Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε σε δυο μέρη στο περιοδικό «ΩΡΕΣ», 5ο ΕΤΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 55-56, στις 18 Αυγούστου και 15 Σεπτεμβρίου 1990 ως μέρος του κύκλου «ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ».
Εγκαινιάζοντας τη σειρά παρουσίασης ανθρώπινων τύπων του Πηλίου, ας μου επιτραπεί ν’ αρχίσω με τον άνθρωπο που έζησα από κοντά στα παιδικά μου χρόνια στον Κατηγιώργη (και τον αγάπησα), το Δημητρό Φιλικούτσο, Κουπαντέ στο παρατσούκλι του1. Θα αρχίσω όμως από το τέλος της ζωής του με μια προσωπική και ανατριχιαστική ανάμνηση.
Τρείς Ιουλίου 1960, όταν ξεψύχησε στην «κατοικία» του - σπηλιά ενός δάσους στην τοποθεσία «Χαλουτά» περιοχής Κατηγιώργη ο ερημίτης Δημητρός πάνω στα 57 χρόνια του. Είταν φυματικός, και κανείς δεν ζύγωνε το λείψανο. Είδαμε κι απόειδαμε, και δυο μας τότε με τον κοινοτάρχη του Προμιριού Γιώργο Παπανικολάου (ίσως να ’ταν και τρίτο πρόσωπο, δεν θυμάμαι) τολμήσαμε κι ανεβήκαμε στην άγρια σπηλιά. Τον σύραμε έξω απ’ την τρύπα της, που την έφραζαν πουρνάρια κι άλλα αγριοκλάδια και τον κατεβάσαμε στο παρακείμενο ξέφωτο. Είταν ένα τόσο δα κουφάρι διπλωμένο με τα γόνατα στο σαγόνι - πετσί και κόκκαλο. Τον αναπτύξαμε σπάζοντας μερικές αρθρώσεις και τον φορτώσαμε στο ζώο (είταν του κοινοτάρχη;). Εγώ έφυγα για το πατρικό μου καλύβι, κι ο κοινοτάρχης έφερε το λείψανο στο Προμίρι, δώδεκα περίπου χιλιόμετρα μακριά. Το έθαψαν πεντέξι κάτοικοι κι ο παπάς μαζί σε μια γωνιά του νεκροταφείου, για να μη γίνει ποτέ η ανακομιδή των λειψάνων του.
Αυτόν τον ιδιότυπο αλλά πραότατο και άκακο τύπο του Προμιριού θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω σε δυο δημοσιεύματα μου - το ένα δεν φτάνει. Τον πρωτογνώρισα παιδαρέλι στο λιοχώραφό του στην ερημιά της θέσης «Παγώνα», όπου ζούσε. Γειτόνευε το κτήμα του με το πατρικό μου, και με φόβο συρόμουνα ως εκεί να ιδώ τον αγριάνθρωπο του τόπου. Δειλά στην αρχή, θαρρετά κατόπιν, ανέβαινα στο λιοπερίβολό του που το τριγύριζαν άγρια δάση, σ’ ένα τόπο πανεποπτικό. Έβλεπες αποκεί ολόκληρη τη Σκιάθο και με διαυγή ορίζοντα όλα τα Σποραδονήσια κι ένα μέρος της βορειοδυτικής Εύβοιας2.
Εδώ είταν τα λημέρια του Κουπαντέ. Κατάλυμά του τα τέσσερα ντουβάρια απόνα παλιό ισόγειο καλύβι χωρίς ίχνος σκεπής! Ούτε πόρτα ν’ ανοιγοκλείνει στην είσοδο, ούτε παραθύρι. Ουρανός από πάνω, χώμα από κάτω. Κι όταν έβρεχε; κι όταν χίονιζε; Ω, δεν υπήρχε πρόβλημα. Μέσα εκεί ξεσκέπαστος κι απροστάτευτος ο Κουπαντές του Προμιριού, σαν τους λύκους των γύρω δασών. Μονάχα τη φωτιά που άναβε στην βορινή γωνιά των τοίχων προστάτευε κάπως, γιατί είχε απλώσει από πάνω το ανάπτυγμα δυο τριών σκουριασμένων γαζοτενεκέδων. Φωτιά για να ζεσταίνεται(;) το χειμώνα ή να βράζει πότε πότε καμιά τσουκάλα φασουλάδα (κρέας βέβαια ποτέ). Εκεί λοιπόν κολλητά στη στάχτη απάγγιαζε τη γύμνια του και την κακομοιριά του ο ερημίτης. Εκεί και κοιμόταν. Όχι όμως σε οριζόντια στάση, αλλά σε στάση ανάγερτη! Γιατί η στάχτη, που δεν την πετούσε έξω ποτέ, είχε σχηματίσει μικρό ...βουναλάκι, κι ο Δημητρός πλάγιαζε στις πλευρές της από κάτω προς τα πάνω. Μαξιλάρι δεν χρειάστηκε ποτέ. Μια βρομοτσέργα από κάτω και μια βρωμοκαρπέτα από πάνω - τα μοναδικά σκεπάσματα, πλημμυρισμένα στην ψείρα και τον ψύλλο. Παράμερα σωρός τ’ αποπατήματά του - εικόνα φρίκης.
Μολοταύτα τον συμπαθούσα το φίλο μου το Δημητρό. Του πήγαινα ψωμί και φαϊ από το πατρικό κτήμα όταν το καθαρίζαμε ή μαζεύαμε ελιές, κι αυτός ανταπόδινε την επίσκεψη στο πατρικό μου καλύβι. Άλλωστε τον καλούσε κι ο πατέρας μου να έρθει να φάει. Είχαμε χωριστό πιάτο, χωριστό πηρούνι και κουτάλι και χωριστό ποτήρι κρασιού για τον παντάφτωχο Δημητρό. Ερχόταν να πάρει και νερό απ’ το πηγάδι του καλυβιού, για να τ’ ανεβάζει με τα δυο μισοσπασμένα και βρώμικα κανάτια ως το κατάλυμά του, ενάμισι χιλιόμετρο ανήφορος.
Εκατό άνθρωποι να ’ταν κοντά του, το Δημητρό θα ξεχώριζες από τα ρούχα του βέβαια: Χειμώνα καλοκαίρι τα ίδια. Σακάκι και παντελόνι και σκούφια πάντα στο κεφάλι. Δεν σήκωναν άλλα μπαλώματα. Σκιζόταν από τα κλαδιά ή την πολυκαιρία το σακάκι του ή το παντελόνι του ή το πουκάμισο; Οικονομούσε κάποιο κουρέλι και το μπάλωνε ο ίδιος - τί μπάλωμα είταν εκείνο! Ξανασκιζόταν το κουρέλι; Άλλο από πάνω έραβε και ούτω καθεξής... Κλωστή και βελόνα έβρισκε σε κάποια καλύβια, όπου είχε σίγουρη τη συμπάθεια. Πήγαινε και στη μητέρα μου από τα 1930 κι ύστερα και παρακαλούσε:
- Ράμμα, ράμμα, ράμμα...
Ο Δημητρός είταν ολιγομίλητος, αλλά κάθε ουσιαστικό ή επίρρημα (κάποτε και ρήμα) που ξεστόμιζε, το επαναλάβαινε συνήθως τρεις φορές:
- Νιρό, νιρό, νιρό θέλου. Μαθαίν’ς γράμματα, γράμματα, γράμματα. Δόσι μ’ ψουμί, ψουμί, ψουμί. Ταχιά, ταχιά, ταχιά θα ’ρθου...
Άμα όμως δεν έβρισκε κλωστή να μπαλώσει την κουρελαρία του, όπως συνέβαινε στα κατοχικά χρόνια; Τί έκανε τότε; Γλιστρούσε σε κάποια χωράφια περιφραγμένα με σύρματα, κι έκοβε με το χέρι όσο του χρειαζόταν, ποτέ περισσότερο. Καθόταν ύστερα σε κάποια ερημιά ή επέστρεφε στο κατάλυμά του κι έραβε τα ρούχα του με σύρμα! Δεν είταν να αντικρίσει ανθρώπινο μάτι τον αγριάνθρωπο του Προμιριού με το λιπόσαρκο εκείνο κορμί. Αλλά και ποιός να τον ιδεί μέσα στην άγρια ερημιά; Στο Προμύρι ποτέ δεν ανέβαινε - τί ζητούσε η αλεπού στο παζάρι; Άνθρωπος του δάσους, εξοικειωμένος με τα αγρίμια και τα πουλιά, δεν μπορούσε να εναρμονιστεί με οργανωμένη κοινωνία, να ζήσει κοντά στην ανάσα του πλήθους. Τον έβλεπαν μονάχα ξωμερίτες της περιοχής, και σχεδόν όλοι εκδήλωναν τον οίκτο τους στον παράξενο συντοπίτη τους. Τον ικανοποιούσαν κι όλα με κανένα κομμάτι ψωμί ή με καμιά φούχτα ψιλοφάσουλα. Του έδιναν και κανένα ρούχο από προσφιλή τους νεκρό3. Μα αυτός άμα το καταλάβαινε, το πετούσε:
- Είνι απού πιθαμένουνι, πιθαμένουνι, πιθαμένουνι, δε κάν’, δε κάν’, δε κάν’...
Προτιμούσε τα ...συρματομπαλωμένα ρούχα παρά εκείνα κάποιου νεκρού. Ακόμα και τα γόνατά του άσπριζαν μέσ’ από τις τρύπες του παντελονιού του, και μερικές φορές είχε σκισμένο το καβάλλο σε σημείο που να ξεχωρίζει η ...φύση του. Πηγαίναμε τότε, μικρά παιδιά, και με μια βέργα ...κεντρίζαμε τα προκλητικά όργανα του σώματος του. Μα αυτός, γαλήνιος και ελαφρά χαμογελώντας:
- Τι κάνιτι, τι κάνιτι, τι κάνιτι...
Εμείς τον κολλούσαμε:
- Δεν έχ’ ς, Δημητρό, δεν έχ’ ς...
- Έχου, έχου, έχου, η απάντησή του.
Σωστό πειραχτήριο και η γιαγιά μου Χαρίκλεια (1885-1979), έβρισκε τρόπους να ενοχλεί τον άκακο Δημητρό. Πήγαινε στο γιατάκι του, όταν μάζευε ελιές στο πατρικό μου κτήμα και του έκρυβε τα κανάτια ή του κατέβαζε το τσουκάλι με τα μισοβρασμένα φασόλια. Ανώδυνα πράματα. Μια φορά έκανε και τ’ άλλο: Βρήκε διπλωμένη μια ελληνική σημαία και την ύψωσε με καλάμι πάνω από την πόρτα της «βίλλας Κουπαντέ», όπως έλεγε. Σημαία εκεί; Που βρέθηκε;
Όταν στα 1936 έγινε δικτάτορας ο Μεταξάς, έβγαλε διαταγή να εφοδιαστούν όλα τα σπίτια στην Ελλάδα με σημαίες. Κάποιοι μεταφέρανε τη διαταγή στον αγαθό Δημητρό και τον τρόμαξαν:
- Άμα δε βάλ’ς σημαία στου κουνάκι σ’, χάθ’ κις. Θα σι μπήξ’ φυλακή ι Μιταξάς...
Τρομαγμένος από την απειλή, πήγε και βρήκε μια σημαία (άλλοι έλεγαν ότι την έραψε μόνος του με παλιοπάνια που του έδωκαν σε καλύβια), και την είχε στην αρχή με το ...μήνα υψωμένη στο σαράι του. Βαρέθηκε κάποτε και την κατέβασε, αλλά η γιαγιά μου την ανακάλυψε πεταμένη δίπλα στα βρωμοσκεπάσματά του και την ύψωσε ψηλά. Είταν η πρώτη (και η τελευταία) νομίζω φορά που «αρπάχτηκε» τόσο και ούρλιαζε δαιμονισμένα στην «Παγώνα» ο ταλαίπωρος ερημίτης, όταν αντίκρυσε το απόγευμα επιστρέφοντας, τη σημαία πάνω στο ερειπωμένο «χτίσμα» του.
Ο λόγος από το προηγούμενο τεύχος για τον ήρεμο και αγαθό αγριάνθρωπο του Προμιριού Δημητρό Φιλικούτσο - Κουπαντέ, που γεννημένος στα 1903, έσβησε μέσα σε σπηλιά του δάσους στα 1960. Ένα αγρίμι του λόγγου, σκληρόπετσο και άτρομο στις κακουχίες, τις μπόρες και τα χιόνια, καθώς ζούσε μόνιμα μέσα σε τέσσερα παλιοντόβαρα χωρίς σκεπή, στην παντέρημη τοποθεσία του Κατηγιώργη «Παγώνα». Είχε μπόι κανονικό αλλά λίγο μυαλό.
Ζούσε στην ερημιά πραΰνοντας την πείνα του με κανένα κομμάτι ψωμί ή ένα φτωχό πιάτο φαΐ που του ’διναν ευσπλαχνικοί εξοχίτες της περιοχής. Αλλά η πιο συνηθισμένη τροφή του είταν τα κούμαρα και τα γκόρτζια (αγριοαχλάδια), που άφθονα έδινε η φύση ένα γύρω. Κοντά στην πείνα και τις κακοπάθειες από τα χιονόβρεχα και τις ανεμοθύελλες, μα ωστόσο να αντέχει. Τον αναθυμάμαι να βγαίνει ζωντανός μέσα από τα χιόνια και να ’ρχεται στο πατρικό μου καλύβι. Του λέγαμε να μείνει στο παράσπιτο της αυλής όπου και ο σπιτικός φούρνος, μα αυτός ούτε ήθελε να αποχωριστεί το σαράι του. Έτρωγε λοιπόν τη μερίδα του στο καλύβι κι επέστρεφε στην ερημιά του για να κοιμηθεί μέσα στα χιόνια και τη λάσπη - είταν απίστευτο. Πείνα και των γονέων και δίψα τα καλοκαίρια, γιατί το νερό απείχε ενάμισι χιλιόμετρο μακριά.
Θα περίμενε τώρα κανείς μέσα απ’ το μόνιμο καθεστώς της πείνας (και της απόλυτης φτώχιας του) να γίνει ένας νέος Γιάννης Αγιάννης ή ένας κλέφτης ο Δημητρός. Να κλέβει για να ζεί, του είταν εύκολο. Να τρέξει σ’ ένα μποστάνι, για παράδειγμα, ή να ρημάξει κάποιον αγροτικό φούρνο με ψωμί ή να ανοίξει ένα καλύβι. Ποτέ. Ποτέ δεν διανοήθηκε ο φτωχός να αρπάξει έστω και μια φούχτα ελεύθερες ελιές από ξένο κτήμα. Ποτέ δεν επιχείρησε να στήσει δυο τρεις παγίδες στο γύρω δάσος, για να πιάσει τσιχλοκότσυφα, που κατά εκατοντάδες -αν όχι χιλιάδες- τον συντρόφευαν στην άγρια μοναξιά του. Τον προτρέπανε βέβαια κάποιοι να το κάνει, μα αυτός είχε έτοιμη την απάντηση:
- Θ’ λιές4, θ’ λιές, θ’ λιές, δε κάν’, δε κάν’...5.
Μια πλευρά της ηθικής του προσωπικότητας αντανακλάται και στην άψογη στάση του απέναντι στις γυναίκες. Όχι μονάχα δεν επιχείρησε ποτέ να επιτεθεί σε γυναίκα, μα ούτε καν ζύγωσε ποτέ καμιά με πονηρό σκοπό. Νομίζω πως ούτε σκέφτηκε καν στη ζωή του να συνευρεθεί με το αντίθετο φύλο, αφού ποτέ δεν ήρθε σε γάμου κοινωνία. Είταν ένας αληθινός καλόγερος με απόλυτη εγκράτεια και απέραντη πραότητα.
Είχε περάσει στη ζωή της νεανικής μου παρέας στο Προμίρι ο Δημητρός γύρω στα 1952. Τον παίρναμε ανάμεσά μας -είχε αρχίσει πια να ανεβαίνει μια δυο φορές το μήνα στο χωριό- και τον πειράζαμε:
- Δημητρό, θέλ’ς να σε παντρέψουμε;
Άστραφταν τα μάτια του φουκαρά και χαμογελώντας ελαφρά όπως πάντα, μας απαντούσε θετικά με την ψευδή φωνή του:
- Θέλου, θέλου, θέλου...
- Και ποιά θέλ’ς, βρε Δημητρό;
- Τ’ δασκάλα, τ’ δασκάλα, τ’ δασκάλα θέλου...
Βρισκόταν τότε στο Προμίρι μια νεαρή δασκάλα, που ζύγωνε κι αυτή το Δημητρό και αστειευόταν μαζί του, μια και είταν τόσο αγαθός και πράος πάντα. Την ήθελε λοιπόν για γυναίκα, αλλά ήθελε και λίρες προίκα.
- Πόσες θέλ’ς, Δημητρό;
- Διακόσις, διακόσις, διακόσις, κι να ’νι ούλις χρυσές!
Ζύγωνα τη δασκάλα παράμερα -θυμάμαι- να μεταφέρω δήθεν την απαίτηση για τις διακόσιες λίρες, κι ύστερα ξαναγύριζα στο Δημητρό. «Το κορίτσ’ -του έλεγα- δεν έχ’ τόσες λίρες που ζητάς, αλλά έχ’ εκατόν ενενήντα εννιά, μια λιγότερη δηλαδή. Τί λές, συμφωνείς;». Αμετάπειστος αυτός:
- Όχ’, όχ’, όχ’, στρόγγυλις διακόσις, διακόσις θέλου, κι να ’νι κι χρυσές...
Τον είχα στο κοντό για ένα χρόνο (κατά διαστήματα) το φίλο μου το Δημητρό για να δεχτεί το συνοικέσιο με εκατόν ενενήντα εννιά λίρες, αλλά αυτός ανένδοτος. Κουκούτσι μυαλό δεν είχε ο φουκαράς, μα είταν ένας μικρός άγιος - με όλα τα στοιχεία της αγιότητας μέσα του.
Ο Δημητρός είχε την ατυχία να χάσει μικρός και τους δυο γονείς του και έμεινε στη φροντίδα κάποιων μακρινών συγγενών του. Μεγάλωσε με χίλιες στερήσεις κι άλλα βάσανα, κι όταν κλήθηκε κι αυτός να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, δεν αρνήθηκε ούτε όταν η κοινοτική Αρχή του χωριού θέλησε να τον απαλλάξει, μικρόνους όπως είταν. Έτυχε μάλιστα να συνυπηρετούν στην ίδια μονάδα της βόρειας Ελλάδας με τον θείο μου Στάθη Παπαδήμο, γιατρό. Απόλαυση είταν για τους συστρατιώτες του ο αγαθός Δημητρός, γιατί πάνω σ’ εκείνη την αγαθιάρα φυσιογνωμία έβρισκαν μια μορφή ψυχαγωγίας. Κάποτε πήρε κι αυτός την άδειά του κι εφοδιάστηκε με φύλλο πορείας, ώστε να ταξιδέψει χωρίς να πληρώσει. Το φύλλο αυτό, του είπαν στη μονάδα, να το πάει στο σιδηροδρομικό σταθμό, για να λάβουν κι αυτόν υπόψη. Ο αγαθιάρης Δημητρός τί έκανε τότε; Πήγε και άφησε το φύλλο πορείας ανάμεσα στις δυο γραμμές του τρένου κι ανέβηκε στο βαγόνι. Στην πορεία βέβαια πλησίασε κι αυτόν ο ελεγκτής και του ζήτησε το χαρτί, για να πάρει απάντηση:
- Στ’ ς γραμμές, γραμμές, γραμμές τόχου, άμα γυρίσεις να πας να του βρεις...
- Βρε θεοσκοτωμένε, ύψωσε φωνή ο ελεγκτής, τί σχέση έχουν οι σιδηροδρομικές γραμμές με το εισιτήριο;
Ο Δημητρός το χαβά του:
- Στ’ ς γραμμές, γραμμές, γραμμές μου ’πανι να του πάου, κι κεί του πήγα, του πήγα, του πήγα...
Έπεσε τότε ανάμεσα ο θείος μου ο γιατρός, και ο ελεγκτής μπήκε στο νόημα, επιτρέποντας στο φτωχό Προμιριώτη να συνεχίσει το ταξίδι στο βαγόνι.
Μολαταύτα υπηρέτησε κανονικά τη θητεία του, για να επιστρέψει μετά στο χωριό του και να την αράξει πάλι στο πατρικό του κτήμα, στην ερημιά. Ολομόναχος εκεί. Είχε κι έναν αδελφό, το Θανάση, αλλά δεν καλλιέργησαν ποτέ επικοινωνία, γιατί είταν δυο εντελώς διαφορετικοί τύποι. Ο Θανάσης, άγριος στη συμπεριφορά του και φωνακλάς, ζούσε για να δουλεύει σκληρά, γιατί το ήθελε, και πέρασε τη ζωή του ως παραγιός σε νοικοκύρηδες του χωριού. Αντίθετα ο Δημητρός δεν ήθελε να ακούσει για εργασία ούτε στα χρυσά του νιάτα ακόμα. Τον έπαιρναν κάποιοι που τον λυπόνταν για κανένα θάμνεμα, μα ο φίλος μας με δυσκολία ύψωνε το τσαπί, κι ύστερ’ από μια δυο ώρες, το παρατούσε και γραμμή για το στέκι του.
- Έλα βρε Δημητρό, να τελειώσουμε το θάμνεμα, τον παρακαλούσε ο ένας.
- Έλα να κάψουμε κλαδιά, του πρότεινε ο άλλος...
Η απόκρισή του πάντα ίδια:
- Δ’λεία, δ’λειά, δ’λειά, δε κάν’, δε κάν’6...
Δω που τα λέμε όμως δεν διέθετε και την ανάλογη αντοχή, μια που η πείνα είταν πάντα η μόνιμη σύντροφός του. Κακοσιτισμένος λοιπόν μια ζωή, δεν είχε τα δυναμάρια να δουλέψει, και η αδυναμία είχε βάλει τη σφραγίδα της σ’ εκείνο το μόνιμα κοκκαλιάρικο σαρκίο.
Παρόλα τούτα ο Κουπαντές είχε όλη τη διάθεση (και τη σωματική δύναμη) να γκρεμίσει τα τέσσερα λασπόχτιστα ντουβάρια του καλύματός του και με τις πέτρες να υψώσει άλλα, εβδομήντα με ογδόντα μέτρα μακριά, γύρω στα 1944. Μήνες και μήνες στο ανώφελο έργο. Γιατί; Προσπαθούσαμε όλοι να τον πείσουμε να σταματήσει το γολγοθά του που ανάλαβε ανώφελα, τίποτα. Το χαβά του αυτός. Τελικά κατάφερε και ύψωσε με ξερολίθι τέσσερα ακανόνιστα ντουβάρια (7X4 μ.) ως δυο περίπου μέτρα ψηλά, χωρίς σκεπή βέβαια, και εκεί στέγασε τώρα τη γύμνια του και την κακομοιριά του, αδιαφορώντας, για μιαν ακόμα φορά, για τα χιονόνερα και τις παγωνιές των καιρών εκείνων.
Γύρω στα 1958 η τάση φυγής των χωρικών προς τα κέντρα συνεπήρε και τον ερημίτη του Προμιριού. Ο Δημητρός έγινε ταχτικός πια επισκέπτης του χωριού του και δεν άργησε να στήσει εδώ το νοικοκυριό του, που το αποτελούσαν πάντα: Μια τσουκάλα, ένα κουταλοπήρουνο, ένα μισοσπασμένο κανάτι και δυο βρωμοσκεπάσματα. Τίποτα άλλο. Τώρα εδώ στο χωριό έγινε ...άρχοντας. Δεν «έτρωγε» πια το χιόνι και τη βροχή, όπως στην εξοχή «του», και δεν τον χτυπούσε ο αγέρας της «Παγώνας». Σερνόταν σε έναν παλιοφούρνο (μια φορά θα τον ...έκαιγε η νοικοκυρά, που πήγε να τον ανάψει!) και κει κοιμόταν, πέρα από τα στοιχεία της φύσης που τα γνώριζε και τον γνώριζαν (και τον προστάτευαν).
Αυτή η φυγή του κόστισε και την υγεία του. Το αγρίμι μέσα στη νέα «κατοικία» του, μακριά ’πο τη ζεστή αγκαλιά της φύσης, αρρώστησε - για πρώτη και τελευταία φορά. Προσβλήθηκε από φυματίωση. Μόλις που έσερνε το ισχνό και ψειριαμένο κορμί του. Δεν μπορούσε όμως άλλο να μείνει στο χωριό, η φωνή της φύσης τον καλούσε. Σύμασε λοιπόν το βρωμονοικοκυριό του κι επέστρεψε στην αγκαλιά της, σαν άλλος άσωτος υιός. Δεν επανήρθε όμως στο «χτίσμα» του, πιο φυσικό είταν να κουρνιάσει στα σπλάχνα της γης όπως τ’ αγρίμια. Πήγε λοιπόν και στέγασε τη δυστυχία του σε δάσος πεντακόσια μέτρα πιο κάτω, μέσα σε βραχοσπήλι χωρίς μεγάλο βάθος. Μόλις μπορούσε να φυλαχτεί απ’ τη βροχή. Εδώ λοιπόν πέρασε κανα - δυο χρόνια, τρώγοντας ό,τι του έδινε η φύση γύρω ή του άφηνε κάποιος περαστικός. Πού και πού του πήγαιναν από τον Κατηγιώργη -ένα χιλιόμετρο παρακάτω- κάποιο πιάτο φαί. Του πήγαινα κι ο ίδιος απ’ το πατρικό μου καλύβι φαί και ψωμί, όταν βρισκόμουνα στην εξοχή, μα όλα στα χαμένα για το δύστυχο το Δημητρό, που έρευε κάθε μέρα. Στο τέλος δεν μπορούσε πια να σηκωθεί στα πόδια του. Η φυματίωση τον είχε εξουθενώσει, ο ερημίτης έσβηνε. Κι έσβησε οριστικά μια νύχτα, στις 3 Ιουλίου 1960, μόνος κι αβοήθητος εκεί στο σπήλαιο - μια συγκινητική ανθρώπινη περίπτωση, που κέντρισε το κοντύλι μου για να δημοσιεύσει στην εφημερίδα «Η Θεσσαλία» (17 Ιουλίου 1960) τούτη τη νεκρική αγγελία:
«Δραματικά εγράφη προχτές στο χωριό μας ο επίλογος της ζωής ενός απόκληρου της μικρής κοινωνίας μας, του Δημήτρη Φιλικούτσου, που ξεψύχησε μόνος κατάμονος στο κοίλωμα ενός βράχου σε εξοχική τοποθεσία του χωριού.
Τραγικός ο θάνατός του, υπήρξε το επιστέγασμα της επίσης τραγικής ζωής του. Δεν είχε την τύχη ο Μήτσος να γνωρίσει ούτε μάνα ούτε πατέρα και ζούσε από χρόνια μέσα στην άγρια ερημιά κοντά στον Αη - Γιώργη (σήμερα: Κατηγιώργη) του Προμιριού. Πνευματικά λίγο ανάπηρος, ουδέποτε θέλησε να εργασθή και ζούσε σε μια ψεύτικη καλύβα με το τίποτε, με την ελεημοσύνη των συγχωριανών του. Χωρίς να νοιώσει θαλπωρή της οικογένειας, χωρίς να τον σκιάση στέγη, χωρίς να κουρνιάσει σε κλίνη, χωρίς να μισήση ή να μισηθή από κανένα, κήρυκας του «μη μεριμνάτε δια την αύριον», εραστής της οκνηρίας, ισόβιος διασαλπιστής της κατά φύσιν ζωής, έξω από τις έγνοιες του βιοπορισμού, έζησε 57 χρόνια σαν αγρίμι εις πείσμα της κραταιάς ανθρώπινης δημιουργίας. Η τραγική ζωή του αφήνει έντονη ανάμνηση στο χωριό».