• ΙΣΤ' Η λειτουργία της «κοινής γνώμης»

    Σημαντικός παράγοντας για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας του πηλιορίτικου χωριού και την πρόληψη των παραβάσεων, υπήρξε η «κοινή γνώμη». Ο φόβος της «κοινής γνώμης», του «τι θα πει ο κόσμος», όπως κι ο φόβος του Θεού, ασκούσε πραϋντική επίδραση στα πάθη και τις αδυναμίες των χωρικών. Όλοι δηλαδή, θέλοντας και μη, και ιδιαίτερα οι κατώτερες τάξεις, είταν υποταγμένοι και σε έναν ακόμα καταπιεστικό μηχανισμό, κι έτρεμαν μήπως οι πράξεις τους αποτελέσουν πρόκληση στα μάτια του κόσμου. Φοβόνταν μήπως «βγει τ’ όνομά τους» στη μικρή κοινωνία1 με κάποια τους πράξη αντίθετη στον ηθικό κώδικα συμπεριφοράς που επικρατούσε, κι ήξεραν πως θ’ αντιμετώπιζαν την περιφρόνηση στην περίπτωση της ανυπακοής τους2. Με το όπλο αυτό της περιφρόνησης, προσπαθούσαν και οι ζωντανές κοινότητες του Πηλίου να οργανώσουν έναν τρόπο θωράκισης της ηθικής τους, επιβάλλοντας τους κανόνες συμπεριφοράς που είταν δεχτές απ’ το κοινωνικό σύνολο.

    Αλλά δεν είταν μόνο η περιφρόνηση, η κοινωνική -ας πούμε- απομόνωση των παραβατών της ηθικής του χωριού· είταν και μια άλλη αντίδραση, που εκδηλωνόταν με ανάλογα στιχουργήματα, ειρωνευτικά της προκλητικής ενέργειας και του παραβάτη.

    Πολλά δηλαδή από κείνα που προκαλούσαν την κοινωνία και προπαντός τα ερωτικά γεγονότα, μετατρέπονταν σε στίχους από έναν ή περισσότερους -άντρες κυρίως- που είχαν μια ευχέρεια στιχοπλοκίας. Το χαρακτηριστικό είναι πως οι στίχοι αυτοί γίνονταν κτήμα όλων των κατοίκων της πολίχνης και τονίζονταν -πολλές φορές χαιρέκακα- στις καθημερινές συναναστροφές τους, προκαλώντας μια φανερή ικανοποίηση παντού και φέρνοντας μια μορφή λύτρωσης. Σπάνια μπορούσαν να μεταφερθούν και στη γειτονική πολίχνη, αν ο απόηχος της «παρανομίας» έφτανε ως εκεί.

    Ενδειχτικά θα μεταφέρω εδώ τέτοιους σατιρικούς στίχους του 19ου αιώνα από τη Ζαγορά, την Αργαλαστή, το Προμίρι και το Τρίκερι, που σκαρώθηκαν ύστερ’ από γεγονότα προκλητικά της κοινής γνώμης:

    1. «Μαριώ μ’ Περαχωρίτισσα
      καμαρωτοῦ, ναζιάρα,
      αὐτοῦ σακάτ’ πού περπατεῖς
      τρίζουν τά καλντερίμια,
      γιατ’ ἔχεις νόστιμο κορμί
      καί καγκιολάτα φρύδια.
      Ἒχεις τῆς χήνας τού λαιμό,
      τῆς πέρδικας τά μάτια,
      ἔχεις βυζιά ’λοστρόγγυλα
      σάν κίτρα καί λεμόνια (...)
      ».3
    2.  
    3. «Μαδήσανε τήν κότα
      κι ἀφῆσαν τά φτερά
      κι ὁ Ἀλέξανδρος Κατσώνης
      πῆρε τήν ἀνιψιά
      ».4
    4.  
    5. «Οἱ ψαράδες κάνουν βόλτα
      μπρος στου Βαϊνᾶ τή μπόρτα
      Ἒλα, ἔλα Χαρικλί μου
      σέ μπεζέρισ’ ἡ ψυχή μου.
      Τή Δευτέρα τό πρωί
      κλέψανε τό Χαρικλί
      ».5
    6. «Ὁ Νικολός κι ὁ Νικολής
      τά δυό τέρατα τῆς γῆς,
      τἄβαλαν φέτο μέ τή γης.
      Ὁ ἕνας βγάζει ἀμίαντο
      κι ὁ ἄλλος... ὑδραγωγεύει
      καί κανένας ἀπ’ αὐτούς
      δέν ξέρει τί γυρεύει.
      Καί παρακάτω εἰς τήν Μπίρ6
      φκιάσανε βρύση καί πλατεία
      καί νομίζει κανείς,
      πώς είναι στά...Χαυτεῖα.
      Καί παραπέρα στή Συκή
      φκιάσανε μία σωλήνα
      γιά νά τό πίνουν τό νερό
      ὅσοι πάσχουνε ἀπό σπλήνα
      »7
    7. «I πλάτανους του παζαριού
      κουντεύει να σαπίσει
      και η Διαλέτα του Ν’κουλή
      θέλει για να χουρίσει.
      Πω πω, πω πω, τι ντροπή
      για τ’ Διαλέτα του Ν’κουλή
      »8.
    8. «Μπόν φουρλέ φορείς καπέλο,
      μπον φουρλέ φορείς παλτό
      και οι ψείρες στο λαιμό σου
      να... χορεύουν το συρτό
      »9.
    9. «Φορείς καρέ παπούτσια
      και ξόμπλια στη μποδιά,
      σου λείπουνε τα δόντια
      δε γκάν’ς ένα μπαρά
      »10.

    Στο χώρο της σάτιρας πρέπει να εντάξουμε, νομίζω, και τα παρατσούκλια, που οι Πηλιορίτες «κολλούσαν» στους συντοπίτες τους, για να επικρατήσουν συνήθως αυτά σε βάρος των πραγματικών επωνύμων. Αλλά το θέμα τούτο των προσωνυμίων αντιμετωπίστηκε σε ειδικό κεφάλαιο σε προηγούμενη σελίδα.

    Πέρ’ απ’ αυτά, έχουμε και δυναμικές αντιδράσεις της κοινής γνώμης σε περιπτώσεις εκτραχηλισμού γυναικών. «Να φίλαγε ο Θεός -παρατηρεί στα ανέκδοτα Απομνημονεύματά του ο λαϊκός ζωγράφος του Βόλου Νικόλαος Χριστόπουλος11- να μην πιάναν κανένα παράνομο ζευγάρη. Έπευτε Απάνο στην παραστρατιμένη γινέκα όλο το χωριό, προπαντός η Άλλες». Είταν τέτοια η πρόκληση, ώστε εφαρμόζονταν και μέτρα τιμωρίας. Βέβαια το ξύλο από τους άντρες, αν αποκαλυπτόταν γυναίκα στην αγκαλιά του άλλου, είταν συνηθισμένο, όπως και η άσκηση βίας στα γεννητικά της όργανα. Καθιερωμένη είταν και η διαπόμπευση, που ατόνησε όμως στα τέλη της Τουρκοκρατίας. Αμα δηλαδή δεν είταν «εντάξει» η νύφη, ο γαμπρός την έβαζε ανάποδα καβάλα σε γαϊδούρι και με συνοδεία την έστελνε στο πατρικό της σπίτι. Στο νότιο Πήλιο έπεφτε επάνω στην παραστρατημένη γυναίκα όλο το χωριό, προπαντός οι άλλες γυναίκες. «Την πιάναν την κακομοίρα καί τή βάζαν ἀνάποδα σ’ ἕνα γάϊδαρο... καί θά λά τις κρεμάσουν σ’ ὅλο τό σῶμα σκορδοουρές, κρεμυδοουρές, κουδούνια καί ὅ,τι βάζεις μέ τό νοῦ σου (...) Ἂλλοι τη βρίζαν, ἂλλοι τή φτύναν, προπαντός οἱ γυναίκες που γίνονταν χάλια ἡ κακομοίρα (...)»12.

    Πολλές φορές όμως τα «σκέπαζαν», για να μην εκτεθούν, με τη συμφωνία να δώσει ο πατέρας του κοριτσιού στο γαμπρό, το «πανουπροίκ’», ένα είδος αποζημίωσης είτε σε χρήμα είτε σε ακίνητο13.

    Πιο παλιά, ίσως στα μεσαιωνικά χρόνια, ίσως στην αρχή της Τουρκοκρατίας, τα «χαλασμένα κορίτσια», όπως τα’λεγαν, τα απομόνωναν για να πεθάνουν απ’την πείνα ή τα ’κλειναν σε μοναστήρια να γίνουν καλόγριες και να «εξιλεωθούν».

    Στη Ζαγορά κατά το 1828 βρίσκουμε κι ένα άλλο είδος τιμωρίας που δεν συνάντησα σε κανένα άλλο πηλιορίτικο χωριό: Το βίαιο κόψιμο των μαλλιών της μοιχαλίδας και το υποχρεωτικό ντύσιμό της με μαύρα ρούχα, όπως βλέπουμε σ’αυτούς τους τέσσερις στίχους απ’το πιο πάνω μεγάλο στιχούργημα της Ζαγοράς (σελ. 186):

    • «...............................
      Ὁ κύρης τήν ἐκλείδωσε
      ψηλά πάνω στόν πύργο,
      τῆς ἔκοψ’τά μαλλάκια της
      στά μαῦρα τήν ἐντίνει
      ».

    Μεγάλη πρόκληση για όλους είταν και η ανύπαντρη έγγυος. Σύμφωνα με παραδόσεις, που άκουσα στο Προμίρι, την Αργαλαστή και τη Ζαγορά, ο πατέρας της ή έπρεπε να τη διώξει απ’το σπίτι ή να τη σκοτώσει14.

    Γενικότερα η πόρνη γυναίκα ξέπεφτε στα μάτια όλων των χωρικών, γινόταν ένα στοιχείο σιχαμερό που περιφρονούνταν κι αποτελούσε το μεγαλύτερο ηθικό πρόβλημα για το σπίτι της.

    Έτσι όμως όπως ο λαϊκός άνθρωπος έπαιρνε θέση μπροστά στα διάφορα γεγονότα του χωριού του, κρατώντας το φοβερό για τους καιρούς όπλο της περιφρόνησης του παραβάτη, τοποθετούσε μοιραία τον εαυτόν του στην άλλη πλευρά, διαχωρίζοντας αυτόματα τη θέση του από τη θέση του ενόχου. Από την άποψη αυτή η λειτουργία της κοινής γνώμης γινόταν διπλά συντελεστική της αυτοβελτίωσης των ανθρώπων της κοινότητας.

    1. Είταν κι εδώ γενικότερα αποδεχτή η γνωστή φράση «καλύτερα να βγει το μάτι σου παρά το όνομά σου».
    2. Ακόμα και ένα λαϊκό ανάθεμα έμπαινε σε εφαρμογή στο ανατολικό Πήλιο (περιοχή Τσαγκαράδας) τουλάχιστο ίσαμε τα 1890, για τους κακούς ανθρώπους. Σε ένα σημείο δηλαδή του μουλαρόδρομου Τσαγκαράδας-Βόλου, πετούσαν οι περαστικοί από μια πέτρα, και η τοποθεσία λέγεται ως τώρα «Ανάθεμα», (βλ. σχετικά α) Γεωργίου Αδρακτά, Το Ανάθεμα (στο Πήλιο), εφημ. Εβδομάς 20 Μαΐου 1888, β) Γιώργου Θωμά, Τα «Αναθεματίσματα» του Πηλίου, Κείμενα του Βόλου, τεύχ. 6, Βόλος 1979, σελ. 569-573).
    3. Οι στίχοι αυτοί που δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά από το Γιάνη Κορδάτο (Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ.π., σελ. 807, υποσ. 3), αποτελούν τμήμα από μεγάλο ανέκδοτο στιχούργημα, που αποθησαύρισα στη Ζαγορά το 1965. Σκαρώθηκαν στα 1827-1828, ύστερ’ από την αποκάλυψη μιας ερωτικής συνάντησης κάποιας Ζαγοριανής Μαρίας με τον αρματολό και αγωνιστή Μήτρο Μπαστέκη. (Βλ. και Αντ. I. Αντωνιάδου, Μήτρος Μπαστέκης, ο καπετάνιος της Ζαγοράς, τραγωδία , Αθήναι 1894).
    4. Από τη συλλογή μου. Εδώ σχολιάζεται ένας ασυμβίβαστος για τη λαϊκή αντίληψη γάμος μεταξύ δύο Ζαγοριανών.
    5. Από τη συλλογή μου. Σχολιάζεται η απαγωγή της Χαρίκλειας Βαϊνά από ψαράδες.
    6. Σήμερα: Καλλιθέα.
    7. Γιώργου Θωμά, Παραδόσεις από την Μπιρ, εφημ. «Η Θεσσαλία» 14 Μαρτίου 1977. Το στιχούργημα σκαρώθηκε για δύο Νικολήδες της Αργαλαστής, απ’ τους οποίους ο ένας έσκαβε να βρει αμίαντο κι ο άλλος νερό σε μέρος που δεν μπορούσε να υπάρξει.
    8. Βγήκε επειδή η Προμιριώτισσα Διαλέτα (Μελαχροπούλου) δεν ήθελε τον άντρα της κι ετοιμαζόταν να τον χωρίσει. Το τετράστιχο κατάγραψα παλιότερα στο Προμίρι. Σατιρικό είναι και το στιχούργημα (καταχωρείται στη σελ. 38) για τη φτωχιά Λενιώ του Μανολή, που θέλησε να φορέσει αρχοντικά ρούχα.
    9. Το έλεγαν για κάποιους που επιστρέφανε από την ξενιτιά στο Τρίκερι και γυρόφερναν στο χωριό ντυμένοι σαν... υπουργοί, αλλά φορτωμένοι ψείρα.
    10. Αυτό για κάποιες Τρικεριώτισσες προκλητικά ντυμένες.
    11. Μου τα έθεσε υπόψη ο εγγονός του Γρηγόρης Καρταπάνης.
    12. Από τα ανέκδοτα Απομνημονεύματα του Βολιώτη λαϊκού ζωγράφου Νικολάου Χριστόπουλου, όπ.π. Η μορφή αυτή της διαπόμπευσης κυρώνεται κι από μια παράδοση, που έχω καταγράψει από τον Τρικεριώτη Βαγγέλη Φορτούνα (1900 -;). Διαπόμπευαν, λέει, καβάλα ανάποδα σε γαϊδούρι μια παραστρατημένη γυναίκα πριν απ’ το 1821. Για μια στιγμή η γυναίκα δεν άντεξε και έβγαλε δυνατή φωνή: «Βγάτε, μαρέ αρχόντ' σσες, να ιδείτε το γάϊδαρο που είστε σαν κι αυτόν...».
    13. Βλ. Κώστα Λιάπη, Η θέση της Γυναίκας στο παλιό Πήλιο, όπ.π., σελ. 125.
    14. Σε τέτοιο δίλημμα ήρθε γύρω στο 1850 ένας Προμιριώτης, Βουλγαρίνης το επώνυμο, όταν αντιλήφτηκε το κορίτσι του να κυοφορεί. Δεν το σκότωσε, αλλά το παράδωσε σε ψαρά για να το εγκαταλείψει στην άγρια ξέρα «Λεφτέρι» (πρόκειται για τον αρχαίο ύφαλο «Μύρμηξ», που αναφέρει ο Ηρόδοτος) στο πέλαγο ανάμεσα στα προμιριώτικα και τη βόρεια Εύβοια. Ο ψαράς λυπήθηκε το κορίτσι και το έφερε στο χωριό «Αγριοβοτάνι» της Εύβοιας, όπου και το σύμμασαν δικοί του άνθρωποι. Γέννησε αγόρι κι έμειναν εκεί, μάνα και γιος, κι όταν ο τελευταίος έγινε 19 χρονώ, έστειλε μήνυμα στο Προμίρι. Από τότε διατηρούσε επικοινωνία με τους δικούς του, που τον δέχονταν και τον φιλοξενούσαν. (Από προμιριώτικες παραδόσεις).