχωρούν σε σοβαρές ζημιές στα κτήματα, συνέρχονταν κι έπαιρναν μιά κοινή απόφαση να βγάλουν τα κοπάδια σε χέρσα μέρη και δάση2.

    Στα δικαιώματά του είταν να μην επιτρέψει κάποιος τη βοσκή ξένων ζώων στο κτήμα του, οπότε κι έπρεπε να τοποθετήσει απαγορευτικά σημάδια. Στο νότιο Πήλιο έμπηγαν στο κτήμα κατά διαστήματα κλάρες από κουμαριές ή ρεικιές. Στο κεντρικό έμπηγαν πάλι κλάρες από ελιές και στο βόρειο έφκιαναν μικρούς σωρούς από πέτρες.

    Τα σημάδια τούτα είταν σεβαστά κι όποιος τα παράβλεπε, μπορούσε να μηνυθεί στους δημογέροντες από τον αγροφύλακα3 ή το νοικοκύρη και να πληρώσει πρόστιμο4. Σεβαστά επίσης είταν και τα σύνορα. Εδώ τα όρια ορίζονταν με το «σύνορο», δυο μακρόστενες πέτρες που έμπηγαν απάνω στη νοητή διαχωριστική γραμμή δύο κτημάτων, έτσι ώστε η μία, το «σύνορο», να εξέχει περισσότερο (20-25) πόντους) και η άλλη, ο «μάρτυρας», λιγότερο.

    Από τα 1845 όμως ο Τούρκος καϊμακάμης του Κάστρου Βόλου θέτει σκληρότερους όρους και καθορίζει ποινές για κάθε είδους ζημιά σε ξένο κτήμα. Τις ποινές, ανάμεσα στις οποίες και η φυλάκιση έως εφτά μέρες, θα τις επέβαλλε (και θα τις εφάρμοζε) η δημογεροντία σε συνεργασία με τον αγροφύλακα «διά νά λάβουν μέτρα οἱ ἄνθρωποι (και) νά γνωρίσουν τί ἀξίζουν τά ὑποστατικά». (Από ανέκδοτη διαταγή (27.11.1845) του καϊμακάμη Κάστρου Βόλου, που βρίσκεται στο αρχείο του Βολιώτη γιατρού Κώστα Στριμμένου).

    Οι μισθώσεις κτημάτων επίσης είταν συνηθισμένες σε όλα τα χωριά. Τα συνηθέστερα είδη, που συνεχίζονται ακόμα, είταν το «μισιακό», το «τριτάρικο», και το «κατ’ αποκοπή», που κανονίζονταν με συμφωνία5, κι από τις δυο πλευρές. Στις τρεις αυτές περιπτώσεις ο ιδιοκτήτης παραχωρούσε το κτήμα του στον καλλιεργητή (έκαναν «κολληγιά» έλεγαν), για την εκμετάλλευση, με τον όρο να του δίνει κάθε χρόνο το ανάλογο εισόδημα. Αν δηλαδή ο μισθωτής το έπαιρνε «μισιακό», θα παραχωρούσε τα μισά προϊόντα της χρονιάς, αφού αφαιρούσε τους φόρους για τους Τούρκους. Άμα το έπαιρνε «τριτάρικο», θα έδινε στο νοικοκύρη το τρίτο των εισοδημάτων, αφού αφαιρούσε πάλι τους τόκους, κι άμα το νοίκιαζε «κατ’ αποκοπή», είταν υποχρεωμένος να καταβάλει μια ποσότητα παραγωγής, που κανόνιζαν όταν προέβαιναν στη συμφωνία. Επομένως η συμφωνία τούτη γινόταν όταν ο καρπός είταν εμφανής, ώστε να προσδιορίζεται περίπου, κι ανάλογα με την ποσότητα, να αποζημιώνεται ο ιδιοκτήτης. Ο προσδιορισμός αυτός, για να είναι πιο σωστός, γινόταν συνήθως από ειδικούς ανθρώπους, τους «εκτιμητές» («ξι(ε)τμητάδι(ε)ς» τους ονόμαζαν), που διέθετε κάθε χωριό6 και που αναλάμβαναν το έργο με κάποιαν αμοιβή, προσπαθώντας να είναι πάντοτε αντικειμενικοί. Αυτοί πάλι προέβαιναν και στην εκτίμηση των γεωργικών εκτάσεων πριν από την πώλησή τους.

    1. Φαίνεται πως είταν άγραφοι, γιατί δε βρέθηκε κανένα πιστοποιητικό.
    2. Βλ. Γιώργου Θωμά, Μιά κοινή απόφαση των Μηλιωτών στά 1850, εφημ. «Η Θεσσαλία» 24 Οκτωβρίου 1982.
    3. Οι αγροφύλακες («μπικτσήδες» τους έλεγαν), δύο ή περισσότεροι σε κάθε χωριό, διορίζονταν για τρία ή πέντε χρόνια και πληρώνονταν απ’ την κοινότητα. Είταν πάντοτε κάτοικοι της ίδιας πολίχνης.
    4. Τα ζώα που έβρισκαν να βοσκούν σε «απαγορευμένα» («αμποδ’μένα» τα ’λεγαν) χωράφια, τα οδηγούσαν στην κοινότητα, για να υποχρεώσουν το νοικοκύρη να πάει να τα πάρει και να πληρώσει πρόστιμο, που «έκοβε» η δημογεροντία (βλ. και Γιώργου Θωμά, Μιά κοινή απόφαση των Μηλιωτών στά 1850, όπ.π.).
    5. Μάλλον άγραφη κι αυτή, μια και δεν βρέθηκε κανένα σχετικό συμφωνητικό. Αντίθετα οι συμφωνίες για ενοικιάσεις μοναστηριακών κτημάτων είταν γραφτές, τουλάχιστο κατά το 19ο αιώνα (βλ. σχετικά, Γιώργου Θωμά, Το Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου του «Γέρου» στις Μηλιές του Πηλίου, όπ .π., σελ. 100-107).
    6. Για τους εκτιμητές, βλ. Νικολάου I. Μάγνη, Περιήγησις..., όπ.π., σελ. 45.