• Τὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης

    Τοῦ ΓΙΩΡΓΟΥ ΘΩΜΑ

    Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα « Η Θεσσαλία», στις 10 Απριλίου 1966.

    Ἕνα μεγάλο μέρος τῆς λαϊκῆς μας παράδοσης βρίσκεται σὲ ἐσωτερικὴ σχέση μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ μας ὑμνωδία. Εἶναι ἐπακόλουθο καὶ προέχτασὴ της. Πρῶτα τελετουργεῖται μιὰ ἱερὴ πράξη στὴν ἐκκλησιὰ κι ὕστερα ἀκολουθεῖ μιὰ σειρὰ ἀπὸ λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις, ξεκινημένες ἀπʼ αὐτὴ. Ἐναργὴ ἔκφραση τούτης τῆς παραδοχῆς ἀποτελεῖ τὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης. Τοῦτο τὸ φῶς εἶναι ἕνα ἀπʼ τὰ κυριαρχικότερα στοιχεῖα τῆς μεγάλης γιορτῆς. Εἶναι τὸ σύμβολο τῆς Λαμπρῆς. Γιʼ αὐτὸ καί δὲν ὑπάρχει πιστὸς ποὺ νὰ μὴ φέρει στὸ ναὸ τὴ λαμπάδα του. Λαμπάδα θὰ χαρίσει ὁ νουνὸς στὸ βαφτισιμιὸ του, ὁ ἀρραβωνιασμένος στὸ ταίρι του. Πολιτεῖες καὶ χωριά βρίσκουν στὸ πασχαλινὸ αὐτὸ σύμβολο τὴν ἱκανοποίηση μιᾶς ψυχικῆς άνάγκης. Ἔχουμε δηλαδὴ κι έδῶ τὴν κυριαρχία του περιττοῦ.

    Μὲ τὸ γιορταστικό λοιπόν κερί νιοί καὶ νιὲς, παιδαρέλια καὶ γερόντοι πορεύονται λίγο πρίν ἀπ’ τὸ μεσονύχτι τοῦ Μ. Σαββάτου γιὰ τὴν Ἀνάσταση. Τὶ τὸ λέει κι ὁ ἱερουργὸς: «Προσέλθωμεν λαμπαδηφόροι τῶ προϊόντι Χριστῶ ἐκ τοῦ μνήματος ὡς νυμφίω...» Κείνη τὴν ὥρα ἡ ἐκκλησιὰ εἶναι βυθισμένη στὸ σκιόφως. Λιγοστὰ κεριὰ κρατοῦνε τὴν καχεχτικὴ τους ἀναλαμπὴ. Κι αὐτὰ ὅμως, σὰν ζυγώσει πιὰ τὸ μεσονύχτι, θὰ σβήσουνε. Ἡ ἐκκλησιὰ θὰ παραδοθεῖ στὸ σκοτάδι. Ἕνα φῶς μονάχα ἀχνοφέγγει στὸ βάθος της. Ἡ ἀκοίμητη καντήλα. Σιμώνει ὁ παπὰς, άνάβει τὶς λαμπάδες του καὶ βγαίνει στὴν Ὡραία Πύλη. Ἡ προσδοκία τοῦ ἐκκλησιάσματος εἶναι πιὰ κορυφωμένη. Τὴν κατανυχτικὴ σιγὴ θὰ σπάσει ὁ ἱερουργὸς: «Δεῦτε λάβετε φῶς έκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς...» Ἀπὸ τώρα καὶ μπρὸς ξετυλίγεται μιὰ ὁλάκερη γραφικὴ παραδοσιακὴ ἱεροτελεστία. Τὸ σημεῖο τῆς ἀφετηρίας ἔχει πιὰ δοθεῖ. Μὲ κρυφοδόνητη λαχτάρα ὁ λαὸς συνωστίζεται μπροστὰ στὴν Ὡραία Πύλη, άνάβοντας τὶς λαμπάδες άπ’ τὶς τέτιες τοῦ ἱερέα. Στὰ Καλάβρυτα τὸ φῶς τὸ παίρνουν κατὰ οἰκογένειες. Σ' ἄλλη περιοχὴ τῆς Πελοποννήσου πρώτη ἀνάβει τὸ κερὶ της μιὰ νιόνυφη. Φιλάει τὸ χέρι τοῦ παπᾶ καὶ τοῦ δίνει χρήματα. Άπʼ αὐτὴ τὸ φῶς θὰ διοχετευθεῖ ὥς τὸ τελευταῖο παιδαρέλι. Ὁ ναὸς παίρνει ἕνα τόνο λαμπρότητας, ποὺ βρίσκετσι σὲ οὐσιαστικὴ ἀνταπόκριση μὲ τὸ χαρμόσυνο νόημα τῆς ἡμέρας. Φῶς, πολὺ φῶς διαχέεται ἕνα – γύρω.

    Ἡ πλήμμυρα τοῦ φωτὸς θὰ μεταφερθεῖ καὶ στὸ περιαύλι τοῦ ναοῦ. Στὴ μέση ὁ παπὰς, τριγύρω οἱ πιστοὶ. Ὅλοι μὲ τὶς λαμπάδες κρατημένες ψηλὰ, διέπονται ἀπόνα πνεῦμα προσήλωσης στοὺς λόγους τοῦ ἱερουργοῦ. Κι ὅταν ὁ τελευταῖος ὑψώσει τὴ φωνὴ του καὶ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» ἀντηχήσει στὰ τριγυρινὰ, κύματα εὐφροσύνης θὰ συνεπάρουν τὸ πλῆθος. Τὸ φῶς, τὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς Ἀνάστασης, θὰ λάμψει τώρα γλυκύτερο, θὰ καταυγάσει γελούμενα πρόσωπα, βυθισμένα σὲ θεία ἔκταση. Στὸ τέλος τῆς λαμπριάτικης λειτουργίας αὐτὸ τὸ φῶς πάλι θὰ δηλώσει τὴ συμμετοχὴ τοῦ πιστοῦ σʼ ἕνα λατρευτικὸ διάλογὸ του μὲ τὸν ἱερέα. «Ἐπικράνθη ὁ Ἅδης – θʼ ἀκουστεῖ ἡ φωνὴ τοῦ παπᾶ – ἐπικράνθη καὶ γὰρ καὶ κατηργήθη...» Πέντε φορὲς θὰ ἐπαναληφτεῖ ὁ κατηχητικὸς τοῦτος λόγος καὶ πέντε φορὲς συνέχεια θὰ κινηθοῦνε σὲ μιὰ κίνηση ἀνάτασης ὅλες οἱ λαμπάδες ἀπʼ τὸ ἐκκλησίασμα. Ἔτσι πανομοιότυπα θ’ ἀντιδράσει κι ὅταν τονιστεῖ πάλι ἀπ' τὸν ἱερέα τὸ «Ἀνέστη Χριστὸς καὶ πεπτώκασι δαίμονες». Αὐτὴ ἡ λαμπάδα μὲ τὸ φῶς θὰ γίνει ὁ εὔγλωττος ἐκφραστὴς τῆς ἀπάντησης τοῦ λαϊκοῦ πρὸς τὸν ἱερωμένο.

    Ἡ γιορταστικὴ χρήση τοῦ φωτός δὲ θὰ σταματήσει μὲ τὸ τέλος τῆς λειτουργίας. Θὰ συνεχιστεῖ σὲ μιάν ἄλλη σειρὰ έθμικῶν πράξεων. Τὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης θὰ φωτίσει τὶς ρύμες τῆς ὑπαίθρου νὰ περάσουν οἱ πιστοὶ. Χιλιάδες λαμποκέρια θὰ φέξουν τοὺς δρόμους, ποὺ μὲ πολλοὺς τρόπους θὰ φροντίσουν οἱ χριστιανοὶ νὰ τὰ πᾶνε ἀναμμένα στὰ ὑποστατικὰ τους. Ὕστερα τὸ φῶς θὰ διαχυθεῖ μέσα στὰ σπίτια. Προτοῦ προχωρήσει ὅμως ἡ οἰκογένεια στὴν εἴσοδο, θὰ χαράξει μὲ τὴ μουτζούρα ἀπʼ τὴ φλόγα ἕνα σταυρό στὸ ἀνώφλι τῆς ἐξωτερικῆς πόρτας. Ὁ σταυρὸς ἔχει φυλαχτικὴ ἔννοια: ὅπως φιγουράρει ἐκεῖ ψηλὰ ἀποχτάει δύναμη ἀποτρεπτικὴ τῶν κακῶν πνευμάτων.

    Σὰ φωτιστεῖ τὸ σπίτι, οἱ γεωργοχτηνοτρόφοι κατεβαίνουν μὲ τὸ κερὶ στοὺς σταύλους καὶ τὰ κατώϊα. Πλησιάζουν τὰ ζωντανὰ καὶ τὰ κοτέτσια καὶ τσουρουφλᾶνε τὶς κόττες. Τὸ ἴδιο κάνουν καὶ στὰ δένδρα τοῦ κήπου. Μʼ ἀναμμένο τὸ πασχαλιάτικο κερὶ τὰ φωτίζουν μέσα στὸ σκότος τῆς ἅγιας νύχτας καὶ τὰ καψαλίζουν. Ὁ φωτισμὸς αὐτὸς παίρνει κι ἄλλη σημασία. Γίνεται γιὰ τὸ λαὸ μας συντελεστὴς γονιμότητας σὲ ζὰ καὶ φυτὰ. Σὰ γίνουνε ὅλα τοῦτα – σὲ μερικὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας – θὰ γυρίσουνε μὲ τὴν ἀναμμὲνη λαμπάδα πάλι στὸ κονοστάσι. Θʼ ἀνάψουν καὶ τὸ καντήλι κι ὕστερα θὰ τὴ σβήσουν κάτʼ ἀπʼ αὐτὸ λέγοντας: «Ὄξω φύλλοι καὶ κορέοι, νὰ μποῦμε μεῖς οἱ νʼ κοκυραῖοι». Τὰ σβησμένα τώρα κεριὰ δὲν τὰ πετᾶνε. Τὰ κρατᾶνε ὁλάκερο χρόνο κι ὅταν βασκαθεῖ κανένας ἤ πέσει ἄρρωστος τόνε σταυρώνουν. Γιὰ νὰ γίνει καλὰ. Στὴ Θράκη τὰ χρησιμοποιοῦνε ὅταν πέφτει χαλάζι, γιὰ νὰ σταματήσει. Στὴν Κῶ τὰ βάζουνε στὸ θυμιατὸ καὶ θυμιατίζουνε τὴ φουρτουνιασμένη θάλασσα νὰ μπουνατσάρει.

    Ἔτσι τὸ φῶς ποῦ βγῆκε ἀπʼ τὸ ἀκοίμητο καντήλι τῆς Ἁγιατράπεζας, παίρνει τὸν πανηγυρικὸτερο τόνο, συμπυκνώνει μυστηριακὲς δυνάμεις, ἐξαϋλώνοντας τὰ σύμπαντα. Φωτίζει κι ἐξαγνίζει ὄχι μονάχα τοὺς ἀνθρώπους, μὰ καὶ τὰ ζῶα, ἀκόμα καὶ τὰ ἄψυχα ἀντικείμενα, διαλύοντας τὰ μαῦρα σκοτάδια τῆς νύχτας. Γίνεται τρανὴ παρηγοριὰ στὸ θρησκευόμενο κόσμο.

    Γίνεται ἀκόμα καὶ μέσο ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς προσφιλεῖς νεκροὺς. Τότε, ὅσοι ἔχουνε δικοὺς θαμμένους στὸ νεκροταφεῖο, παίρνουν τὸ λαμπροκέρι καὶ πηγαίνουν στὸν τάφο. Ἀνάβουν τὸ καντήλι τοῦ νεκροῦ καὶ τόνε χαιρετοῦνε μὲ τὴν εὐφρόσυνη ἰαχὴ «Χριστὸς Ἀνέστη». Ὁ ἀκριβὸς νεκρὸς δὲν ἀνταποδίδει βέβαια τὸ χαιρετισμό. Ὥστόσο στὴν καρδιὰ τοῦ ζωντανοῦ τούτη ἡ ἐκτέλεση τοῦ χρέους γίνεται βάλσαμο παρηγοριᾶς. Τὸν μεταφέρει σὲ χώρους γεμάτους ἀπὸ θρησκευτικὴ ἔκσταση καὶ τὸν ἑνώνει νοερὰ μὲ τὸν ἀγαπημένο ποὺ ἔφυγε.

    Ἡ λατρεία τούτη τοῦ φωτός, ἡ ἔφεση τῶν χριστιανῶν νὰ βλέπουν σʼ αὐτὸ μεταφυσικὲς ἰδιότητες, γίνεται ἔκδηλα χτυπητὴ στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Οἱ Δελφοὶ ἦταν ἡ πηγὴ ἀπόνα ἱερὸ φῶς, τὸ Δελφικό, ποὺ μὲς στὸ κλίμα τῆς εἰδωλολατρικῆς πατρίδας, ἀποτελοῦσε στοιχεῖο λατρείας, ὅπως καὶ τὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης ἀργότερα. Τὸ ἴδιο αἴστημα ἀπέναντι στὸ φῶς δυνάστευε καὶ τοὺς ρωμαίους, ἐπίσης κι ἄλλους λαούς. Ὅλοι τοῦτοι, ἀντικρύζοντάς το σὰν προέχταση δαιμονικῶν κόσμων, τὄκαναν στὰ χέρια τους ἀντικείμενα λατρευτικῶν ἐκδηλώσεων. Τὸ ἀνάγαγαν σὲ σύμβολο λυτρωτικῆς δύναμης καὶ θρησκευτικῆς καταξίωσης.