Πάντοτε η φιλοξενία στο Πήλιο αποτελούσε αρετή καθολικά παραδεκτή1. Κανείς ξένος δεν έμενε νηστικός και άστεγος σ’όλα τα χωριά -όπως θα μείνει σήμερα εφόσον δεν διαθέτει χρήματα- κανείς απ’ τους επισκέπτες δεν αντιμετώπιζε πρόβλημα παραμονής και στον πιο φτωχικό έστω οικισμό. Παντού ο ξένος είταν πρόσωπο σεβαστό, που έβρισκε ανοιχτές όλες τις πόρτες, και στο τραπέζι ή για ύπνο έμπαινε «στ’ν απάν’τ’μιριά (στην απάνω μεριά)», δηλαδή στην καλύτερη θέση· οποιοσδήποτε κι αν είταν, είτε μεγαλοσχήμονας, είτε κάποιος ταπεινός ζητιάνος. Διακρίσεις δε γίνονταν, εδώ βάραινε ο άνθρωπος σαν άνθρωπος.
Αλλά και οι κοινότητες φρόντιζαν να έχουν ειδικά χτίσματα για τους επισκέπτες. «Αὐτοῦ πλησίον (στην πλατεία) -παρατηρεί στα 1860 ο Νικόλαος Μάγνης2 - εἶναι κτισμένα ξενῶνες (χαΐρια) οὕτω τούς ὀνομάζουσιν ἐκεί· εἰς τούς ὁποίους καταλύουσιν οἱ διαβάται δωρεάν»3.
Γενικότερα τούτη η αρετή της φιλοξενίας είταν σε μεγάλη έξαρση στα 1836, σύμφωνα με γραφτές πληροφορίες4: «Εἶναι γνωστόν τοῖς πᾶσι ὅτι (...) εὑρίσκονται παλαιά ὀσπήτια προκρίτων χριστιανῶν καί τούρκων, καί ἦτον φιλόξενα δεχόμενοι καθημερινῶς ξένους εἰς τά σπήτια τους, καί ὅσον περισσότεροι ἐπήγαιναν, τόσον πολύ ἔχαιρον· τό εἶχον αὐτό διά μισθόν τους καί τιμήν τους. Αὐτή ἡ συνήθεια σώζεται ἀκόμι (δηλαδή το 1836, όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές) εἰς ἐκεῖνα τά μέρη Θεσσαλίας (περιοχή Βελεστίνου) (...)».
Σύμφωνα με παραδόσεις, το πιο φιλόξενο χωριό στο Πήλιο είταν το Βένετο. Εδώ «μαχαιρώνονταν παλιότερα για το ποιος θα φιλοξενήσει τον ξένο»5. Αλλά το μεγαλύτερο μέρος της φιλοξενίας το αναλάβαινε ο Άγιος Λαυρέντιος κάθε χρονιά στις 16 Αυγούστου, όταν από το 1836 οργάνωνε το μεγαλύτερο πανηγύρι του στη μνήμη του Αγίου Αποστόλου του Νέου. Κάθε σπίτι, απ’την παραμονή ακόμα της γιορτής, έπρεπε να φιλοξενεί ξένους επισκέπτες, και τα πιο μεγάλα έφταναν να έχουν είκοσι και εικοσιπέντε ξένους «προσκυνητάδες», όπως τους έλεγαν. Έτσι οι χίλιοι περίπου επισκέπτες του Αγίου Λαυρεντίου κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας στο Πήλιο, έβρισκαν άσυλο στα σπίτια και στα κελιά βέβαια της εκκλησίας του Αγίου Αποστόλου6. Φημισμένο για τη φιλοξενία χωριό είταν και η Πορταριά, όπως είδαμε και παραπάνω.
Ώστε η φιλοξενία και στο Πήλιο, όπως και στη λοιπή Θεσσαλία, είχε λάβει το κύρος του εθίμου, κι αποτελούσε ιερή υπόθεση7. Μπροστά σ’αυτό το χρέος λοιπόν παραμερίζονταν όλα τα εμπόδια. Έστεργαν και σε δοκιμασίες ακόμα οι Πηλιορίτες κι έπνιγαν κάθε συναισθηματική αδυναμία, όταν πήγαιναν να εκτελέσουν τούτο το προαιώνιο καθήκον. Ακόμα -όπως μας πληροφορεί μια πηλιορίτικη παράδοση, που καταγράφτηκε στα 18898 με εμφανή όμως δόση υπερβολής- και σε θυσία του παιδιού τους μπορούσαν να προβούν οι γονείς, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο ξένος! Αξίζει όμως να ιδούμε αυτή την παράδοση του Πηλίου, όπως δημοσιεύτηκε το 1889:
Άλλες προφορικές παραδόσεις, που αποθησαύρισα ο ίδιος σε χωριά του Πηλίου, μιλούν για την ύπαρξη ειδικών χώρων (σπιτιών, κελιών10 κλπ.), για τη στέγαση των ξένων επισκεπτών. Στον παραθαλάσσιο οικισμό του Τρίκερι βρίσκεται μέχρι σήμερα ένα παλιό σπίτι, που το αποκαλούν «Μοναστήρι», επειδή δεχόταν ξένους, όπως συμβαίνει με τα μοναστήρια. Στο παλιό επίσης μοναστήρι της Σωτήρας στη Ζαγορά, ιδρυμένο στα 1660, υπήρχε ξενώνας με χαγιάτι σ’όλο το μήκος της βόρειας πλευράς του11. Ωστόσο δεν έχουμε γραφτές μαρτυρίες για την έκταση της προσφοράς των πηλιορίτικων μοναστηριών στον τομέα της φιλοξενίας. Πρέπει να τη θεωρήσουμε όμως ως πραγματικότητα, νομίζω, αν λάβουμε υπόψη τέσσερις δημοσιευμένες παραδόσεις απ’τη Ζαγορά, τον Αϊ - Γιώργη Νηλείας και το Προμίρι, που τονίζουν το αίσθημα της φιλοξενίας των καλόγερων σε ισάριθμα μοναστήρια της περιοχής τους. Πρόκειται για τα μοναστήρια της Παναγίας Ράσουβας και των Ταξιαρχών Ζαγοράς, καθώς και για τ’ άλλα των Ταξιαρχών στον Αϊ - Γιώργη Νηλείας και του Αγίου Σπυρίδωνα στο Προμίρι αντίστοιχα. Σχετικά με τα δυο πρώτα σημειώνει ο Απόστολος Γ. Κωνσταντινίδης: «(...) προσφέροντες (οι καλόγεροι της Παναγίας Ράσουβας) ἅμα τήν ἀμέριστον φιλοξενίαν των εἰς τούς ἀρματωλούς τοῦ Πηλίου ἤ τούς ἐκεῖθεν διερχομένους ὁδοιπόρους τῶν ἑκατέρωθεν χωρίων»12. «Ἡ Μονή τῶν Ταξιαρχῶν (...) παρεῖχε τήν διακρίνουσαν τάς Ἑλληνικάς Μονάς πρόθυμον φιλοξενίαν εἰς τούς ἐκεῖθεν διερχομένους ὁδοιπόρους, ἤ τούς εἰς αὐτήν καταφεύγοντας ἐν ὥρα νυκτός πρός διάσωσίν των ἀπό ἐπικειμένων θεομηνιῶν ἤ ἀπό ἐνεδρευόντων κακοποιῶν στοιχείων»13.
Σύμφωνα εξάλλου με την προμιριώτικη παράδοση14, οι καλόγεροι του μοναστηριού «Άγιος Σπυρίδωνας», φιλόξενοι καταπώς είταν, δεν αρνήθηκαν να προσφέρουν άσυλο σε μια ομάδα άγνωστων περαστικών, αν και η ώρα είχε περάσει. Άνοιξαν λοιπόν την πύλη, δέχτηκαν μέσα τους ξένους, κι αφού τους τάισαν, τους έβαλαν να κοιμηθούν. Αλίμονο όμως: Οι ξένοι είταν ληστές, και τη νύχτα σηκώθηκαν κι έσφαξαν όλους τους ερημίτες15.
Γεγονός λοιπόν είναι πως η φιλοξενία στο Πήλιο βρισκόταν και σε μια οργανωμένη βάση τουλάχιστο στα μισά του 19ου αιώνα. Υπήρχαν δηλαδή σε κάθε χωριό κοινοτικοί ή εκκλησιαστικοί ξενώνες για τους ξένους κοντά στην πλατεία συνήθως, όπως είδαμε και πιο πάνω.