• Ὁ «γιορταστής λαός».

    τοῦ ΓΙΩΡΓΟΥ ΘΩΜΑ

    Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θεσσαλία» στις 14 Ιουνίου 1970.

    Ἡ ἁλυσίδα τῶν ἑλληνικῶν πανηγυριῶν τοῦ καλοκαιριοῦ, ὁπότε κορυφώνεται ὁ οἶστρος τοῦ γλεντιοῦ στό «γιορταστὴ λαό» μας (Παλαμάς), ξεκινάει οὐσιαστικά ἀπ’ τή γιορτή τῆς Ἁγια-Τριάδας. Αὐτή πρώτη «σέρνει» τό χορό τῶν πανηγυριῶν τοῦ θέρους, μιά καί συμπίπτει χρονολογικά μέ τήν ἀρχὴ τοῦ καλοῦ καιροῦ. Καθώς δηλαδή ἀρχίζει ἡ ἐποχὴ πού εὐνοεῖ κάθε διασκέδαση, κι ἡ φύση βρίσκεται στήν πιό καλή της ὥρα, κεντρίζεται ἡ διάθεση τοῦ λαοῦ νά τρέξει στὰ ξωκλήσια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί, ἀφοῦ ἀνανεώσει σ’ αὐτά τή λατρεία τοῦ Θεοῦ, νά ριχτεῖ κατόπιν στό πολυθόρυβο γιορτάσι. Γιά νά ἱκανοποιήσει, ἔτσι ἁπλὰ, τήν προαιώνια ψυχική κι ὀργανική του ἀνάγκη γιά κίνηση χορό καί τραγούδι. Κι ὅλ’ αὐτά νά γίνουν μὲς στόν κύκλο τῶν ὁμοίων του, ὥστε νὰ φουντώσει και ἡ χαρά τῆς κοινωνικότητας, ἄλλο στοιχεῖο καί τοῦτο, πού εἶναι καί στόχος τῆς λαϊκῆς μας ψυχῆς.

    Συνεστίαση σε εξοχικό πανηγύρι της Ζαγοράς
    Ἀπὸ ἕνα ζαγοριανὸ πανηγύρι στὶς ἀρχὲς τοῦ αἰώνα μας. Πάνω ἀπ' τὸ μακαρίτη παπα-Γιώργη Ἀχιλλὰ κρέμεται τὸ νταούλι. Πίσω του κάθεται ἡ «τρελλὴ τῆς Ζαγορᾶς» τοῦ Ψυχάρη. Πίπιζες, τσότρες, καρβέλια, παγούρια, κρέατα σε... ἡμετησία διάταξη. (Ἀπὸ τὴ συλλογή μου).

    Τέσσερα τέτοια λαϊκά πανηγύρια διάφορων περιοχῶν τῆς Ἑλλάδας θὰ μ’ ἀπασχολήσουν σήμερα. Ὁ ἀριθμός τους δέν ἐπιτρέπει δυστυχῶς τήν ἀναφορά μου στά λεπτομεριακά καθέκαστα τοῦ καθέν’ ἀπ’ αὐτά. Κι ἀκόμα ἐμποδίζει καί τή διερεύνηση τῆς ἀρχῆς τους, πού τόσο ἐνδιαφέρει τὴ Λαογραφία μας σάν ἐπιστήμη. Ἓν’ ἀπ’ αὐτά εἶναι τό πανηγύρι τῆς Ἁγια – Τριάδας στό νησάκι Κλείσοβα τοῦ Μεσολογγιοῦ. Ἐδῶ ὀ ἑορτασμός ἀνεβαίνει στό κατακόρυφο τήν ἐπαύριο, τῆς Δευτέρας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιατί ἀποτελεῖ τήν κατακλείδα ἑνὸς ἄλλου γειτονικοῦ πανηγυριοῦ πού ἀρχίζει τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.

    Γραφική εἶναι ἡ προσπέλαση τῶν πανηγυριστῶν ἀπ’ τό Μεσολόγγι καί τίς πλησιόχωρες περιοχές στό νησάκι. «Στόλος ἀπό πλοιάρια – γράφει ὁ ἱστορικός – ἀναφαίνεται ἐστολισμένος ἀπό τάς ἑλληνικάς σημαίας, καί εἰς τό νησίδιον τῆς Κλεισόβης, ἐν ἧ ἄλλοτε (ὅταν πολιορκοῦνταν τὸ δύστυχο Μεσολόγγι) ἠκούοντο τά πυρσοκροτήματα τῶν τηλεβόλων καί μολυβδοβόλων καί αἱ φωναί καί οἱ ἀλαλλαγμοί τῶν ἡρωομάχων πολεμιστῶν, τώρα μόνον ἀκούονται οἱ κρότοι, τῶν τυμπάννων, οἱ ἦχοι τῶν πανηγυριστῶν... (Ἀπό μεσολογγίτικη ἐφημερίδα τοῦ 1859).

    Αὐτό τό γιορτασμὸ θά τραγουδήσει ἀργότερα κι ὁ μεγάλος Παλαμάς μὲ τή λύρα του:

    • ... Ὃταν κοντά τῆς Κλείσοβας τό πανηγύρι βράζει
      μές’ στήν Ἁγια –Τριάδα τό χρόνο μιά φορά
      μέσ’ ἀπ’ τό γλυκοχάραγμα μιά ἒγνοια μέ τινάζει
      πρὸς τῆς γιορτῆς τό βούϊσμα, στήν ἀκροθαλασσιά.
      Καί μέσα στό πλοιάρι μου τό καλοσκαωμένο
      γοργά ὣς τή νύχτα τό λαό περνῶ το γιορταστή,
      ψάρι ἀργυρό τῆς χάρης της καί μιά λαμπάδα πααίνω
      κι ὓστερα κάνω ὁλονυχτιὰ μέ τό θιακό κρασὶ ...

    Λένε πώς ὁ πανηγυρισμὸς αὐτὸς τελεῖται «εἰς ἀνάμνησιν τῆς μάχης τῆς Κλεισόβης», ὅταν δηλαδή οἱ πασάδες σφίγγανε ὁλοένα τή μεσολογγίτικη πολίχνη, κι αὐτή ἔγραψε τή μεγάλη σελίδα της.

    Ἀν ἀληθεύει τοῦτο, τό πανηγύρι τῆς Κλείσοβας παίρνει καί ἱστορικό πιά χαρακτήρα.

    Ἀξιόλογος εἶναι κι ὁ γιορτασμός τῆς Ἁγια – Τριάδας στό Λιβάδι τοῦ Ὀλύμπου. Δυό χιλιόμετρα πέρ’ ἀπ’ τήν ἀγεροκρέμαστη τούτη πολίχνη σημαδεύεται τό μοναστήρι τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ἓνα ὡραῖο χτίσμα τοῦ 1812. Σ’ αὐτὸ ὁδηγοῦνται κάθε χρονιά, σά σήμερα κι αὔριο, οἱ πιστοί τοῦ Λιβαδιοῦ νά καταθέσουν τή λατρεία τους στό Θεὸ κι ὓστερα νά ἐξαντληθοῦν σέ βουερό χαροκόπι.

    Ἔξω ἀπ’ τόν περίβολο στό μεγάλο πλάτωμα στρώνουν τά κιλίμια τους, ψένουν στή σειρά τ’ ἀρνιά τους καί μετά τή λειτουργία τρῶνε καί πίνουν ὅσο μποροῦνε. Ἀπό κεῖ καί δώθε ὁ πανηγυρισμὸς θά γνωρίσει τήν πιό θορυβώδικη ἔκφρασὴ του, γιατί τά λαϊκά τους ὄργανα καί τό κρασί ξεσηκώνουν μικρούς καί μεγάλους στή μέθη τοῦ χοροῦ. Ἀπό δῶ δέν ἀπολείπουν καί τὰ λαϊκά παιχνίδια – μεταξὺ τῶν μεγάλων – γιά νά διανθιστεῖ ἡ ἀτμόσφαιρα καί νὰ ἐκτιμηθεῖ ἡ ἐξυπνάδα τῶν παικτῶν. Ἄν θἄθελα νά σταθῶ στό ξεκαρδιστικό παιχνίδι τους τό «κουτσοῦπλο», δέν τό κάνω σήμερα. Μέ... περιμένει ἓνα ἄλλο πανηγύρι στόν Ὂλυμπο πάλι, ἀκριβέστερα στό μοναστήρι τοῦ Σπαρμοῦ.

    Γιγάντιο χτίσμα τοῦ 1139 τό μοναστήρι τῆς Ἁγια – Τριάδας τοῦ Σπαρμού, χίλια τρακόσια μέτρα ψηλά στόν οὐρανό, στοιχειωμένο ἀπό ψιθύρους ἱστορίας καί θρύλων, μέ τή βαριά του λαϊκή διακόσμηση, ἀπόκοσμη φιγούρα χτυπημένη ἀπ’ τό χρόνο καί τήν ἐγκατάλειψη, δοκιμάζει σήμερα τή χαρά τῆς παρουσίας τοῦ κόσμου. Ἑκατοντάδες στα χρόνια μας οἱ προσκυνητές, χιλιάδες παλιότερα, ἁρμολογοῦσαν μιά εἰκονα λαϊκῆς ἀρχοντιᾶς μέ ἔντονη τή διάθεση τῆς θεοσσέβειας καί τοῦ γλεντιοῦ. Κάτω ἀπ’ τόν πηχτό ἴσκιο τῶν «δέντρων» τῶν βελανιδιῶν, τῶν πλατανιῶν καί τά τρεχάμενα νερά, στήνονταν ἀτελείωτες γυρογυριὲς, καί μὲς στήν κνίσα τῶν ψητῶν ἀρνιῶν, μέ τή γεύση τοῦ κρασιού καί τό λουλούδι τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς στήν καρδιά οἱ ὀλυμπιῶτες ἄναβαν τρελλές ἑστίες γλεντολογιοῦ, πνίγοντας τά ντέρτια καί τά μαράζια. Κι ὅλοι τοῦτοι ἀνεβαίνανε ὡς ἐκεῖ μέ τά πόδια. Σαράντα χιλιόμετρα ἀπ’ τήν πλησιέστερη πολίχνη τῆς Τσαρίτσανης κι ἄλλα τόσα πάνω κάτω ἀπ’ τήν Ἐλασσόνα, δεν εἴταν τίποτα γιά νά κουράσουν τόν κόσμο τοῦ χτὲς. Ἀρκεῖ τό τέλος νά στεφανώνονταν ἀπό κάποιο κέρδος, ἠθικό ἤ ὑλικό. Μάλιστα πολλοί ὁδοιποροῦσαν ξυπόλητοι στό κακοτράχαλο καί μακρινό στρατί. Εἴτε μόνοι μέ τὶς φαμελιές τους, εἴτε μὲ τήν πομπή τῶν παπάδων καί τοῦ Δεσπότη, πού φέρανε στὰ χέρια τή βαριά εἰκόνα ἀπ’ τήν Τσαρίτσανη. Ὅλοι μέ τά πόδια! Κάποτε, σάν ἔφταναν οἱ ἑκατοντάδες πεζοπόροι, μέ τό ἀκριβὸ τους κειμήλιο, κατέβαιναν ἀπ’ τό μοναστήρι οἱ μοναστές μέ ὅσους ἄλλους βιάστηκαν νά βρεθοῦνε ἀπό πρίν σ’ αὐτὸ γιά τὴν ὑποδοχή. Καί σμίγανε οἱ δυό κύκλοι τῶν πιστῶν καί μὲς σέ κλίμα κατάνυξης κι ἀνατριχίλας, μὲ τὶς ψαλμουδιές τῶν ἱερωμένων καί τίς πολυχρονίτικες εὐχὲς, ἀνεβαίνανε στὸ χτίσμα γιά τό θρησκευτικό καί γιορταστικό τους χρέος.

    Τώρα ὅλα «μηχανοποιήθηκαν» κι ἔχασαν τὴν παλιά τους λάμψη. Ἡ εἰκόνα «ἀνεβαίνει» μὲ τὸ φορτηγό καὶ τὸ Δεσπότη στό κουβούκλιο, οἱ πανηγυριστές μὲ τ’ αὐτοκίνητα καί τὰ μηχανάκια τους ὡς ἕνα σημείο, πού ἐπιτρέπει ὁ δρόμος. Στό λίγο μόνο διάστημα πού ἀπομένει, τό λόγο ἔχουν τὰ πόδια.

    Θὰ κλείσω τὴν ἀναγωγή μου στὰ πανηγύρια τῆς ἡμέρας, ...πετώντας ἀπ’ τὸν Ὄλυμπο στό Προμίρι. Γιά νά ταράξω – μαζί μὲ τούς σημερινούς ἐπισκέπτες – τὴ γαλήνη τοῦ ξωκλησιοῦ τῆς Ἀγια – Τριάδας, πού ἀσπρίζει, διακόσια χρόνια τώρα, μὲς σέ καταράχτες πρασινάδες, δυό κοντά χιλιόμετρα πέρ’ ἀπ’ τὸ χωριό. Τὸ ρημοκλήσι αὐτό γνώριζε ἀπό παλιά σήμερα τὸ βράδι κι αὔριο ὅλη μέρα, ἕνα ἔντονο πανηγυριώτικο κλίμα. Τὸ μισό Προμίρι περίπου ....συνεπικουρούμενο κι ἀπό λαυκιῶτες, μεταφέρονται ἐκεῖ καί γιόμιζαν τὰ μποστανοτόπια ἕνα γύρω ἀπ΄ τὸ πολυθόρυβο μελίσσι τῶν ἀνθρώπων, γιά ν’ ἀνάψει ἡ φλόγα τοῦ γλεντιοῦ μετὰ τὰ προσυνήματα τῆς Δευτέρας. Στὸ παρακείμενο πλάτωμα μὲ τούς ἴσκιους καί τὸ τρεχούμενο νερό στρώνονταν οἱ γιορταστὲς, εὐωχούνταν ὅλοι μαζί κι ἀρχίζανε τὸ χορό μὲ τὴ συνοδεία λαϊκῶν ὀργάνων. Κι αὐτὰ ὅλη τὴ μέρα τῆς Δευτέρας ὥς τὸ βράδι. Τότε συνάζανε τὰ «παγκυριώτικα» ἀντικείμενά τους καί γραμμή ξανά γιά τὸ Προμίρι. Μὲς στὸ μεθύσι τους, ὅμως οἱ πολλοί, τραβοῦσαν χορεύοντας στὸ δρόμο, καί μὲ χίλια δυό διασκεδαστικά καμώματα, ξεσήκωναν χάχανο ἕνα γύρω, μέχρις ὅτου τὸ πανηγύρι μεταφέρονταν – ἀπ’ τούς ἄντρες μονάχα – στὰ καπελειά τοῦ χωριοῦ.

    Εἶν’ ὁ ἑλληνικὸς λαὸς αὐτός , ὁ ξεφαντωτής, ὁ τυραννισμένος ξωμάχος, πού ὅπως ἤξερε νὰ κρατάει ἴσιος τὸ μαντήλι τοῦ χοροῦ στὸ χέρι, ἄλλο τόσο ἤξερε καί νὰ πιάνει τὸ καριοφίλι, γιά ν’ ἀνασταίνει τή λευτεριά του. Ὁ «γιορταστής» λαὸς τοῦ Παλαμᾶ....