• Ὁ κλήδονας

    Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Θεσσαλία», στις 23 Ιουνίου 1963.

    Τό Γεννέθλιο τοῦ Προδρόμου, πού αὔριο πανηγυρίζει ἡ ἐκκλησία μας, εἶναι συναρτημένο μέ μιά σειρά ἀπό ἐκδηλώσεις πού συνθέτουν μιά χαρούμενη γραφικότητα καί δίνουνε τήν εὐκαιρία γιά ὁμαδικές χαρές στά χωριά μας. Γιά τό λόγο αὐτό οἱ τελετές τοῦ κλήδονα, ὅπως λέγονται εἶναι πάντα εὐχάριστες καί βρίσκουν βαθειά ἀπόκριση στόν παιδόκοσμο καί στίς κοπελλιές κυρίως τῶν χωριῶν ἐκεῖνων πού διατηροῦν ἀκόμα τήν ἐπαφή τους μέ τό ἑλληνικό παρελθόν. Αὐτές οἱ τελευταῖες μάλιστα ζοῦνε μέ τήν ἀγωνία τῆς προσμονῆς, γιατί ἀπ’ τίς τελετές τοῦ κλήδονα θά πληροφορηθοῦνε ἕνα σωρό πράγματα πού ἀφοροῦνε τό μέλλον τους. Ἔτσι κάθε ἀπόβραδο τῆς παραμονῆς τ’ Ἁηγιαννιοῦ οἱ ἀνύπαντρες τοῦ χωριοῦ μεταφέρουν ἀπ’ τή βρύση «τ’ ἀμίλητο νερό» σέ κάποιο σπίτι πού ὁρίζεται ἀπό πρωτίτερα. Μές στό νερό, πού συνήθως διοχετεύεται σέ «μπακιρένιο» δοχεῖο, τοποθετοῦνται διάφορα «σημάδια» τῶν κοριτσιῶν - δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, κουμπιά, σταυροί, καρφίτσες, κ.ἄ. Μέ τό ρίξιμο τῶν ἀντικειμένων τό δοχεῖο σκεπάζεται καλά ὑπό τή ρυθμική λαλιά τῶν περίγυρων.

    • Κλείνουμε τόν κλήδονα
      στ’ Ἁγιαννιοῦ τή χάρη
      κι’ ὅποιος εἶναι καλορρίζικος
      ἄς ἔρθη νά μέ πάρη.

    Τό σφραγισμένο δοχεῖο θά μεταφερθῆ ψηλά στήν ταράτσα ἤ στό μπαλκόνι ἤ σ’ ἕνα παραθύρι. Ἐκεῖ θά τό ἀφήσουμε ὁλονυχτίς κάτω ἀπ’ τ’ ἄστρα γιά νά «ξαστριστῆ», ὥστε νά δεχτῆ τή μυστηριακή ἐπίδραση τῶν ἀστεριῶν. Ἀξημέρωτα ὅμως ἡ κόρη πού ἔχει ἀναλάβει τή φύλαξή του θά τό μεταφέρη μές στό σπίτι, στό μεγάλο ὀντά, γιά νά μή προφτάση ὁ ἣλιος καί καταστρέψη τή δύναμη πού ἄσκησαν πάνω σ’ αὐτό τ’ ἀστέρια.

    Στόν ὀντά θά συναχθῆ τό κοριτσομανιό πού ἐδήλωσε συμμετοχή στήν τελετή, τίς πρωϊνές ὧρες, γιά νά συνεχίση τό κλήδονα. Τότε ἀνοίγεται τό δοχεῖο κι’ ἕνα παιδαρέλι ἀναλαμβάνει νά βγάζη ἕνα - ἕνα τά «σημάδια» ἀπ’ τό νερό, ἐνῶ μέ τ’ ἄλλο χέρι παίρνει ἕνα δίστιχο - συνήθως ἐρωτικῆς μορφῆς - συνθεμένο ἀπ’ τίς ἴδιες ἤ γραμμένο σέ φύλλο τοῦ ἡμερολογιοῦ. Τό περιεχόμενο τοῦ δίστιχου - καλό ἤ κακό - θ’ ἀφοράει αὐτή στήν ὁποία ἀνήκει τό ἀντικείμενο πού ξενέρισε τό παιδάκι. Μ’ αὐτό τόν τρόπο θά γίνη γνωστό στήν νέα, ἄν πρόκειται σύντομα νά... μπῆ στό χορό τοῦ Ἠσαΐα, ἄν ὁ «ἐνδιαφερόμενος» ἔχη καλές προθέσεις γιά τήν ἴδια, ἄν θά καλοτυχίση στή ζωή κι’ ἄλλα τέτοια. Ἐννοεῖται ὅτι ὅλα αὐτά γίνονται μέσα σέ κύματα ἐνθουσιασμοῦ μά κι’ ἀγωνίας κι’ ἕνα σωρό χαριτολογήματα κι’ εὐφυολογήματα πρίν καί μετά τό φανέρωμα τῆς τύχης, δημιουργοῦνε μιά ἄμεσα ζεστή καί ἠχηρή ἀτμόσφαιρα.

    Ἡ παραπάνω μαντική τελετή παρουσιάζει μερικές παραλλαγές στά διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδος, στή βάση της ὅμως μένει ἡ ἴδια. Σ’ ὡρισμένες πάλι περιοχές δέ σταματάει ἐδῶ. Ἔχει καί συνέχεια. Τό «ξαστρισμένο» νερό δέν τό χύνουν ἀλλά τό παίρνουν οἱ κοπελλιές στό στόμα καί βαδίζουνε. Βαδίζοντας, τ’ ὄνομα πού θ’ ἀκούσουνε - ἄν ἀκούσουνε - θἆναι τό ἴδιο μέ τ’ ὄνομα τοῦ παλληκαριοῦ τῶν ὀνείρων των! Ἡ τελευταία αὐτή φάση τοῦ κλήδονα γίνουνταν, καθῶς ἔχω προσωπική ἀντίληψη, στό Προμύρι. Σήμερα φυσικά ἔχει ἀποκοπῆ ἀπ’ τίς λοιπές ἐκδηλώσεις τοῦ κλήδονα. Ἀλλά κι’ οἱ τελευταῖες ἔχουν χάσει τή παλιά τους «βαρύτητα» καί ὀργανώνουνται περισσότερο γιά τό φαιδρό τους μέρος παρά γιά τό σοβαρό. Ὥς τά 1944 - τό θυμᾶμαι καλά - οἱ προμυριώτισσες δίνανε νόημα καί πίστη στόν κλήδονα καί κάθε χρόνο τέτοια μέρα χαλοῦσε ὁ κόσμος ἀπ’ τό «κληδονιζόμενο» γυναικομάνι.

    Ἐνῶ ὅμως γίνουνταν οἱ μαντικές αὐτές μυσταγωγίες τήν παραμονή τ’ Ἁηγιαννιοῦ ὁμάδες ἄλλων χωριανῶν φρόντιζαν γιά τή μεταφορά ξύλων καί προσαναμμάτων, προκειμένου ν’ ἀνάβουνταν οἱ πατροπαράδοτες φωτιές τ’ Ἁη - Γιάννη. Οἱ φωτιές αὐτές ἀποτελοῦσαν τήν ἠχηρότερη ἐκδήλωση τῆς γιορτῆς καί φεγγοβολοῦσανε ἀκόμα καί σέ πόλεις παλιότερα ὅταν δέν εἶχε νοθευτῆ ὁ λαϊκός μας πολιτισμός.

    Ἀποβραδίς λοιπόν καί μόλις ἡ νύχτα ἄρχιζε νά καλύπτη τή γῆ, μεγάλες φλόγες στούς χαχαλάδες τῶν χωριῶν προσκαλούσανε τούς χωρικούς σ’ ἕνα τρελλό πανηγυρισμό.

    Γύρω ἀπ’ αὐτές ἀχολογούσανε οἱ γιορταστές καί συναγωνίζουνταν στά πηδήματα μές ἀπ’ τίς φλόγες. Κείνη τή βραδυά ἔπρεπε νά περάσουν ἁπαξάπαντες, ἀκόμα καί οἱ γέροι «γιά τό καλό» μές ἀπ’ τίς πύρινες γλῶσσες, μέ πρῶτα πάντοτε τ’ ἀσυγκράτητα λιανοπαίδια. Σέ μιά περιοχή μάλιστα τῆς Ἠπείρου ἔβαζαν καί τά... γίδια νὰ πηδήσουν τίς φωτιές γιά νά ἐλευθερωθοῦνε ἀπ’ τούς ψύλλους.

    Ἡ γραφική τούτη ἐθιμοταξία ἀνάγει τήν πρωταρχή της στήν εἰδωλολατρική Ἑλλάδα. Τότες οἱ ἄνθρωποι ἐπίστευαν βαθύτατα στή πρόγνωση καί μέ χίλιους - δυό μαντικούς τρόπους πάσχιζαν νά μάθουν τά μελλούμενα. Σέ παρακείμενη μάλιστα τοποθεσία τῆς ἀρχαίας Θήβας ὑπῆρχε βωμός τοῦ Ἀπόλλωνα, ὅπου συνάζουνταν οἱ παλιοί μας γενάρχες καί μέ εἰδικές τελετές προσπαθοῦσαν νά ἐξακριβώσουν τί τούς ἐπιφύλαττε τό μέλλον. Τό «Τό Κληδόνων ἱερόν» ἐξάλλου πού ὑπῆρχε στή Σμύρνη ἔρχεται νά ἐπικυρώση τήν ἄποψη ὅτι οἱ ρίζες τοῦ ἔθιμου εἶναι εἰδωλολατρικές.

    Εἰδωλολατρικές εἶναι κι’ οἱ ρίζες τῶν πυρῶν τ’ Ἁηγιαννιοῦ. Οἱ φωτιές αὐτές εἶναι ἀπομεινάρι πυραλατρικῶν γιορτῶν, πού λάβαιναν χώρα τέτοιες μέρες γιά νά τιμηθῆ ὁ ἥλιος μέ τήν εὐκαιρία πού ὁ τελευταῖος βρίσκεται στό κορύφωμα τῆς δόξας του. Σά πύρινο λοιπόν σῶμα ὁ ἣλιος, ἔπρεπε μέ φλόγες νά γιορτάζεται καί νά τιμιέται. Ἀλλά καί ἡ θεά ἑστία προκαλοῦσε ἑορτασμούς μέ φλογομάνια καί χορούς γύρω ἀπ’ τίς φλόγες στήν ἀρχαία Ἑλλάδα.

    Ὁ λόγος τοῦτος ἤτανε ποὔκανε τήν ἐκκλησία μας νά ρίξη τή πέτρα τοῦ ἀναθέματος στό κλήδονα καί τίς φωτιές τ’ Ἁηγιάννη. Ριζωμένες ὅμως οἱ ἐθυμοτυπίες τούτης τῆς μέρας στή ψυχή τοῦ λαοῦ μας, κέρδισαν μιά μακρινή ἐπιβίωση καί σέ πεῖσμα τοῦ νέου πολιτισμοῦ, ἐξακολουθοῦν καί σήμερα νά συγκινοῦνε καρδιές καί νά ἐκτρέφουνε προσδοκίες.

    ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΩΜΑΣ