• Ο «ΒΑΣ’ΛΙΑΚΟΣ» ΣΤΟ ΠΟΥΡΙ

    Ένας Ηπειρώτης του περασμένου αιώνα, μεγάλο πειραχτήριο του χωριού

    Γράφει ο Γιώργος Θωμάς

    Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΩΡΕΣ», 5ο ΕΤΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 59, στις 15 Δεκεμβρίου 1990 ως μέρος του κύκλου «ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ».

    Όταν για πρώτη φορά πάτησε -μέσα του 19ου αιώνα- ο Βασίλης Βασιλείου από το Μέτσοβο στο Πουρί, πήρε και τη μεγάλη απόφαση. Να μείνει για πάντα στο χωριό. Όχι ότι τον τράβηξε η φυσική ομορφιά του τόπου, όχι πως τον ξεπλάνεψε καμμιά καλλονή της πολίχνης. Τίποτα απ’ αυτά. Ο Βασιλείου είδε πως είχε ψωμί στα γιδοκόπαδα της περιφέρειας κι έγινε μπιστικός. Δεν του άρεζε τόνα κοπάδι; πήγαινε στ’ άλλο. Δεν έμεινε κι εκεί ευχαριστημένος; Άλλαζε αφεντικό. «Τ’ αφιντικά ναν’ καλά -μαρτυρούσε- και δ’λειά όσην’ θέλ’ς». Αλλαξε και το μικρό του όνομα -το σωστότερο του το άλλαξαν- και από Βασίλης έγινε «Βασ’λιάκος», ένα υποκοριστικό που σηματοδοτεί το μικρό μπόι του.

    Όσο λοιπόν αυξανόταν η προσφορά της εργασίας του, τόσο κι ανέβαιναν οι μετοχές του στο Πουρί. Είχε αρχίσει να γίνεται ένας καλός γαμπρός στις φτωχικές κυρίως τάξεις, και με τον έντιμο χαρακτήρα του καταχτούσε τους κατοίκους. Τίμιος και σβέλτος, με μια σπιρτάδα που εκπέμπονταν από τα μάτια του και με τα έξυπνα καμώματά του, έγινε σημείο αναφοράς στο χωριό.

    • - Α, τ' πρέπ' (= του ταιριάζει) τ' Βασ’λιάκ' ένα καλό κουρίτσ', αποφαίνονταν στις γειτονιές οι γυναίκες.
      - Τ' πρέπ' κι τ' παραπρέπ', γιατ' είνι δουλιφταράς, κι πιάν' κι π'λιά στουν αέρα.

    Κάποτε του 'γινε προξενιό με ένα φτωχό αλλά νοικοκυρεμένο κορίτσι, κι ο Βασιλιάκος είπε το «ναι», για να αποχτήσει από τότε δική του στέγη και δύο - τρία αμπελοχώραφα. Τί άλλο ήθελε; Ήρθε στο Πουρί μ’ ένα τίποτα στα χέρια και βρέθηκε τώρα να ορίζει δύο μέτρα σπίτι και τρείς «πατσιές» χωράφι. Του έφταναν όμως και κάθε τόσο διατύπωνε την ικανοποίησή του: «Ήρθα στου χουριό μι τα χέρια κ'νιώντα κι θα φύβγου καμιά φουρά για τουν άλλου κόσμου ...χουραφάς». Δεν τον ενδιέφεραν τα κτήματα, μια και ήταν πολύ ολιγαρκής και περνούσε ζωή χαρισάμενη και με το τίποτα. Σαν τα αμέριμνα πουλιά που δεν εξετάζουν τί θα φάνε την άλλη μέρα, γιατί τα αρκεί το φαγητό του σήμερα.

    ΠΕΙΡΑΧΤΗΡΙΟ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

    Με το πέρασμα των χρόνων απόχτησε παιδιά και εξελίχτηκε σε ένα από τα πρώτα πειραχτήρια της πολίχνης ίσαμε τα γεράματά του, ίσαμε το 1895 που πέθανε. Έτσι ενισχύθηκε ο κύκλος των φαρσέρ του χωριού, και το Πουρί «ζούσε» κάθε τόσο μεγάλες ώρες κεφιού, καθώς διάφοροι απλοϊκοί άνθρωποι γίνονταν ο στόχος τους. Πείραζαν άντρες και γυναίκες. Στις γειτονιές, στην πλατεία, στους δρόμους. Κάποιοι Πουριανοί μάλιστα τον φοβόνταν και πρόβαλλαν τούτο το φόβο στα μικρά παιδιά τους:

    • - Κ'τάξ'τι καλά, να μη φανάξου του Βασ’λιάκου κι σας πάρ'.
      - Ι Βασ'λιάκους σι γλέπ', κι άμα βγείς όξου θα σι πάρ’.

    Δεν έπαιρνε όμως παιδιά ο Μετσοβίτης του χωριού. Μόνο ...καρπέτες άρπαχνε. Όχι για να αυγατίσει τη θηκιαστή του σπιτιού του, αλλά για να κάνει χάζι κάποιους αφελείς χωρικούς και να ενισχύσει την εντύπωση της παρουσίας δαιμονικών στην περιοχή.

    Μαζί λοιπόν με τον ερχομό του καλοκαιριού, ερχόταν και η τάση του να βγαίνει τις νύχτες στην εξοχή του χωριού, όπου αγρότες νυχτοβοσκούσαν τα ζώα τους1. Είχε μάθει πια σπιθαμή προς σπιθαμή την περιοχή και ήξερε που κοιμάται ο ένας και που απαγγιάζει ο άλλος. Μαζί του θα έφερνε και το μοναδικό του ...όπλο. Μια τριχιά με χοντρό σίδερο σαν αγκίστρι δεμένο στη μιαν άκρη. Μέσα στο σκοτάδι λοιπόν της νύχτας ζύγωνε με προφύλαξη το μέρος όπου κοιμόταν κάποιος συγχωριανός του -διάλεγε συνήθως τους αφελείς- κι άρχιζε το ...αρπαχτικό του έργο. Πετούσε την τριχιά απ’ τη μεριά του αγκιστριού ίσα απάνω στην καρπέτα, με την οποία ήταν τυλιγμένος ο νυχτοβοσκός. Αν υπήρχε δέντρο από πάνω -συνήθως οι κάτοικοι προτιμούσαν να στρώνουν κάτω από τα δέντρα- τόσο το καλύτερο: Σκαρφάλωνε απάνω σιγά - σιγά κι από κει αμολούσε προσεχτικά την τριχιά με τ’ «αγκίστρι» ως την καρπέτα. Ανεβοκατέβαζε τότε με το χέρι του, όπως το ανεβοκατεβάζει ο ψαράς στη θάλασσα, και κάποτε βέβαια έπιανε το ...ψάρι. Η καρπέτα αγκιστρωμένη ανασηκωνόταν κι έφτανε σιγά - σιγά τραβηγμένη ως το μέρος του Βασιλιάκου! Και το θύμα; Αλλοίμονο του αν ξυπνούσε τότε με την «ανάληψη» της καρπέτας. Έπρεπε να πάθει συγκοπή καρδίας.

    Σπίτια στο Πουρί
    Ίσως κάποια από τα σπίτια τούτα στο Πουρί να στέγασαν το «Βασ'λιάκο» (Φωτ. Κώστα Λιάπη)

    Η δραστηριότητα του Βασιλιάκου τις μαύρες νύχτες στην αγροτική περιφέρεια του χωριού, ενί- σχυσε τις παραδόσεις για την εμφάνιση δαιμονικών στην περιοχή. Τώρα επαληθεύονταν όλες, κι ο κόσμος των δαιμονικών τροφοδοτούσε συνέχεια τις συζητήσεις των χωρικών:

    • - Τά ’μαθις αρή -φώναζε η μια γειτόνισσα στην άλλη- πάλι τα προυχτές του βράδ' φάν'κανι τα ξιπατουμένα στ' Βιργή του χουράφ'.
      - Αρή τ' πήρανι κι τ' καρπέτα; το εναγώνιο και μονότονο ερώτημα της άλλης.
      - Τά 'πιασι ...καρπιτουμανία -πετιόταν ο γέρο - Σίσκος- γιατί προυβλέπ' νι βαρύ χ'μώνα κι τ'ς χρειά- ζουντι τ'ς καρπέτις...

    Ο ...ΑΠΙΣΤΟΣ ΜΠΑΡΜΠΑ - ΝΙΚΗΤΑΣ

    0 μπαρμπα - Νικήτας όμως ο Κουτές, μυαλό κάπως ξυπνημένο καταπώς παρουσιαζόταν - δεν πίστευε σ' αυτά τα «παραμύθια τ'ς Χαλιμάς», όπως έλεγε:

    • - Τί διμουν'κά κι σατανάδις ανιβάζιτι κι κατιβάζιτι: Δεν υπάρχ' τίπουτα, είνι μπούρδις ούλα, τα κ'σατί;
      - Βρε είσι μι τα καλά σ'
      -παρεμβαίνουμε οι άλλοι- πού ζεις ισύ, δεν αφουγκράζισι του κακό απ' γένιτι τα βράδια 'σαόξου;

    Αυτός όμως το χαβά του:

    • - Τίπουτα σας του ξαναλέου, είνι ούλα στ' όνειρό τ'ς.

    Η ...απιστία του Νικήτα έφτασε κι ως τ' αφτιά του Βασιλιάκου και του άναψε τα αίματα για μία επέμβαση στον ίδιον, γιατί κι αυτός έβγαινε και νυχτοβοσκούσε τα ζώα του, σε περιοχή όμως που δεν είχε φτάσει ως τότε η δράση του Μετσοβίτη - Πουριανού. Κοκορευόταν μάλιστα και το 'λεγε κοροϊδευτικά στο χωριό:

    • - Δε φτάν'νι ίσαμι τ’ ιμένα τα διαουλ'κά, δε μπουρούνι να πιράσ'νι τα πουρνάρια κι τα κατσάβραχα.

    «Μωρέ φτάν'νι κι παραφτάν'νι» -πείσμωσε μέσα του ο Βασιλιάκος άμα άκουσε για πρώτη φορά την ειρωνευτική στάση του άφοβου τάχα χωριανού του- «κι θα στου δείξου ιγώ· θα σι κάνου να πεις τουν ουρανό σφουντύλ'».

    Ήταν λοιπόν καλοκαίρι του 1875 και βέβαια νύχτα σκοτεινή, όταν ο Βασιλιάκος με το συνηθισμένο του ...όπλο, την τριχιά με τ' «αγκίστρι», τραβούσε για το χωράφι του μπαρμπα - Νικήτα. Κείνη τη βραδιά όμως πήγε κοντά του κι ο γείτονάς του στο κτήμα, ο γέρο Θόδωρος Βλάχος, κυρίως για κουβέντα παρά για άμυνα ενάντια στα δαιμονικά, που δεν τα πίστευαν και οι δύο όπως τουλάχιστον ισχυρίζονταν.

    Πεισματάρης κι αλαφροπάτητος σίμωσε στο δέντρο, που είχαν απλώσει τις καρπέτες τους οι δύο φίλοι που κοιμόνταν τον ύπνο του δικαίου, κι ανέβηκε απάνω. Έριξε με τον τρόπο του την τριχιά με το άγκιστρο κι αυτό άρπαξε την καρπέτα του γέρο - Θοδωρή. Ξύπνησε αμέσως ο άνθρωπος και ένιωσε το σκέπασμα να υψώνεται ολοένα και να φεύγει από το σώμα του, οπότε του ήρθαν μέσα του μεμιάς όλες οι παραδόσεις για την εμφάνιση δαιμονικών στο χωριό. Τί να κάνει όμως; Ούτε καν τολμούσε να τραβήξει κατά το μέρος του την ολοένα ανυψούμενη καρπέτα, μήπως τραβήξει καταπάνω του το ...δαιμονικό και τον πλακώσει. Γύρισε όμως με τρόπο κατά το Νικήτα, τον σκουντούσε και τον ξανασκουντούσε να τον ξυπνήσει, και τελικά το πέτυχε. Έκανε να σηκωθεί λαχταρισμένος ο άνθρωπος, αλλά ο γέρο - Θοδωρής τον κατέβασε πίσω στο χώμα:

    • - Μη για του Θιο απ' προυσκ' νάμι, μη...
      - Τί τρέχ', Θοδουρή;
      - Μα δε γλέπ’ς τι γένιτί; Πάει η καρπέτα μ', πιτάει η ρουφιάνα 'σιαπάν', κι κάνι χώρου να τρυπώξου απ' κάτ’ απ' τ' θ'κιά σ'
      (δίκιά σου) μπελ2 και γλυτώ-σου...

    Πού ήταν εκείνη η αφοβιά, πού ήταν εκείνοι οι παλικαρισμοί του που πρόβαλε άλλοτε ο μπαρμπα - Νικήτας; Τώρα του ήρθε πράγματι «ο ουρανός σφοντύλι», κι αρπάχνει μεμιάς απ’ το χέρι τον συγκοιμώμενό του για να ριχτούν και οι δυό τον κατήφορο, καταδυναστεμένοι απ' την τρομάρα τους, κι ευτυχώς που τους έφραξε το δρόμο τους η ...θάλασσα, γιατί αλλιώς θα έτρεχαν ακόμα...

    Από την άλλη μεριά ο ...ήρωας της νύχτας, χώρο δεν είχε μέσα του να στριμώξει την απέραντη ικανοποίησή του από τον καινούργιο του άθλο...

    1. Υπήρξε παλιά συνήθεια και στο Πουρί να κοιμούνται έξω στα χωράφια τους αρκετοί κάτοικοι, αφήνοντας τα αλογομούλαρά τους ελεύθερα τη νύχτα να βοσκάνε. «Πάμι να νυχτουβουσκήσουμι απόψ’ τα πράγματα», έλεγαν.
    2. Ισως.