Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΘΩΜΑ
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα», στις 30 Απριλίου 1966.
Κάθε χρονιά σάν ἔφτανε ἡ πρώτη τοῦ Μαγιοῦ, ὁλάκερο ἀσκέρι ξεστάτευε ἀπ’ τά γυροχώρια τοῦ Βόλου». Ἄντρες διαλεχτοί ἕνας κι ἕνας, ἐπιρρεπεῖς στό γλεντοκόπι, ξεκίνααν γιά τόν ἐθιμικό πανηγυρισμό τῆς Ἄνοιξης. Ὅλοι τους μασκαρεμένοι. Φοροῦσανε τίς βράκες τίς προγονικές μέ τά μαῦρα τά γιλέκια, σαρίκια στό κεφάλι, σκουρόχρωμη κάλτσα καί παπαδίστικο παπούτσι στό ποδάρι. Τή μέση περιζώνανε καί τρεῖς καί τέσσερις φορές μέ φαρδύ ζουνάρι. Καί μές στίς δίπλες του μπήγανε μαχαίρια καί μπιστόλες. Ἄλλοι χώνουνταν μές στήν ἄσπρια φουστανέλλα, ἀρματωμένοι καί δαῦτοι. Ὑπάρχανε ὅμως καί οἱ μεταμορφωμένοι σέ γυναῖκες. Φουστάνι μακρύ ἴσαμε κάτου, τζάκες καί ζωστῆρες μέ πόρπες μαλαματένιες καί πλουμίδι ἕνα σωρό. Καί στό κεφάλι μαντήλι ὑφασμένο σέ ντόπια ἀργαλειά. Ἄντρες καί «γυναῖκες» εἴχανε κρυμμένη τήν εἰδή τους μέσα σέ προσωπίδες. Προσωπίδες χρωματιστές, μπογιατισμένες μέ μεράκι καί σεβντά. Ἀκόμα γιά νά δικαιώσουνε τόν... τίτλο τους στολίζουνταν μ’ ἄνθια σωρό. Ἄλλοι περνάγανε στό κεφάλι τους στεφάνι ὁλάνθιστο μέ λογῆς - κοπῆς λούλουδο. Κι εἴτανε ὅλοι τους ἑλκυστικοί καί καλοθώρητοι ἐχτός ἀπ’ τόν «Ἀράπη». Μαῦρος κι ἄραχλος ὁ τελευταῖος, εἶχε σηκώσει ἄφτονη μουτζούρα ἀπ’ τά σπιτίσια φουρναριά, σέρνοντας ἀποκρουστική κουρελαρία.
Ἔτσι λυγάμενοι καί κουνάμενοι κι ἀσίκικα ντυμένοι, παίρνανε τή στράτα γιά τό Βόλο. Οἱ Τοῦρκοι ἀσκερλῆδες ἀπ’ τό Κάστρο του περιμένανε τόν πηγαιμό τους, θἄδιναν καί τυπικά τήν ἄδεια στούς χαροκόπους «Μάηδες» νά γυροφέρουνε τά τριγυρινά χωριά τους. Μά πρῶτα ἔπρεπε νά στήσουνε κεῖ γυρογυριά μές στόν ἀχό τῶν μουσικάντηδων πού κουβαλούσανε μαζί τους. Χαχανίζοντας κι οἱ Τουρκαλάδες μέ τοῦτο τά καμώματα τῶν ραγιάδωνε, τούς πετούσανε παρᾶδες, τούς ἐφοδιάζανε μέ τήν ἄδεια καί τούς διώχνανε. Σεργιανώντας τήν εὐθυμία τους τότες κι αὐτοί, βάζανε σ’ ἐφαρμογή τό πρόγραμμά τους. Ἄλλα ἀσκέρια ἀνηφορίζανε κατά τή Μακρινίτσα, ἄλλα κατά τήν Πορταριά κι ἄλλα κατευθύνουνταν κατά τή Δράκια, τόν Ἁγιολαυρέντη καί τόν Μεγάλον Ἁηγιώργη. Περπατούσανε θορυδώδικα καί συναγείρανε τόν κόσμο. Σάν ἔφταναν στά χωριά, πιάνανε τίς πλατωσιές καί ρίχνουνταν σέ βουητερό ποδοκρότημα. Τά νταούλια βαρούσανε συνέχεια, τσίριζαν κι οἱ πίπιζες, ξεσηκώνοντας ὁλάκερο τό χωριό. Ἑνάγυρο στήν πλατεία, στριμωχτοί οἱ χωριανοί, ἀποθαύμαζαν τούς γιορταστές, πού ἐξαντλούντανε στό χορό καί τό λιανοτράγουδο. Ἀπ’ ἀνάμεσα ἐπινοούσανε κι ἀστειότητες νά φαιδρύνουνε τό κλῖμα. Ἕνας - δυό καμώνουνταν πώς πείραζαν τόν ἄντρα - δεσποινίδα. Χύμαε τότες ὁ προστάτης κι ἄδειαζε τήν κουμπούρα καταπάνου τους. Κροτάλιζε τό μπαρούτι, ἀλλ’ ἔλειπε τό βόλι. Τό... θῦμα ὡστόσο σωριάζουνταν κατάχαμα, ἀλλά ὁ «γιατρός» ἀπ’ τ’, ἀσκέρι τους πιλάλαε στόν «τραυματία» καί τόνε «θεράπευε». Ἡ ἔγερσή του ξεσήκωνε νέα κύματα χοροῦ καταμεσίς στήν πλατεία. Φορές - φορές μπερδεύουνταν στή γυρογυριά καί ντόπιοι μερακλῆδες καί χαλοῦσε ὁ κόσμος. Ἀνέμιζαν οἱ φουστανέλλες κι οἱ βράκες, κι ὑψώνουνταν ὥς ἐκεῖ πάνου πατούμενα χτυπημένα ἀπ’ ἀπαλάμες. Ὕστερα πέφτανε κάτου στό πλακόστρωτο καί σπίθιζαν στίς πλάκες. Εἴτανε χαρμονή τοῦ ματιοῦ νά βλέπεις τούς χορευτάδες νά ρυθμίζουνε τά βήματά τους ὁμότροπα καί νά γράφουνε στόν ἀέρα ἀπαράμοιαστες φιγοῦρες ταιριασμένες. Ἀνάμεσα, πάνου στήν ἀψάδα τοῦ γλεντιοῦ, βγάζανε δίσκο τούς θεατές νά μαζώξουνε παράδες. Ὅσες μαζώνανε τίς μοιράζουνταν τά βράδια. Σά βαριεστίζανε στό πλάτωμα καί ξεθύμαινε ἡ χορευτική τους οἰστρηλασία, τραβούσανε στά στενοσόκακα καί τούς μαχλάδες τοῦ χωριοῦ μέ τά λαλούμενα σκούζοντας:
Κι ἀφοῦ συνεχίζανε τοῦτο τό μακρόσυρτο τραγούδι, καταλήγανε ὕστερα στήν παράκληση πάλι τραγουδιστά, σιμώνοντας στά σπίτια:
Ὅποια πόρτα βλέπανε την ἐχτυπούσανε νά λάβουνε τά δῶρα τους: Συκοκάρυδα, φουντούκια, μύγδαλα, αὐγά καί τά τέτοια. Τότες ὅσοι βρίσκουνταν στά ὑποστατικά τους, βγαίνανε στ' αὐλογύρια κι ἄλλοι, γέροντες καί γριές ἀνήμπορες τοῦ θανάτου, σέρνουνταν ὤς τά παράθυρα νά καμαρώσουνε τούς φορεῖς τῆς μαγιάτικης εὐφροσύνης πάνου στίς ἐξάρσεις τοῦ κεφιοῦ τους, ἐνῶ γύρα ἔσκιζαν τόν ἀγέρα τά εὐχολόγια:
Πίσω μπρός ἀπ’ τούς γλεντιστές λεφούσι ἡ λιανομαρίδα, συνονθυλεύουνταν μέ δαύτους, σιγοντάροντας μέ χάχανο καί τσιριγμό τήν ἀλαλή τους. Ἀλάκερο τό χωριό ἀχολογοῦσε καί ζοῦσε, μαζί μέ τούς πρωτουργούς τοῦ χαροκοπιοῦ ὥρες βαθύτατου ἀναγάλιου. Πανηγύριζαν τά χωριά, πανηγύριζε κι ἡ πλάση ἕνα - γύρω. Βεργολυγοῦσαν οἱ κορφές τῶν δέντρων νά χαιρετήσουνε τούς «Μάηδες», τ' ἄνθια μυροβολούσανε μές ἀπ’ το διάνοιχτο στόμα τους. Μές στή γλυκιά ἡλιορροή ἄλλες ὀρχῆστρες φτερωτές, τόνιζαν στ’ ἀκροκλώνια τόν ὕμνο τῆς Ἄνοιξης. Κι’ ὁ ρόχθος τοῦ νεροῦ κι ἀναρίθμητες μικροζωές ἑνάγυρο νά κρατοῦνε τό ἴσιο στούς παθιάρικους ρυθμούς τῶν ραγιάδωνε, στό εὐφραντικό πανηγύρι τῆς φύσης. Θά τὄβλεπες εἴτε σκάλωνες στά βαθύσκια ρέματα τ’ Ἀνωβόλου, εἴτε ἀνέβαινες στήν πράσινη πλημμυρίδα τῆς Ζαγορᾶς.
Ὥς ἐκεῖ ἔφταναν μαθές πότε - πότε οἱ «Μάηδες» ἀπ’ τά περίγυρα χωριά τοῦ Βόλου. Ἀναρριχιόντανε πρῶτα στά Χάνια, καβαλλούσανε τό βουνό κι ἔγερναν στά βουνίσια πλάτια τῆς Ζαγορᾶς. Πέντε - ἕξη ὥρες πορεία. Οἱ παλιοί γερόντοι τῆς πολίχνης ἀναθυμοῦνται ἀκόμα τί πυρετό ὀχλαγωγίας προκαλοῦσε ὁ πηγαιμός τῶν ἀνοιξιάτικων χαροκόπων. Κατάμπροστα στό Αἰγαῖο, μές στόν ἀνασασμό τῆς Ἄνοιξης ὀργανώνουνταν γλεντοκοπήματα στήν κεντρική πλατεία τ’ Ἁηγιωργιοῦ. Ἔρχουνταν μαζί, στίς ἀρχές τοῦ αἰώνα μας, ἀνάμεσα στούς ἄλλους κι οἱ καραμουζοπαῖχτες Δημήτρης Ροῦτσος ἀπ’ τήν Πορταριά, Πανταζής Μουλάς ἀπ’ τό Κατηχώρι κι ὁ Ἀργύρης Πιλάτος ἀπ’ τή Δράκια. Ὅλο τό χωριό ἔβγαινε καί τήραε τούς χορευτάδες. Τά βράδια τό ραβαΐσι μεταφέρουνταν στό παρακείμενο καπελειό καί καίουνταν τό πελεκούδι. Τήν ἐπαύριο γυροφέρνανε, ἀλαλάζοντας, τήν πολίχνη, ἀνοίγανε καί τίς πόρτες τῶν μεγάλων ἀρχοντικῶν, ζητώντας τό μερίδιό τους. Τίς ἴδιες πάλι ὥρες ἄλλοι ὅμιλοι «Μάηδων» ξάναβαν ἄλλες ἑστίες εὐφροσύνης καί χαρᾶς στούς δρόμους καί τά μαγαζιά τοῦ Βόλου καί τῶν τριγυρινῶν χωριῶν. Φορεῖς ὅλοι τοῦτοι τοῦ διονυσιακοῦ πνεύματος τῶν ἀρχαίων, προέχταση κόσμων εἰδωλολατρείας, ἐπαναλάμβαναν ἁπλά, ὅσα καί κεῖνοι οἱ γενάρχες μας τελούσανε κάθε χρόνο μιά φορά. Τοῦτο τό μαγιάτικο πανηγύρι κρατοῦσε ὀχτώ μέρες. Ὀχτώ μέρες κραιπάλης, ὅπου μακρινές ἀπηχήσεις πρωτόγονων γιορταστῶν, ἁρμολογούσανε ἀτμόσφαιρες γελαστές καί χαρωπές.
Καί μετατρέπουνταν τά γυροχώρια τοῦ Βόλου σέ τρικυμισμένα κέντρα γλεντολογιοῦ. Καί χτυπούσανε σέ τόνους γιορτῆς λαϊκά ὄργανα τῶν μουσικῶνε. Κι ἀναρριπίζουνταν στόν ἀέρα εὐζωνικές φουστανέλλες, σαλβάρια καί μακρυφούστανα γυναικῶνε. Καί γιόμιζαν οἱ χωριανοί ὥς τήν ὕστερη ἵνα τοῦ κορμιοῦ ἀπό χυμούς αἰσιοδοξίας καί γλυκολάλητης χαρᾶς. Ἕνα ἀνθρώπινο πανηγύρι μές στό θεϊκό τέτοιο τῆς πλάσης.
Νά τό ἀκουάζεσαι κι ἡ ψυχή σου νά πεταρίζει σέ χώρους εὐδαιμονίας. Νά τό θωρᾶς καί μύρια ἀναρριγήματα νά σέ κεντρίζουνε. Νά τό φέρνεις στό μνημονικό σου καί νά ζωντανεύουνε ὀμπρός σου διονυσιακές ὄρχησες καί ὀργιαστικά γιορτάσια.