Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θεσσαλία» στις 5 Μαρτίου 1965.
Τὸ ἠχηρότερο στοιχεῖο στὶς πολυποίκιλες ἐκδηλώσεις τοῦ λαϊκοῦ μας πολιτισμοῦ εἶναι τὸ τραγούδι. Δὲν ὑπάρχει λαϊκὸς γιορτασμὸς χωρὶς νὰ ἐμπλουτίζεται ἀπό εἰδικὰ κι΄ ἀνάλογα μουσικὰ συνθέματα τοῦ λαοῦ μας, ποὺ κορυφώνουν τὸ κλίμα τῶν γιορταστικῶν πράξεων. Ἀπ΄ ὅλα ὅμως τὰ ἠχογόνα ξεσπάσματα τῆς ψυχῆς του, ἐκεῖνα ποὺ διακρίνονται γιὰ τὸ βωμολοχικό τους περιεχόμενο, εἶναι τ΄ ἀποκριάτικα. Τὰ τραγούδια αὐτὰ – ἄτεχνα τὶς περισσότερες φορές καὶ χωρὶς νὰ πειθαρχοῦν στὶς αὐστηρὲς ἀπαιτήσεις τῆς παραδοσιακῆς ποίησης – διαποτίζονται ἀπὸ ἕνα πνεῦμα σπινθηρισμοῦ καὶ ὀξείας εὐφυΐας. Ἡ χυδαιολογία τους δηλαδὴ ἐκφράζεται μὲ ἕνα τρόπο ἔξυπνο καὶ χτυπητὸ καὶ δὲν θἆναι ὑπερβολή, ἂν ὑποστηρίξει κανεὶς ὅτι καὶ τοῦτο συνετέλεσε στὴν ἐπικράτηση καὶ διαιώνισή τους.
Πέρ΄ ἀπὸ τὸ χαρακτήρα τους αὐτό, τ΄ ἀποκριάτικα τραγούδια διακωμωδοῦν πρόσωπα καὶ πράγματα, καταστάσεις τῆς ζωῆς καὶ φαινόμενα τοῦ ἐπιστητοῦ. Ὅλα, γάμοι, ἀρραβωνιάσματα, κηδεῖες, ἐκκλησιαστικὲς μελωδίες, καλόγεροι, ἡ τεμπελιά, ἡ βλακεία, ὁ ἔρωτας, ἡ ψευτιά, ἡ προστυχιά, ἡ σιχαμερὴ ψυχολογία τῶν ἀνθρώπων κλείνονται μὲς στοὺς στίχους καὶ διακωμωδοῦνται. Ἡ διακωμώδηση γίνεται μὲ μιὰ φράση κοφτερὴ καί, φυσικά, καυστική. Ἔρχονται ἀκόμα νὰ στηλιτέψουν ἀδυναμίες τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς καὶ ἀνεπιθύμητα στοὺς πολλοὺς παρορμήματα τοῦ ἐνστίχτου.
Ξεκινώντας ἀπὸ τοῦτο τὸ γεγονὸς, ὁ ἐπίμονος μελετητὴς τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ διακρίνει κάτω ἀπ΄ αὐτὰ τὴν ὑγιῆ ἀντίληψη τοῦ λαοῦ μας, ποῦ, θιγόμενος βαθιὰ ἀπὸ ἀπρεπῆ καμώματα τῶν ἀτόμων, μετουσιώνει τὸν καημό του σὲ τραγούδημα. Μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ πετύχει τὸν περιορισμὸ τῶν προκλητικῶν πράξεων. Ἔτσι, καυτηριάζοντας λόγου χάρη τὸ ψέμα, τὴν ἐκμετάλλευση, τὴν ὑποκρισία, τὶς ἄσκημες πλευρὲς τῆς ἀνθρώπινης βιοτῆς, γίνεται κήρυκας καὶ φορέας ἠθικῆς καὶ ἀρετῆς. Γιὰ τοῦτο τὸ λόγο μποροῦμε νὰ τὰ ἀναγάγουμε σέ θέση περιωπῆς. Ἀκόμα νὰ τὰ τοποθετήσουμε πλάϊ σ΄ ἄλλες γνήσιες καὶ ἠθικολόγες φωνές.
Κύριος πάντως στόχος πολλῶν τέτοιων τραγουδιῶν εἶναι οἱ ὑπερήλικες. Ἄντρες καὶ γυναῖκες. Μές ἀπ΄ τὸ στίχο τους ἡ θέληση τοῦ γέρου νὰ «παντρευτεῖ καὶ νὰ νοικοκυρευτεῖ» βγαίνει κελαρυστὴ καὶ γίνεται ἀγαπητὴ σάτιρα στὰ χείλια τοῦ ἀποκριάτικου τροβαδούρου. Τοῦτο τὸ γεγονὸς φαίνεται ὅτι ἀποτελοῦσε πρόκληση γιὰ τὴν κοινὴ γνώμη, ποὺ κατ΄ οὐδένα τρόπο υἱοθετοῦσε τέτοιες γέρικες ἐξάψεις. Ἂν ὅμως ἄλλοι... μαθουσάλες ζητοῦνε φανερὰ τὴν παντρειά, μιὰ γριὰ τὸν πόθο της γιὰ τὸ γάμο τὸν ἐκδηλώνει διαφορετικά. Ρώτησαν λοιπὸν τὴ γερόντισσα τὶ προτιμάει ἀπ’ τὰ δυό. Τὸ μέλι ἢ τὸ πάντρεμα. Κι’ ἐκείνη, γιὰ νὰ μὴν ἐκφράσει κατ’ εὐθεία τὸ μεράκι τῆς καρδιᾶς της, πρόβαλε τὴν ἄρνηση τοῦ πρώτου... φιλοδωρήματος. «Ἂχ πιδάκι μ’ ἔχου ἐγὼ δόντια γιὰ μέλ’;»
Ὁ λαϊκὸς λοιπὸν στιχοπλόκος ἐκμεταλλεύεται τὴ δειλία τῆς γριᾶς ν’ ἀπαντήσει ξεκάθαρα καὶ σπαθάτα καὶ σκαρώνει ὁλόκληρους στίχους, ποὺ τοὺς παίρνουν κάθε χρόνο τέτοιες μέρες ὅσοι δὲν ξέκοψαν ἀκόμα τὴν ἐπαφή τους μὲ τὸ ἑλληνικό παρελθόν καὶ τοὺς τονίζουν σὲ συνδυασμὸ μὲ ἄλλους ἐπίκαιρους. Κι ἐνῶ τὰ χαροκόπια τῆς ἀποκριᾶς φουντώνουν, ἄλλες συντροφιές... τὰ βάζουν μὲ τὴν ἀπαιτητική ἐκείνη γριά, ποὺ δὲν ἀρκεῖται στὸν ἕνα ἄντρα ἀλλὰ ζητάει καὶ δεύτερο. Χτυπώντας λοιπὸν οἱ γλεντιστὲς τὰ πόδια τους κάτω ἀπ’ τοὺς ρυθμοὺς τῆς μουσικῆς, τραγουδοῦνε:
Τὸ τραγούδημα συνοδεύεται καὶ μὲ σχετικὰ πειράγματα στὶς γριογιαγιάδες, ποὺ ἔχουν χηρέψει. Γι’ αὐτὸ κείνη τὴν ἡμέρα, ὅσες δὲν τὰ δέχονται κλειοῦνται στὰ κονάκια τους, νὰ μὴ γίνουν ἀντικείμενο σκωμμάτων. Οἱ μασκαράδες ὅμως ξέρουνε τὰ σπίτια αὐτὰ καὶ ἀπόξω ἀπ’ τὰ πορτοπαράθυρά τους στήνουν βουηρὸ χαροκόπι, τονίζοντας στὴ διαπασῶν τὴ σάτιρά τους. Ὅσες ὅμως γριὲς τυχαίνει νὰ λαβαίνουν μέρος στὰ νυχτερικὰ γλεντοκόπια, ποὺ ὀργανώνονται τὸ βράδι τῆς Κυριακῆς, δέχονται ἀπανωτὰ τὰ πυρὰ τῆς ἐλευθεροστομίας τῶν ξεφαντωτήδων. Οἱ γέροι καὶ οἱ γερόντισσες εἶναι ἡ μεγάλη πρόκληση τοῦ γλεντιστῆ τῆς ἀποκριᾶς.
Ἀφοῦ ὅμως τ’ ἀποκριάτικο κλίμα εὐνοοῦσε κι’ ἐπέβαλλε τέτοιους σατιρισμοὺς «γιὰ τὸ «καλό», στὸ τέλος καταντοῦσαν οἱ ἴδιοι οἱ πρωτουργοὶ τοῦ πανηγυρισμοῦ νὰ στρέφουν τούς... λεχτικοὺς κεραυνοὺς καὶ ἐνάντιά τους. Ἔτσι στὴν περιοχή τῆς Ἁγιᾶς δὲν τὄχουν τίποτα νὰ αὐτοαποκαλεστοῦν «κιαρατάδες». Οἱ πανηγυριστὲς δηλαδή, ἐνῶ βράζουν κοπαμεσὶς στοὺς δρόμους τὸ πατροπαράδστο «μπουρανί» τους, ἐξαντλοῦνται σὲ πειράγματα, ποδοκροτήματα καὶ τονισμένους σκοπούς, σὰν ἐτοῦτον:
Τὰ τραγούδια ὥς ἐδῶ μὲ τὸ συγκρατημένο καὶ σπινθηροβόλο σατιρισμό τους δὲν θ’ ἀπηχούσανε καὶ πολὺ ἄσκημα στ’ ἀφτιὰ τῶν ἀκροατῶν, ἂν δὲν συμπληρώνονταν κι’ ἀπὸ ἄλλα μὲ ἔντονο τὸ στοιχεῖο τῆς βωμολογίας. Τοῦτα, σὰν οἱ μασκοφόροι τύφλα στὸ μεθύσι, τὰ διατυμπάνιζαν ἀδιάντροπα στοὺς δρόμους καὶ στὶς ὁμαδικὲς διαχύσεις, μιὰ καὶ κρύβονταν κάτω ἀπὸ τὴν ἀνωνυμία. Οἱ κυριολεξίες τους, οἱ ἀναφορὲς σὲ ἀνομολόγητα πράματα καὶ πράξεις, τὰ πρόστυχα καμώματά τους καὶ φερσίματά τους ἔκαναν τὸ γυναικομάνι καὶ τὸ παιδομάνι κυρίως νὰ μπουλώνει τ’ ἀφτιά του καὶ νὰ χαντακώνεται στὰ ὑποστατικά του.
Ἕνα τέτοιο ζαγοριανὸ τραγούδι - ξεχασμένο σήμερα στὴν κωμόπολη - ἔτυχε νὰ διασώσω χάρη στὸν ὑπέργηρο πηλιορείτη ὀργανοπαίχτη μπάρμ’ Ἀποστόλη Μωρό. Δὲν ἔχει ὅμως θὲση στὴν ἐφημερίδα. Μὲ τοῦτο σατιρίζεται - πολὺ τσουχτερὰ ὁ ἐρωτικὸς ὀργασμὸς ἑνὸς γερο - Νικηφόρο - νὰ ἦταν τάχα ὑπαρχτὸ πρόσωπο στὴ Ζαγορά; - καὶ μιᾶς ὁμάδας ἀπὸ παπαδιὲς καὶ καλογριές. Κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ τραγουδιοῦ καθρεφτίζεται ἡ ἠθικὴ συνείδηση τοῦ πηλιοορείτικου λαοῦ, ποὺ δὲν ἄντεχε νὰ βλέπει παρατράγουδα σ’ ἀνθρώπους προχωρημένους στὰ χρόνια. Κι’ ἐπιπλέον ποὺ δὲν ἔστεργε σὲ καμιὰ περίπτωση νὰ ἀντιμετωπίζει ἀδιαμαρτύρητα τὶς φημολογούμενες παρεκτροπὲς στὶς καλόγριες. Μπροστὰ σ’ αὐτὲς ὁ λαϊκὸς στιχοπλόκος τῆς Ζαγορᾶς παίρνει θέση ἐνεργητική. Ἐγείρεται καὶ ἐξαπολύει σαρκαστικὲς βουρδουλιὲς ἐνάντια στὴ γυναίκα, ποὺ θητεύει σὲ θεϊκοὺς χώρους. Ἐνάντια στὸ γέρο ποὺ τὸν θέλει ὅπως καὶ ἡ φύση. Νὰ ζεῖ στὸ περιθώριο τῆς ἐρωτικῆς δραστηριότητας. Νὰ ζεῖ μὲ μαραμένες τὶς ἀναπαραγωγικὲς δυνάμεις, σ’ ΄αλλες περιοχές, εὐτυχισμένος θεωρὸς τῆς καινούργιας ζωῆς ποὺ ὁ ἴδιος δημιούργησε. Ἡ παραβίαση τῆς φύσης γίνεται πρόκληση στὴν ἀλώβητη ψυχὴ τοῦ λαοῦ μας. Ποὺ δὲν ἀντέχει κι’ ἀντιδράει ἔντονα. Μὲ τὸ ὅπλο τῆς σάτιρας. Ἀντὶ νὰ κάνει κήρυγμα ἠθικῆς - αὐτὸ τ’ ἀφήνει νὰ τὸ ἀναλάβουν ἄλλοι παράγοντες - ὁπλίζει τὴ φαρέτρα του μὲ τσουχτερὰ βέλη γιὰ νὰ τὰ ἐξακοντίση σ’ ἐκείνους ποὺ δὲ συνοδοιποροῦν μὲ τὸν ἄσπιλο κόσμο, τραγουδώντας καὶ κοροϊδεύοντας τὸν ἐκτροχιασμό τους.
Γιὰ τοῦτο καὶ τὰ ἀποκριάτικα λιανοτράγουδα, μ’ ὅλη τὴν ἀθυροστομία τους, εἶναι κεντριὰ ποὺ χτυπᾶνε ἀλύπητα. Κρύβουν μιὰ προσπάθεια διορθωτικὴ τοῦ ἠθικοῦ μαρασμοῦ. Ἔτσι ὁ λαϊκὸς στιχουργὸς παίρνει ἀθέλητα τὴ θέση τοῦ κοινωνικοῦ λειτουργοῦ.