Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Θεσσαλία», στις 12 Απριλίου 1970 και με λίγες αλλαγές στην εφημερίδα «Η Βραδυνή», στις 7 Δεκεμβρίου 1970.
Πάνω ἀπ’ τό ὀρεινό καί δυσπρόσιτο χωριό Στεφανιάδα τῆς Ἀργιθέας στ’ Ἄγραφα, ὑψώνεται μιά κωνική κορυφή πού ἀποκαλεῖται «Στοιχειὸ» ἤ τό σωστότερο «Στ’ χειὸ». Ἡ προσωνυμία τούτη κατοπτρίζει καί τήν «ἰδιότητα» τοῦ βουνοῦ. Ὑπάρχει δηλαδή διάχυτη ἡ πίστη σ’ ὅλα τά χωριά τῆς περιοχῆς, ὅτι τό βουνό εἶναι στοιχειωμένο ἀπό πανάρχαιους καιρούς, ἐμφανίζεται μάλιστα τούς ἄγριους χειμῶνες ἕνας δράκος στόν τόπο (τό στοιχειὸ τοῦ ὑψώματος). Πολλοί ἔχουν ἰδεῖ τό θηρίο, καί πάντοτε ἡ ἔξοδος του συνοδεύονταν παλιότερα ἀπό ἀστραπὲς, βουή καί ταραχή. Τότε ὁ κόσμος ἀπό τά κοντινά χωριά ἔστρεφε τά μάτια του πρὸς τή στοιχειωμένη κορυφή καί γεμάτος δέος καί φρικίαση, ἀναφωνοῦσε, σταυροκοπούμενος: «Νά, τώρα θά κάν’ πρὸς τά κάτ’ τού στ’χειὸ, Παναΐτσα μ’ βόηθα μας..»
Ὅλα τοῦτα τἄκουσα μέ τ’ ἀφτιὰ μου πέρυσι τό καλοκαίρι σ’ ἀγραφιώτικα χωριά καί τά κατάγραψα. Ὣς τώρα δέν τά διάβασα πουθενὰ καί δέν ξέρω ἄν κανείς ἀσχολήθηκε περιγραφικά κι ἑρμηνευτικά μέ τό θρύλο. Αὐτὸ ἀκριβῶς προσπαθῶ νά κάνω σήμερα.
Ἡ παράδοση λοιπόν τούτη τῶν Ἀγράφων ἐπισημαίνει, κοντά στ’ ἄλλα, κι ἓνα φόβο πού κυρίευε τούς κατοίκους, μήπως τό στοιχειὸ κυλίσει πρὸς τά κάτω. Κι αὐτό άκριβῶς τό σημείο ἐπαληθεύτηκε κατά περίεργο τρόπο τό Γενάρη τοῦ 1963.
Μιὰ ἄναστρη, κολασμένη νύχτα, κοντά στά μεσάνυκτα ἄρχισε ξαφνικά νά σείεται ὁλόκληρη ἡ περιοχὴ τοῦ βουνοῦ μέσα σ’ ἀπόκοσμο, ἀνατριχιαστικὸ βουητό καί φοβερές ἀστραπὲς. Τὰ πάντα ἔδιναν τήν ἐντύπωση τῆς συντέλειας τοῦ κόσμου, κι οἱ ἀνθρωποι ξυπνούσανε πνιγμένοι στήν ἀγωνία καί τόν τρόμο. Συγχρόνως ἀπό τή μέση περίπου τῆς στοιχειωμένης κορυφῆς ἄρχισαν νά ξεκόβονται τά χώματα καί νά κατρακυλοῦν μαζί μ’ ὁλόκληρη τή νότια πλευρά τοῦ βουνοῦ πρὸς τό βαθύρεμα κάτω. Τό ἀποτέλεσμα εἶταν ἀνυποψίαστα φοβερό. Τό μισὸ βουνό κόπηκε καί κύλισε στή χαράντρα, ὅπου ἔτρεχε ἓνας παραπόταμος τοῦ Ἀχελώου, δημιουργώντας μιάν ἁπλόχωρη πεδιάδα, γιά νά ἑνωθοῦν τά δυό βουνά στή βάση τους. Κάτω ἀπό ἑκατομμύρια τόννους χώματος παραχώθηκαν δέντρα, ζῶα καί σπίτια, ὅσα ἔτυχε νά βρίσκονται στόν τόπο, ὅπου συνέβη ἡ γεωλογική ἀναστάτωση. Ἂνθρωπος δέ χάθηκε κανείς, γιατί πρόφτασαν ὅλοι ν’ ἀνηφορίσουν πρὸς τήν πλευρά τῆς Ρωμιᾶς - συνοικίας τῆς Στεφανιάδας - κείνη τή μαύρη νύχτα καί νά σωθοῦν. Τά νερά ὅμως τοῦ παραπόταμου, μὴ βρίσκοντας ἀπὸ τότε διέξοδο, συγκεντρώθηκαν στή μιά πλευρά τῆς ρεματιᾶς καί σχημάτισαν μιά λίμνη χιλίων κοντά στρεμμάτων. Στά διάφανα νερά της φαντάζουν ἀκόμα δῶ κι ἐκεῖ σκεπὲς ἀπ’ τά βουλιαγμένα σπίτια, ἐνῶ γύρω στή λίμνη ὑψώνονται μὲς ἀπ’ τά νερά κλωνάρια καί ξερόκλαδα, δίνοντας μιάν ἐντύπωση προκατακλυσμιαίων δέντρων.
Τώρα τό «Στοιχειὸ» τῶν Ἀγράφων ὑψώνει ἀκρωτηριασμένη τήν κορυφή του κι ἀπειλεί νά δημιουργήση νέο γεωλογικό φαινόμενο ἀπ’ τήν πλευρά πιά τῆς Στεφανιάδος. Ὃσοι εἰδικοί τουλάχιστο ἐξέτασαν τόν τόπο, καταλήξανε σ’ αὐτή τήν ὑπόθεση. Ἂς ἐλπίσωμε ὂτι θά κρατηθεῖ ὥς ἐδῶν ἡ μανία τῆς ἀγραφιώτικης πλάσης.
Δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά πού συναντοῦμε στοιχειὰ στὴ λαϊκὴ πίστη. Πάμπολλοι εἶναι οἱ στοιχειωμένοι τόποι, σπίτια, ἐκκλησίες, νερά, σπηλιὲς, ρέματα, γεφύρια, δέντρα, βουνά, ἀναχώματα ἔχουν τό στοιχειὸ τους. Κι ἄλλοτε τοῦτο ἀπεργάζεται τήν εὐετηρία τοῦ τόπου πού μένει, ἄλλοτε τή δυστυχία. Συνήθως κακοποιὰ εἶναι τὰ στοιχειὰ πού προέρχονται ἀπό ψυχὲς σκοτωμένων. Ἂν τύχει λογουχάρη νά φονευτεῖ ἄνθρωπος μέσα σέ σπίτι μπορεῖ ἡ ψυχὴ του νά γίνει στοιχειὸ καί νά παρουσιάζεται στό ματωμένο μέρος εἴτε μέ τή μορφή κάποιου ζώου ἤ τέρατος, εἴτε μέ ἀνθρώπινη μορφή. Κυρίως τώρα αὐτό θ’ ἀσκεῖ βλαπτικήν ἐπίδραση στό περιβάλλον. Στήν περίπτωση τούτη τά ἄτομα πού τυχόν διαμένουν σέ τέτοιο μέρος, τό ἐγκαταλείπουν, πολλὲς φορὲς καλοῦν καί ἱερέα νά διαβάση εὐχή γιά νά φύγει τό στοιχειό.
Πέρ’ ἀπ’ αὐτά ὑπάρχουν καί τά ἀγαθοποιὰ στοιχειά. Τά τελευταῖα δημιουργοῦνται συνήθως μέ τή θέληση τῶν ἀνθρώπων γιά τήν εξασφάλιση τῆς εὐτυχίας τους. Ἀπό τέτοια βάση ξεκινάει καί ἡ σφαγή ζώου - παλιότερα κι ἀνθρώπου - στὰ θεμέλια μιᾶς νέας οἰκοδομῆς, ἑνὸς ναοῦ, γεφυριοῦ κ.λ.π. Σφάζεται τό ζῶο στό θεμέλιο γιά νά γίνει τό «καλό στοιχειὸ» τοῦ χτίσματος. Νά τό προστατεύει, νά τό φροντίζει καί ν’ ἀσκεῖ τήν εὐεργετική του ἐπιρροή στό ἔμψυχο καί ἄψυχο, περιβάλλον. Γι’ αὐτό κι οἱ ἄνθρωποι πασχίζουν νά καλοπιάνουν καί νά ἐξευμενίζουν τά στοιχειά. Στό σπίτι λ. χ. ἀφήνουν τίς νύχτες νερό ἤ τροφὲς εἰδικά γι’ αὐτά. Ἡ προσφορά ἐξάλλου γλυκισμάτων, χρημάτων, βουτύρου στίς βρύσες καί τίς πηγὲς τό πρωϊνὸ τῆς Πρωτοχρονιᾶς, σ’ αὐτό τό σκοπό ἀποβλέπει. Μά καί τό «φίλεμα» τῆς βρύσης τῆς γειτονιᾶς ἀπό τή νιόνυφη ἔχει τήν ἀρχὴ της στήν προσπάθεια κολακείας τοῦ στοιχειοῦ, ὅπως νομίζω. Ἡ νύφη θέλει νά κάνει δικό της τό στοιχειὸ τῆς βρύσης, γιά νά ἔχει ἐξασφαλισμένη τήν εὐτυχία στήν καινούργια της ζωή.
Ἒχουμε ὅμως καί μιά τρίτη αἰτία δημιουργίας στοιχειῶν. Συγκεκριμένα - πάντα γιά τή λαϊκή πίστη - ὅποιος πιεῖ τό «ἀθάνατο νερό» ἤ ὅποιος φάει ὁρισμένο βοτάνι ἤ μέρος τοῦ σώματος ἄλλου στοιχειοῦ, «στοιχειώνει» κι αὐτὸς. Ἡ τελευταία περίπτωση βρίσκει τήν ἑρμηνεία της στή λαϊκή πίστη, ὅτι, μαζί μέ τό ψαγωμένο μέρος τοῦ στοιχειοῦ, μεταβιβάζονται καί οἱ δυνατότητὲς του. Τό «ἀθάνατο νερό» πάλι καί τό μαγιοβότανο διοχετεύουν ὑπεράνθρωπες δυνάμεις. Εἴτε τόνα ὅμως συμβεῖ εἴτε τ’ ἄλλο, ὁ ἄνθρωπος αυτὸς, κληρονομώντας ὑπερφυσικὲς ἱκανότητες, δέν μπορεῖ νά ζήσει πιά μεταξὺ τῶν κοινῶν θνητῶν. Αἰσθάνεται κάτι μέσα του νά τόν ἀπωθεῖ ἀπό τόν κύκλο τῶν ἀτόμων. Καί γίνεται στοιχειό, ἐξωγήϊνο πλάσμα. Ἂς θυμηθοῦμε σχετικά τήν ἀδελφή τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, πού, πίνοντας τό «ἀθάνατο νερό» δέν ἄντεξε νά μείνει στην ἀνθρώπινη ἰδιότητὰ της καί μεταβλήθηκε σέ Γοργόνα.
Ἡ ὓπαρξη στή φαντασία τῶν λαῶν αὐτῶν τῶν στοιχειῶν ἔχει τή ρίζα της στίς παγκόσμιες παραδοχὲς γιά τή δύναμη τῶν ψυχῶν. Ὃταν πεθαίνει δηλαδή ὁ θνητὸς ἤ τό ζῶο, μπορεῖ ἡ ψυχή, ἀποχτώντας ὑπερφυσική δύναμη - ἀφοῦ γίνεται στοιχείου τοῦ ἐξωλογικοῦ χώρου - νά παραμείνει στόν τόπο τοῦ θανάτου μὲ τὴ μορφὴ τοῦ στοιχειοῦ. Τότε δένεται μ’ αὐτόν, γίνεται ἡ ψυχὴ του καί ἀπεργάζεται συνήθως τό καλό, κάποτε καί τό κακό στό γύρω χῶρο. Πρέπει ὅμως ν’ ἀντιδιαστείλουμε τό στοιχειὸ ἀπ’ τό βρικόλακα. Ὁ τελευταῖος εἶναι κι αυτὸς ψυχή, ἀλλά σέρνει καί τό σῶμα μαζί της, αὐτό πού εἶχε προτοῦ βρικολακιάσει. Πάντοτε δέ ὁ βρικόλακας ἐπιδρᾶ βλάπτικά στό περιβάλλον.
Μιάν ἐξήγηση ἀκόμα θά προσπαθήσω νά δώσω στίς τερατώδεις κι ἀφύσικες μορψὲς πού δίνει ὁ λαὸς μας στά στοιχειὰ. Τά φαντάζεται τόσες φορὲς σά δράκοντες κι ἀποκρουστικὰ τέρατα. Θέλω νὰ πιστεύω πὼς ὅλα ταῦτα «ἦλθαν» ἀπό τήν Ἀνατολή, ὅπου μέσα σ’ ἀπίθανους κύκλους προλήψεων, ὀργίασε ἡ φαντασία τῶν λαῶν. Μήπως καί τά φρικώδη τέρατα τῶν παραμυθιῶν δέν ἔχουν προέλευση ἀνατολική;
Γιὰ τὸ στοιχειὸ τῶν Ἀγράφων ὅμως καμία παράδοση ἑρμηνευτικὴ τῆς δημιουργίας του δέν ὑπάρχει στά χωριά τῆς περιοχῆς. Να ὑποθέσουμε ὅτι ὑπῆρχε κάποια ἀρχή καί νά λησμονήθηκε στό πέρασμα τοῦ χρόνου; Δέν τό πιστεύω. Δέν μπορεῖ νά διχοτομηθεῖ ἓνας θρύλος ἔτσι ὣστε ὁ μισὸς νά «ζήσει» κι ὁ ὑπόλοιπος νά χαθεῖ. Ἢ ὅλος θά ξεχνιοῦνταν ἤ ὅλος θά σώζονταν. Γιά τήν ταπεινή μου γνώμη τό στοιχειὸ τῶν Ἀγράφων δέν εἶναι γέννημα κανενὸς θανάτου ἤ σφαγῆς στόν τόπον ἐκεῖνον. Ἡ ρίζα του, νομίζω, πρέπει ν’ ἀναζητηθεῖ στήν ὑπόκωφη βουή, πού ἔβγαινε ἀπό κατακρημνίσεις ὑπόγειων τμημάτων τῆς γῆς σέ κεῖνο τό ὓψος. Οἱ κάτοικοι ἄκουγαν κατά καιρούς - ἰδιαίτερα τίς νύχτες - τὸ σάλο τῆς καρδιᾶς τοῦ βουνοῦ καί τό στοίχειωσαν στή φαντασία τους. Τό ὓψωμα πῆρε ψυχὴ, άφοῦ βογγοῦσε κάθε τόσο. Ἒχουμε δηλαδή κι ἐδῶ μιά προσωποποίηση στοιχείων τῆς φύσεως, γεγονὸς πού τό συναντοῦμε στό λαϊκό βίο τοῦ κόσμου.
Καί ἡ πρόβλεψη; Τί εἴταν, μ’ ἄλλους λόγους, ἐκεῖνο πού καλλιέργησε στόν παλιό ἀγραφιώτη τήν ἰδέα τοῦ κακοῦ πού θά ἐπακολουθοῦσε; Εἴταν ἀκριβῶς - ὅπως θέλω νά πιστεύω - αὐτὸς ὁ ἀσυνήθιστος ὁ στρίγγλικος θόρυβος πού ἠχοῦσε κάθε τόσο στ’ ἀφτιά τῶν κατοίκων. Αὐτὸς γίνονταν στοιχειὸ κι ὅπως ἔβγαινε - γιά τούς ἀγραφιῶτες - σέ κείνη τήν αἰχμηρή κορυφή, πάνω στό βάραθρο, ἔδινε τήν ἐντύπωση ὅτι ἀργά ἤ γρήγορα θά κατρακυλοῦσε πρὸς τά κάτω. Δέν μποροῦσε δηλαδή νά κρατηθεῖ συνέχεια στήν ἀγεροκρέμαστη κορυφή.
Ἡ ἐπαλήθευση τοῦ θρύλου θά εἴταν δυνατό νά μήν πραγματοποιηθεῖ. Τόσοι καί τόσοι ἔμειναν χωρίς τό προβλεπόμενο τέλος τους. Ἐδῶ ἔτυχε νά μήν διαψευσθεῖ στήν προφητεία του ὁ ἀγραφιώτης γενάρχης. Πράγμα πού τόν ὑψώνει στά μάτια μας σά ζωντανὸ στοιχεῖο πού δέθηκε τόσο στενὰ μέ τό φυσικό του χῶρο.