Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Θεσσαλία», στις 23 Απριλίου 1966.
Τὸν καιρὸ ποὺ δὲν εἶχε ἀλλοιωθεῖ ἡ ψυχὴ τοῦ χωριοῦ κι ἕνας αὐθεντικὸς τόνος ζωῆς ἁπλώνονταν ὁλοῦθε· τότε ποὺ τὰ πανηγύρια ἀποτελοῦσαν παρήγορες ἑστίες χαρᾶς καὶ κεφιοῦ μὲς στὴν κακοβάσανη ζωὴ τῆς ἀγροτιᾶς, ἡ μέρα τ’ Ἁηγιωργιοῦ – ὅταν δὲν ἔπεφτε μὲς στὸ Πάσχα – ἔδινε τὸ σύνθημα γιὰ ἕνα γενικὸ ξεσηκωμὸ τῶν προμιριωτῶν. Τοὔχανε τάμα νὰ κατεβοῦνε στὸ δεύτερο μετὰ τὸν Πλατανιὰ ἐπινειό τους τὸν Ἁηγιώργη ἤ Κατηγιώργη, ὅπου τὸ γραφικὸ ξωκλήσι, γιὰ νὰ λατρέψουν «ἀπὸ κοντὰ» τὸν Ἅγιό τους κι ὕστερα νὰ εὐωχηθοῦνε καὶ νὰ πνίξουν τὰ ντέρτια τους, σὲ μιὰ γουλιὰ κρασὶ, σ’ ἕνα γύρο χορὸ.
Τὴν παραμονὴ τ’ ἀπόγεμα ξεκινοῦσε ἡ μεγάλη φάλαγγα ἀπ’ τὸ χωριὸ. Σύγκαιρα ἄλλες συντροφιὲς ἀπ’ τοὺς τριγυρινοὺς ἐξοχικοὺς συνοικισμοὺς, τὴ Δάφνη, τὴ Λίρη, τὸ Μουρτιὰ, τὸ Ροϊδὰ κι’ ἀπὸ καλύβια ἀπόμονα ροβόλαγαν τὸν κατήφορο πρὸς τὸν Ἁηγιώργη. Κανόνιζαν νὰ πηγαίνουν ὅλοι μαζὶ καὶ μὲς στὰ ἀχολοήματά τους νὰ ξεχνοῦνε τὴ μακρινὴ πορεία, ποὺ γιὰ ὅσους κατοικούσανε στὸ Προμίρι εἶτανε δώδεκα ὁλόκληρα χιλιόμετρα. Ἔτσι τὸ κινούμενο ἐκεῖνο καραβάνι ἰχνογραφοῦσε μὲς στὰ στενοδρόμια τῆς ἐξοχῆς εἰκόνες παλαιϊκῆς ἀρχοντιᾶς καὶ ἄκρας γραφικότητας, καθὼς ἀνεμίζανε τὰ πολύχρωμα φουστάνια τῶν γυναικῶνε, λάμπανε οἱ παγκυριώτικες ντυμασιὲς τῶν ἀντρῶν καὶ τῶν παιδιῶν καὶ φαντάζανε στὰ σαμάρια οἱ πλουμιστὲς κουβέρτες καὶ τὰ προσθετὰ λουλούδια.
Φάνταζε κι ἄστραφτε καὶ τὸ ἐκκλησάκι στὸν Κατηγιώργη. Γιατὶ οἱ ἐξοχίτες ἀπὸ μέρες πρὶν τὸ ἀσβεστώσανε καὶ τὸ πλένανε καὶ τὸ στολίζανε μὲ ἀνθινα στεφάνια μέσα-ὄξω.
Κεῖ λοιπὸν στὸν ἐνάγυρο χῶρο ξεπέζευον οἱ προμιριῶτες γιορταστὲς κι ἄνοιγαν οἱ ἀγκαλιὲς τῶν «ντόπιων» νὰ ὑποδεχτοῦνε τοὺς μουσαφίρηδες ἀπ’ τὸ Προμίρι καὶ τὰ κατάμερα. Ξεκαβαλλίκευαν κι οἱ παπάδες μὲ τοὺς λαϊκοὺς μουσικάντες κι ὅλοι μαζὶ δημιουργοῦσαν μιὰ ὑψηλὴ συναιστηματικὴ θερμοκρασία. Οἱ πανηγυριστὲς σκορπίζουνταν στὴν ἀμουδιὰ, στὰ βράχια, μπαίνανε μέσα στὶς βάρκες κι ἄλλοι καταλήγανε στὸ Σερσιναίϊκο καφενεδάκι. Κατὰ τὸ ἀπόβραδο τὸ καμπανάκι συγκέντρωνε τὰ πλήθη στὸ ναὸ. Ὥρα ἐσπερινοῦ, ὁ τόπος μύριζε λιβάνι καὶ κερὶ. Ἐνδιάμεσα γίνονταν καὶ ἡ περιφορὰ τῆς εἰκόνας τ’ Ἁηγιώργη κι ἕνας αέρας θρησκευτικότητας σμιχτός μὲ τ’ αὐραγέρι τῆς θάλασσας, περίχυνε μυστικὸ ἀναγάλλιο στὰ στήθια τῶν ταπεινῶν ἀνθρώπων.
Μετὰ τὴν ἀκολουθία τὸ σκηνικὸ ἄλλαζε. Ἄναβαν τὰ λαμποφάναρα ἕνα γύρω στὴν ἐκκλησιὰ, παπάδες καὶ λαϊκοὶ κάθονταν ἀραδιαστὰ σ' ἁπλωμένες κουβέρτες καὶ γεύονταν μεζέδες καὶ ρακὶ. Οἱ εὐχὲς ἔπαιρναν κι ἔδιναν, τὸ κέφι φούντωνε κι ἐκφράζονταν σὲ γυρογυριὲς καὶ λιανοτράγουδα. Ἔτρωγαν ὕστερα καλὰ καὶ «τὄπαιρναν δίπλα» πρὶν ἀπ’ τὸ μεσονύχτι σὲ κεῖνο τὸ χῶρο κάτω ἀπ’ τὶς πυκνὲς ἐλιὲς μέσα σὲ γέλια καὶ λογῆς-κοπῆς ἀστειότητες.
Ἀπὸ χοραῒς ἀκόμα νέα κύματα προμιριωτῶν ροβολούσανε ἀπ’ τὸ χωριό καὶ τὰ καλύβια, γιὰ νὰ συμπληρώσουν τὸν κύκλο τῶν πανηγυριστῶν. Ἀξημέρωτα κι οἱ ψαράδες τοῦ Κατηγιώργη, συνεπικουρούμενοι κι ἀπὸ φιλοξενούμενους, ξανοίγονταν μὲ τὶς βάρκες τους ἀπ’ τὸ περιγιάλι γιὰ νὰ λεβάρουνε τὰ παραγάδια τους καὶ τὰ δίχτυα τους καὶ νὰ ἐμπλουτίσουνε ἔτσι μὲ φρέσκο ψάρι τὸ γιόμα τοῦ μεσημεριοῦ. Ἄλλοι πάλι μέ ψαροκάμακα καὶ ψαρογιάλια σκορπίζουνταν στὶς ἀχτὲς νὰ ξενερίσουν σουπιὲς καὶ χταπόδια.
Γιὰ χάρη ὅλων αὐτῶν οἱ παπάδες ἀργοῦσαν νὰ μποῦνε στὴ λειτουργία κεῖνο τὸ πρωινὸ. Γι’ αὐτό καὶ μὲ τὸ σκόλασμα τῆς ἐκκλησιᾶς κοντοζύγωνε τὸ μεσημέρι. Ὡστόσο ὕπαρχε ἀκόμα χρόνος ὥς τὸ φαγητὸ γιὰ νὰ ἀνταποκριθοῦνε οἱ πιστοὶ σ' ἕνα πατροπαράδοτο χρέος, τὴν ἐπίσκεψη σ’ ὅλα τὰ σπίτια τ’ Ἁηγιώργη. Κείνη τὴν ἡμέρα τὰ δέκα σπιτοκάλυβα τοῦ ἐπίνειου γνώριζαν δόξες καὶ μεγαλεῖα. Ἀχτιδοβολούσανε καθαροσύνη κι ἀρχοντιὰ κι εἴχανε ὁλάνοίχτες τὶς πόρτες γιὰ τὸν κάθε ἐπισκέπτη. Τὰ εὐχολόγια κι οἱ διαχύσεις ἔπαιρναν κι ἔδιναν, ἐνῶ οἱ μπακλαβάδες καὶ τὸ ντόπιο ρακὶ κάνανε θραύση. Ἄλλοι πάλι, σὰν τελείωναν τὶς «πισκέψεις», ἔμπαιναν στὶς ψαρόβαρκες καὶ πήγαιναν τὴν πατροπαράδοτη «βαρκάδα». Τόσο λαχταροῦσαν κείνη τὴ μέρα οἱ γιορταστὲς ν’ ἁλωνίσουν τὰ νερὰ τῆς Θάλασσας.
Σὰν τέλειωναν ὅλα τοῦτα, συνάζουνταν ὅλοι ἑνάγυρο στὴν «ἀκκλησιὰ» καὶ κάτου ἀπ’ τὴ σκιὰ τῶν λιόδεντρων, ἀντικρὺ στὸ κύμα τοῦ γιαλοῦ ἅπλωναν τὶς «τάβλες» κι ἀπίθωναν ἀπάνου τὰ ἐδέσματά τους. Τότες οἱ παπάδες βλόγααν τὰ φαϊὰ κι ἔριχναν τὸ σύνθημα γιὰ τὸ ξεθεωτικὸ φαγοπότι. Κρέατα ψητὰ καὶ μαγειρεμένα, πίττες, τυριὰ, ψάρια κι ἄλλα θαλασσινὰ γίνουνταν... βορά στὰ στομάχια. Σύγχρονα τὰ ἐγχώρια κρασιά γαργαλοῦσαν τοὺς οὐρανίσκους κι’ ἐξωθοῦσαν τοὺς πάντες σ’ ἕνα παραλήρημα χαρᾶς καὶ κεφιοῦ.
Ἀπό δῶ καὶ μπρός τώρα ὁ πανηγυρισμός ἔπαιρνε πανδημικὸ χαρακτήρα. Ὁ... λόγος δίνονταν στὰ λαλούμενα καὶ μιὰ γραφικὴ ἐθιμοταξία ξετυλίγονταν στὴν ἀμμουδιά. Σηκώνονταν οἱ παπάδες, δυό - τρεῖς, ὅσοι ἤτανε, νὰ σύρουν τὸ χορό. Ὁλοξωπίσω πιάνονταν τὸ γυναικομάνι κι ὕστερα οἱ ἄντρες. Οἱ χορευτὲς μὲ κορυφαίους τούς παπάδες ξεκίναγαν ἀπ’ τὶς «τάβλες» ὅπου τρώγανε, ἔσκιζαν τὴν ἄμμο καὶ σίμωναν στὸ κύμα.
Κι ἀκολουθώντας παλιότερο συνήθιο ἔμπαιναν πρῶτοι αὐτοὶ μὲς στὴ θάλασσα καὶ πήγαιναν ἀπό κοντὰ μὲ τούς ρυθμούς τῶν λαλούμενων ἁπαξάπαντες ὅλοι παπαυτσωμένοι! Ἡ λιανομαρίδα ὅμως, μυημένη στὸ ἔθιμο, ἔβγαινε στὰ κλέφτικα, ἐνῶ χόρευε, τὰ πατούμενα καὶ μπαίνοντας στό νερό, πάσκιζε νὰ παρασύρει βαθύτερα στὴ θάλασσα τὸ γύρο τῆς ὄρχησης. Γι’ αὐτὸ δὲν ἤτανε σπάνια τὰ ... θύματα ποὺ παραπατοῦσαν καὶ πέφτανε στὸ νερό, ξεσηκώνοντας ἔτσι κύματα ἀθώων ἀποδοκιμασιῶν ἀπ’ τοὺς... τυχηρούς τῆς ἡμέρας...
Μετὰ τὴν ἐκδήλωση τούτη, ποὺ κατάληγε στὸ βρὲξιμο τῶν πιστῶν τοῦ ἐθίμου, τὸ γλεντολόημα γενικεύονταν. Κι’ ἐνῶ οἱ ὀργανοπαῖχτες τόνιζαν τοὺς σκοποὺς τοῦ συρτοῦ, τὰ κρασιὰ τρέχανε στ’ ἀχόρταγα λαρύγγια καὶ τὰ πόδια ὁλωνῶνε κάνανε... φτερά, ὑπογραμμίζοντας τὴν ἐφήμερη εὐτυχία τους.
Ἡ. . . θύελλα τοῦ χοροῦ στὰ ἐξοχικά χοροστάσια κόπαζε σὰν ὁ ἣλιος ζυγιάζονταν κανα - καντάρι πάν’ ἀπ’ τὴ δύση. Τότες οἱ συμποσιαστὲς συμμάζευαν τὰ ζά τους, φόρτωναν τοὺς ἄδειους τρουβάδες μ’ ὅ, τι ἄλλο παγκυριώτικο ἐξοπλισμό ἔφερναν μαζί τους, προσκυνοῦσαν πάλι στὸν καβαλάρη Ἅγιο καὶ μέσα σέ σκηνὲς ἀποχαιρετισμοῦ μὲ τοὺς μόνιμους κατοίκους τοῦ περιγιαλιοῦ, ἔπαιρναν τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Καὶ στὰ κέφια τους ὅπως ἤτανε, δὲν παύανε νὰ τονίζουνε σ’ ὁλάκερο τὸ στρατί λιανοτράγουδα κι’ εὔθυμους σκοπούς, περιχύνοντας ἔτσι τόνους πανηγυρικούς στὰ ρέματα, τὰ λιοστάσια, τὰ καλύβια τῆς περιοχῆς. Τ’ ἀχολόϊα τους γίνονταν θορυβωδέστερα σὰ ζυγώνανε στὸ Προμίρι. Τ’ ἄκουαν κι ὅσοι εἴχανε μείνει ἐκεῖ κι ἔβγαιναν στὴν «ἀκκλησιά» νὰ προϋπαντήσουν «τσ’ παγκυριώτες». Ἀπό κεῖ ἀρχινοῦσε ἡ θριαμβευτικὴ παρέλαση τῶν γιορταστῶν καὶ τελείωνε στὴν κεντρικὴ πλατεῖα. Πρῶτοι πήγαιναν οἱ καβαλαραῖοι κι ἀπὸ κοντὰ ἡ πεζούρα. Μὲ τὰ μουλάρια τους μπαίνανε μέσα στὴν πλατεῖα, ἔκαναν τὰ «γύρο» κι’ ἀποσύρονταν. Σταύλιζαν τὰ ζά τους κι’ ἐπανέρχονταν. Κι ἐκεῖ στὴν ἁπλωσιά στήνονταν ἄλλες γυρογυριὲς μὲς στὸν ἀχὸ τῶν λαϊκῶν ὀργάνων καὶ χαλοῦσε ὁ κόσμος. Καὶ σμιχτοὶ οἱ πανηγυριστὲς μὲ τοὺς ἄλλους προμιριῶτες ποὺ ἔμειναν ἀμέτοχοι τ’ ἁηγιωργίτικου πανηγυριοῦ, ξάναβαν καινούργιες ἑστίες χαρᾶς καὶ κεφιοῦ, ἀποδιώχνοντας τὰ ντέρτια καὶ τὰ μαράζια.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στούς καιρούς μας, ἀπὸ τὴν καταλυτικὴ ἐπίδραση ποὺ ἀσκεῖ ὁ νέος πολιτισμός, τὸ πανηγύρι τ’ Ἁηγιωργιοῦ ἔχει χάσει τὴν παλιὰ του ἀκμὴ. Δὲν θὰ λείψουν βέβαια αὐτοὶ ποὺ θὰ κατηφορίσουν ἀνήμερα νὰ τιμήσουν ἀντάμα μὲ τοὺς ἁγιωργίτες τὸν προστάτη τους Ἅγιο. Δὲν θὰ λείψουν κι οἱ χοροὶ καὶ οἱ «βαρκάδες» στὸν τόπο ἐκεῖνο, ποὺ κρατάει ἀκόμα τ’ ἀρχὲγονό του φρόνημα. Θά λείψει ὅμως ὁ αὐθορμητισμός, ἡ ἁγνή διάθεση, ἡ ἀδιάπτωτη ἁπλότητα, ἡ ἀφελής ἔκφραση ποὺ σφράγιζε τὸ παλιὸ τὸ πανηγύρι. Λιγοστὰ ὄργανα θὰ βρεθοῦνε σήμερα ἐκεῖ κι’ ἕνας παπᾶς, χωρὶς νὰ τολμήσει νὰ γευτεῖ τὴ μέθη τοῦ χοροῦ, θ’ ἀσκήσει τὸ τελετουργικό του χρὲος. Τὸ ξέφτισμα τῆς ἐθιμοταξίας ἀργά μά σταθερά ἔχει ἀρχίσει νὰ παίρνει διαστάσεις καὶ στὸ σημερινό Προμίρι.