Σημαντικός παράγοντας για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας του πηλιορίτικου χωριού και την πρόληψη των παραβάσεων, υπήρξε η «κοινή γνώμη». Ο φόβος της «κοινής γνώμης», του «τι θα πει ο κόσμος», όπως κι ο φόβος του Θεού, ασκούσε πραϋντική επίδραση στα πάθη και τις αδυναμίες των χωρικών. Όλοι δηλαδή, θέλοντας και μη, και ιδιαίτερα οι κατώτερες τάξεις, είταν υποταγμένοι και σε έναν ακόμα καταπιεστικό μηχανισμό, κι έτρεμαν μήπως οι πράξεις τους αποτελέσουν πρόκληση στα μάτια του κόσμου. Φοβόνταν μήπως «βγει τ’ όνομά τους» στη μικρή κοινωνία1 με κάποια τους πράξη αντίθετη στον ηθικό κώδικα συμπεριφοράς που επικρατούσε, κι ήξεραν πως θ’ αντιμετώπιζαν την περιφρόνηση στην περίπτωση της ανυπακοής τους2. Με το όπλο αυτό της περιφρόνησης, προσπαθούσαν και οι ζωντανές κοινότητες του Πηλίου να οργανώσουν έναν τρόπο θωράκισης της ηθικής τους, επιβάλλοντας τους κανόνες συμπεριφοράς που είταν δεχτές απ’ το κοινωνικό σύνολο.
Αλλά δεν είταν μόνο η περιφρόνηση, η κοινωνική -ας πούμε- απομόνωση των παραβατών της ηθικής του χωριού· είταν και μια άλλη αντίδραση, που εκδηλωνόταν με ανάλογα στιχουργήματα, ειρωνευτικά της προκλητικής ενέργειας και του παραβάτη.
Πολλά δηλαδή από κείνα που προκαλούσαν την κοινωνία και προπαντός τα ερωτικά γεγονότα, μετατρέπονταν σε στίχους από έναν ή περισσότερους -άντρες κυρίως- που είχαν μια ευχέρεια στιχοπλοκίας. Το χαρακτηριστικό είναι πως οι στίχοι αυτοί γίνονταν κτήμα όλων των κατοίκων της πολίχνης και τονίζονταν -πολλές φορές χαιρέκακα- στις καθημερινές συναναστροφές τους, προκαλώντας μια φανερή ικανοποίηση παντού και φέρνοντας μια μορφή λύτρωσης. Σπάνια μπορούσαν να μεταφερθούν και στη γειτονική πολίχνη, αν ο απόηχος της «παρανομίας» έφτανε ως εκεί.
Ενδειχτικά θα μεταφέρω εδώ τέτοιους σατιρικούς στίχους του 19ου αιώνα από τη Ζαγορά, την Αργαλαστή, το Προμίρι και το Τρίκερι, που σκαρώθηκαν ύστερ’ από γεγονότα προκλητικά της κοινής γνώμης:
Στο χώρο της σάτιρας πρέπει να εντάξουμε, νομίζω, και τα παρατσούκλια, που οι Πηλιορίτες «κολλούσαν» στους συντοπίτες τους, για να επικρατήσουν συνήθως αυτά σε βάρος των πραγματικών επωνύμων. Αλλά το θέμα τούτο των προσωνυμίων αντιμετωπίστηκε σε ειδικό κεφάλαιο σε προηγούμενη σελίδα.
Πέρ’ απ’ αυτά, έχουμε και δυναμικές αντιδράσεις της κοινής γνώμης σε περιπτώσεις εκτραχηλισμού γυναικών. «Να φίλαγε ο Θεός -παρατηρεί στα ανέκδοτα Απομνημονεύματά του ο λαϊκός ζωγράφος του Βόλου Νικόλαος Χριστόπουλος11- να μην πιάναν κανένα παράνομο ζευγάρη. Έπευτε Απάνο στην παραστρατιμένη γινέκα όλο το χωριό, προπαντός η Άλλες». Είταν τέτοια η πρόκληση, ώστε εφαρμόζονταν και μέτρα τιμωρίας. Βέβαια το ξύλο από τους άντρες, αν αποκαλυπτόταν γυναίκα στην αγκαλιά του άλλου, είταν συνηθισμένο, όπως και η άσκηση βίας στα γεννητικά της όργανα. Καθιερωμένη είταν και η διαπόμπευση, που ατόνησε όμως στα τέλη της Τουρκοκρατίας. Αμα δηλαδή δεν είταν «εντάξει» η νύφη, ο γαμπρός την έβαζε ανάποδα καβάλα σε γαϊδούρι και με συνοδεία την έστελνε στο πατρικό της σπίτι. Στο νότιο Πήλιο έπεφτε επάνω στην παραστρατημένη γυναίκα όλο το χωριό, προπαντός οι άλλες γυναίκες. «Την πιάναν την κακομοίρα καί τή βάζαν ἀνάποδα σ’ ἕνα γάϊδαρο... καί θά λά τις κρεμάσουν σ’ ὅλο τό σῶμα σκορδοουρές, κρεμυδοουρές, κουδούνια καί ὅ,τι βάζεις μέ τό νοῦ σου (...) Ἂλλοι τη βρίζαν, ἂλλοι τή φτύναν, προπαντός οἱ γυναίκες που γίνονταν χάλια ἡ κακομοίρα (...)»12.
Πολλές φορές όμως τα «σκέπαζαν», για να μην εκτεθούν, με τη συμφωνία να δώσει ο πατέρας του κοριτσιού στο γαμπρό, το «πανουπροίκ’», ένα είδος αποζημίωσης είτε σε χρήμα είτε σε ακίνητο13.
Πιο παλιά, ίσως στα μεσαιωνικά χρόνια, ίσως στην αρχή της Τουρκοκρατίας, τα «χαλασμένα κορίτσια», όπως τα’λεγαν, τα απομόνωναν για να πεθάνουν απ’την πείνα ή τα ’κλειναν σε μοναστήρια να γίνουν καλόγριες και να «εξιλεωθούν».
Στη Ζαγορά κατά το 1828 βρίσκουμε κι ένα άλλο είδος τιμωρίας που δεν συνάντησα σε κανένα άλλο πηλιορίτικο χωριό: Το βίαιο κόψιμο των μαλλιών της μοιχαλίδας και το υποχρεωτικό ντύσιμό της με μαύρα ρούχα, όπως βλέπουμε σ’αυτούς τους τέσσερις στίχους απ’το πιο πάνω μεγάλο στιχούργημα της Ζαγοράς (σελ. 186):
Μεγάλη πρόκληση για όλους είταν και η ανύπαντρη έγγυος. Σύμφωνα με παραδόσεις, που άκουσα στο Προμίρι, την Αργαλαστή και τη Ζαγορά, ο πατέρας της ή έπρεπε να τη διώξει απ’το σπίτι ή να τη σκοτώσει14.
Γενικότερα η πόρνη γυναίκα ξέπεφτε στα μάτια όλων των χωρικών, γινόταν ένα στοιχείο σιχαμερό που περιφρονούνταν κι αποτελούσε το μεγαλύτερο ηθικό πρόβλημα για το σπίτι της.
Έτσι όμως όπως ο λαϊκός άνθρωπος έπαιρνε θέση μπροστά στα διάφορα γεγονότα του χωριού του, κρατώντας το φοβερό για τους καιρούς όπλο της περιφρόνησης του παραβάτη, τοποθετούσε μοιραία τον εαυτόν του στην άλλη πλευρά, διαχωρίζοντας αυτόματα τη θέση του από τη θέση του ενόχου. Από την άποψη αυτή η λειτουργία της κοινής γνώμης γινόταν διπλά συντελεστική της αυτοβελτίωσης των ανθρώπων της κοινότητας.