ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΘΩΜΑ
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Θεσσαλία», στις 15 Αυγούστου 1963.
Ὤ, γεῖρε, εὐλογημένη στοὺς ἀνθρώπους στὸν πόνο τῶν ἑλλήνων, στὴν ἀνάγκη. (Στ. Σπεράντσας)
Μνήμη ἀγαπημένη τοῦ κόσμου τῆς χριστιανοσύνης ἔχει γίνει ἡ Παναγία. Ἡ Παναγία μὲ τὴ τρικυμιώδικη ζωή της, τούς πόνους της, τίς λάμψεις της χαρᾶς της, τις προστατευτικὲς της μεσολαβήσεις γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώπων, τὴν Κοίμησή της. Σ’ αὐτὴ στρέφει σήμερα τούς εὐλαβικούς λογισμούς ὁ κόσμος τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτή ἀγάλλουνται οἱ οὐρανοί καὶ φῶς θεϊκό περιχύνεται στὴ κτίση. Παρένθεση εὐνοίας στὴ ζαλιστικὴ καθημερινότητά μας. Ἀναδρομή στὶς ὧρες ποὺ ἡ Παναγία – θεία γερόντισσα πιά – ἑτοιμάζονταν γιὰ τὴν ἐκδημία της:
Ἡσυχασμένο δειλινὸ στὴ παλιὰ Ἱερουσαλήμ. Στὸ σπίτι τοῦ Ἰωάννη, τοῦ ἀγαπημένου μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ, κείτουνταν ἡ Θεοτόκος ἑτοιμοθάνατη. Τὸ μήνυμα ποὺ τῆς μετέφερε ὁ ἄγγελος ἤτανε μήνυμα βαρύ γιὰ τούς προσφιλεῖς της ζωντανούς, λυτρωτικὸ γιὰ τὴν ἴδια. Τὴν καλοῦσε, ο Υἱὸς της νὰ τῆς δωρήση τὴν αἰώνια γαλήνη, νὰ τὴν ἀπαλλάξη ἀπ’ τὴ γήϊνη δοκιμασία της. Καμμιᾶ ἀντίρρηση δὲν ἔφερε ἡ Ἁγία τῶν ἁγίων. Τὶ μποροῦσε νὰ μη κάνη τὸ θέλημα ἐκείνου ποὺ γίνηκε χορηγός ζωῆς καὶ λυτρωτὴς ψυχῶν;
Γύρω ἀπ’ τὴ κλίνη της δικοὶ καὶ συγγενεῖς ἔσφιγγαν τὸ πόνο τους κι εὔχονταν γιὰ τὴ Παναγία. Ἀτάραχη αὐτή, μὲς στὴν ἀποθέωση τῆς εὐτυχίας της, ἄφησε στὰ στερνὰ τὸ πνεῦμα της νὰ πλανηθῆ στα παλιά της βιώματα, νὰ ξαναζωντανέψη μέσα της ὅσα πέρασε καὶ γεύτηκε: Τὰ μικρὰ της χρόνια στο Ναό, τ’ ἀρραβωνιάσματά της μὲ τὸν Ἰωσήφ, τὴ μεγάλη, τὴν ἀπροειδοποίητη ἀποκάλυψη τῆς θείας βουλῆς, τὰ ἐδεμικὰ ἄνθη τοῦ Ἄγγελου, τὴν ἀμφισβήτηση τῆς θεικής ἐντολῆς, τὰ λόγια ποὺ ἐψέλλισε δειλά: «Γενηθήτω τὸ Ἃγιον θέλημά του...».
Ἔρχεται κατοπινὰ στὸ μνημονικό της ἡ περιπετειώδικη πορεία πρὸς την Βηθλεέμ, ἡ δοξασμένη σπηλιά, οἱ ὑπέρτατες ἐκεῖνες ὧρες τῆς Θείας Γέννησης, τὸ χνῶτο τῶν βοδιῶν, τὸ προσκήνυμα τῶν βοσκῶν, τ’ ἀστέρι, οἱ Μάγοι, ὁ Ἡρώδης, ὁ καταδιωγμός της στὴν Αἴγυπτο. Μιὰ ἁλυσίδα δραματικῶν φάσεων τῆς ζωῆς της, ποὺ κορυφῶνουνταν μὲ τὰ τραγικά γεγονότα τῆς σύλληψης τοῦ Υἱοῦ της, τῆς καταδίκης του, τοῦ μαρτυρικοῦ του θανάτου. Κι’ ὓστερα ἡ Ἀνάσταση καὶ οἱ πικρὲς ὧρες ποὺ ἔζησε ἡ «ἐνδοξοτέρα τῶν Σεραφείμ» ἀναβιώνουνται στὸ θυμητικό της, γιὰ νὰ ἐπισταγαστοῦν μὲ μιὰ θερμή προσευχή: «Γλυκὲ μου Ἰησοῦ, παντοδύναμο παιδί μου. Ἐσύ ποὺ ἔπλασες τὸ κόσμο καὶ ποὺ πῆρες ἀνθρώπινη μορφή μὲς στὴ κοιλιά μου καὶ ὑπέφερες βάσανα καὶ μαρτύρια, ἐλέησε τὸ ἀνθρώπινο γένος. Στὴν ἀγάπη σου ἀφιερώνω τούς Ἀποστόλους, ὅλους τούς ἁγίους καὶ τούς δικαίους...»
Ἔτσι μίλησε παρακλητικὰ ἡ Ἀειπάρθενος στὶς στερνὲς ὥρες τῆς ζωῆς της. Ὓστερα βυθίστηκε στὴν αἰώνια μακαριότητα καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸν «Υἱὸ της καὶ Θεό της».
Ποιὰ ὅμως ἡ ἐκπληκτικὴ συνέχεια! Τὸ ἄγγελμα τοῦ θανάτου της διαχέεται ἀστραπιαῖα στὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα, ὅπου σκόρπιοι οἱ Ἀπόστολοι ἐκτελοῦνε τὸ ὑπέρτατο χρέος τῆς καλλιέργειας τοῦ χριστιανικοῦ πνεύματος ἀνάμεσα στούς λαούς. Καὶ τὰ σύννεφα γίνουνται πλοῖα – ἔτσι τὸ θέλει ἡ χριστιανικὴ παράδοση – γιὰ νὰ τοὺς μεταφέρουν πλάϊ στὸ σκήνωμα τῆς Παναγίας. Οἱ θρῆνοι τῶν Ἀποστόλων δίπλα στὴ κοιμώμενη Ἁγία σιγοντάρουνται ἀπ’ τὴ γλυκόφωνη μολπή τῶν ἀγγέλων, ποὺ οὐρανόσταλτοι αὐτοί, δημιουργοῦνε ἕνα τελετουργικὸ κλῖμα, μιὰ ἀτμόσφαιρα ἔκτακτα ὑποβλητικὴ στὸ λιτό σπιτάκι τῆς Ἱερουσαλήμ. «Μάννα τῆς ζωῆς, Κυρὰ τῆς κτίσεως μᾶς ἀφήνεις ὀρφανούς, Ἐσύ ποὺ σ’ εἴχαμε σκέπη κι’ ἐλπίδα...» τραγουδάνε καὶ κλαῖνε ὅλοι μπροστὰ στὴν Ὁδηγήτρια Κυρά.
Ἡ συγκίνησή τους κορυφώνεται μὲ τὴ ταφή της. Οἱ ἴδιοι οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ἀνέλαβαν τὴ διαδικασία τῆς κηδείας ἐκεῖ στὸν ἁγιασμένο χώρο τῆς Ἱερουσαλήμ. Τὴν ἔθαψαν σεμνά, χωρίς κραυγαλέες τυμπανοκρουσίες, ἔτσι καταπῶς ἔπρεπε στὴ Πάναγνη Κόρη κι’ ὓστερα ἀνεχώρησαν γιὰ τὶς ἐπὰλξεις των, προκειμένου νὰ συνεχίσουνε τὸ θεϊκό τους ἔργο.
Χίλια ὀχτακόσια τόσα χρόνια χάθηκαν ἀπὸ τότε κι’ ἡ Παναγία ἐξακολουθεῖ νὰ κρατάη ἕνα κομμάτι τῆς καρδιᾶς τοὺ ἕλληνα. Ἑλληνική τὴ θέλει ὁ θρησκευόμενος λαός μας, δικιὰ του ἀποκλειστικά τὴ φαντάζεται. Καμμιὰ ἄλλη μορφή ἁγίου δὲν δίνει τέτοια αἴσθηση οἰκειότητας στὸ λαό μας, κανένα θεῖο ὄνομα δὲν εἶναι τόσο ἀμεσώτερα αἰσθητό, τόσο πρόχειρο στὰ χείλια μας ὅσο ἡ «Ὑψηλοτέρα τῶν οὐρανῶν». Σύμβολο τῆς συνέχισης μιᾶς μακρινῆς λατρείας, συμπύκνωση τῆς σεμνότητας καὶ τῆς ἁγιότητας, ὑπέρμαχος τοῦ ἑλληνισμοῦ, δόξα τῆς χριστιανοσύνης ἡ Παναμώμητος πιάνει θέση κυριαρχικὴ στὴ ἀγάπη τοῦ λαοῦ μας καὶ μιὰ διαδοχὴ γιορτῶν καὶ πανηγυριῶν στὴ χάρη της δονοῦνε ἀπὸ παλιὰ τὴν ὓπαιθρη καὶ ἀστική μας χώρα. Χιλιάδες τὰ ξωκκλήσια της κι’ οἱ πολυτελεῖς ναοί της – παρηγορητικὰ ἀραξοβόλια τῶν πιστῶν – ἀποτελοῦνε πολυτίμητα πετράδια στὸ θρησκευτικό μας οἰκοδόμημα καὶ κρατοῦνε ζωντανὴ τὴ θύμηση τῆς Παντάνασσας. Αὐτῆς ποὺ στάθηκε «τῶν θλιβομένων ἡ χαρά, τῶν ἀδικουμένων ἡ προστᾶτις, τῶν πενόντων ἡ τροφή, τῶν τυφλῶν ἡ βακτηρία, τῶν καταπονουμένων ἡ σκέπη». Τὸ μεγάλο ἀντέρεισμα τῆς ἐλπίδας τοῦ θρησκευόμενου λαοῦ μας.