Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Θεσσαλία», στις 7 Απριλίου 1963.
Μέσα σὲ δυό ἀράδες ἔκλεισε τελευταῖα ἡ «Θεσσαλία» ἕνα ἐθνικὸ δρᾶμα: Τὸ ἱστορικὸ μοναστήρι τῆς Τατάρνας στὴν Εὐρυτανία γκρεμίστηκε ἀπό σεισμό.....
Ἀπαρατήρητη ἴσως θὰ πέρασε ἡ εἴδηση στούς πολλούς καὶ μόνο ὅσοι ξέρουν νὰ συγκινοῦνται ἀπό μνημειακὲς συνθέσεις τῶν περασμένων, θὰ πόνεσαν βαθιά. Ἓνα ἀκόμα χτίσμα πολυϊστορημένο καὶ πολυΰμνητο, ποὺ στάθηκε φάρος ἐθνικὸς καὶ θρησκευτικὸς, ποὺ γνώρισε δόξες καὶ μεγαλεῖα, ἀνατάσεις ἐθνικὲς μὰ καὶ συμφορὲς στὸ μεγάλο ξεσηκωμὸ τοῦ Εἰκοσιένα, ὑποτάχτηκε στὸ νόμο τῆς φθορᾶς. Κι’ ἔμεινε μόνο ζωντανός ὁ θρῦλος μὲ τὴν ἱστορία νὰ θυμίζη τὴ παλιά του δομή, τὴν ἀλλοτινὴ προσωπικότητά του, ὅλο ἐκεῖνο τὸ ζωγραφικὸ πλοῦτο ποὺ οἱ τυφλὲς δυνάμεις τῆς γῆς κατέστρεψαν μαζί μὲ τούς τοίχους.
Σύμφωνα λοιπόν μὲ τὴν παράδοση, ὁ ἀρχικός ναός τοῦ μοναστηριοῦ ἀνάγει τὴν ἳδρυσή του στὸν 10ο ἤ 12ο αἰῶνα. Ἱστορικὰ ὅμως εἶναι μαρτυρημένο πὼς χτίστηκε στὰ 1556 ἀπό κάποιο καλόγερο Δαυΐδ. Τοῦτος ὁ ἱδρυτής, μαζί μὲ ἄλλους μοναστές, εἶδαν κάποια νύχτα φῶς ἀπέναντι ἀπ’ τ’ ἀσκηταριά τους καὶ τὴν μεθεπομένη ἀνακάλυψαν στὸ φωτισμένο μέρος ψηφιδωτὴ εἰκόνα μὲ τὶς λέξεις «Ἴδε ὁ Ἄνθρωπος». Στὸν τόπο ἐκεῖνο ἔχτισαν ἐκκλησιά στὴ χάρη τῆς Παναγίας, τὴ Φανερωμένη, ποὺ συμπληρώθηκε ἀργότερα κι’ ἀποτέλεσε τὸ μεγάλο μοναστήρι τῆς Τατάρνας.
Ἐρημικό λοιπόν τὸ μοναστήρι καὶ πάνω στὶς νότιες καταπτώσεις τῶν Ἀγράφων, πνιγμένο μὲς στὴν πράσινη πολιτεία, ἀποτέλεσε σίγουρο λημέρι τῶν κλεφταρματολῶν. Ὁ θρυλικός Κατσαντώνης, ὁ Λεπενιώτης κι’ ἄλλοι ἀγωνιστὲς τοῦτο το χτίσμα εἶχαν γι’ ἀποκούμπι κι’ ὁρμητήριο. Ἤτανε τότες σ’ αὐτὸ καὶ καλογέροι ἴσαμε ὀγδόντα – ἑκατό, ἀλλὰ ὁ ἀριθμός αὐτός ἔπεσε στα χρόνια τοῦ Εἰκοσιένα. Στὸ διάστημα τοῦ ἀγώνα καλογέρεψαν καὶ οἱ γυναῖκες δυό κληρικῶν τοῦ μοναστηριοῦ, ἡ Ἀγγελική τοῦ Παπακώστα κι’ ἡ Μαριώ τοῦ Διάκου. Τοῦτες οἱ γυναῖκες πάλεψαν μ’ ὅλα τὰ δυνατὰ τους, κουβαλώντας ντουφέκια, πυρομαχικά καὶ τρόφιμα στὰ ἐπαναστατικά λημέρια τῶν Ἀγράφων. Γιὰ νὰ μὴ δίνουν στόχο παρεξηγήσιμο στ’ ἀσκέρια τῶν Τοῦρκων, ἀναγκάστηκαν καὶ φόρεσαν ράσα καὶ κόλλησαν καὶ ψεύτικα γένεια. Κὰποτε ὅμως οἱ γυναῖκες ἔπεσαν πάνω σὲ τουρκαλάδες. Ἡ παπαδιά ἦταν τότες σ’ ἐνδιαφέρουσα κι’ οἱ ὀθωμανοὶ ποὺ δὲν ἀνακάλυψαν μὲ τὴν πρώτη τὸ φῦλο της, σάν τὴν εἶδαν ξαφνιάστηκαν. Τοῦτο ὅμως στάθηκε αἰτία νὰ σιμώσουν καὶ νὰ τὴν ἐρευνήσουν. Καὶ σάν ἀποκάλυψαν τὴν ταυτότητά της, τὴν ὡδήγησαν μὲ τὴ συντρόφισσά της στὸ παρακείμενο βράχο καὶ τὶς σκότωσαν. Ἀπὸ τότες ὁ βράχος λέγεται ὣς τὰ σήμερα «βράχος τῆς παπαδιᾶς».
Τὸ γεγονός τῆς ἐγγυμοσύνης τοῦ..... μοναχοῦ ἔδωσε, φυσικά, λαβή καὶ στὴ λαϊκή μοῦσα τῆς περιοχῆς, ποὺ μὲ τοῦτα τὸ ἀθανάτισε:
Ἀλλα τὸ μοναστήρι στάθηκε πολλὲς φορὲς κι’ ἡ καταφυγὴ τοῦ μεγάλου Καραϊσκάκη. Στὰ φιλόξενα κελλιά του πολλὲς φορὲς κατέλυσε ὁ «γιός τῆς καλογριᾶς» τόσο ὅταν εἶχε ἀνοιξει ντουφέκι μὲ τὸν κατακτητὴ στὰ προεπαναστατικὰ. Καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν ἕνα σωρὸ ἄλλοι ἕλληνες, ἐπαναστάτες καὶ μή, πέρασαν νύχτες καὶ μὲρες γαλήνιες μὲς στὴν ὑποβλητικὴ ἐκείνη ἀτμοσφαῖρα του.
Δυστυχῶς μιὰ μάχη ποὔδωσε ὁ Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος μὲ τὸν τοτινὸ ἡγούμενο τῆς μονῆς Κυπριανὸ ἐνάντια στούς τούρκους, στάθηκε αἰτία νὰ καταστραφῆ τὸ μοναστήρι. Οἱ ὀθωμανοί ἔμπηξαν φωτιά σ’ αὐτό καὶ τὸ μεγαλύτερό του μέρος γίνηκε παρανάλωμα τῆς φωτιᾶς. Τότε μαζί μὲ ἄλλα κάηκαν καὶ πολλά κειμήλια, ἀκόμα καὶ βιβλία καὶ χειρόγραφα μὲ σπουδαῖες μαρτυρίες.
Μὲ τὸ τέλος τῆς ἐπανάστασης ὁ Κυπριανός μὲ ἄλλους μοναχούς ἀνακαίνισε τὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ κατεδαφιστῆ πάλι αὐτὸ ὓστερα ἀπό λίγα χρόνια ἀπ’ τὸν Ὄθωνα. Ὁ βασιλιάς, περνώντας κάποτε ἀπό κεῖ, ἐνῶ περιώδευε, πληροφορήθηκε τὰ καθὲκαστα τῆς πλούσιας ἱστορίας του καὶ ἐντυπωσιάστηκε. Πάνω μάλιστα στὴν κορύφωση τῆς συγκίνησής του, ἀνέθεσε σὲ πατριῶτες μηχανικούς νὰ ἐκπονήσουν μεγάλα σχέδια γιὰ τὴν ἀνακατασκευή του. Τόσο ἤθελαν κι’ ἐκεῖνοι, ἔκαναν σχέδια ἀντίθετα πρός τὴν αἰσθητικὴ ὀργάνωση τοῦ μοναστηριοῦ καὶ γκρέμισαν τὸ ἱστορικό χτίσμα, γιὰ νὰ ὑψώσουν μὲ τὰ ὑλικά του τὸ σημερινὸ πολυδαίδαλο μοναστήρι.
Ἄμποτες ἡ πρόσφατη περιπέτεια τοῦ χτίσματος νὰ συγκινήση τούς ἰθύνοντες τῆς πολιτείας μας, ὣστε νὰ καταστῆ στόχος ἐνδιαφέροντος καὶ νὰ διατηρηθῆ ὅ,τι εἶναι δυνατό ἀπ’ τὴν παλιά του ἀρχιτεκτονική καὶ τὰ θυμητάρια του.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΩΜΑΣ