Γράφει ο Γιώργος Θωμάς
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΩΡΕΣ», 5ο ΕΤΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 54, στις 15 Ιουλίου 1990 ως μέρος του κύκλου «ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ».
Οσο συνεχιζόταν αδιατάραχτος ο λαϊκός βίος του Πηλίου και οι κοινότητες είταν ομοιογενείς, απλώνοντας αυθύπαρχτα κέντρα πολιτιστικής ζωής, ξεφύτρωναν αβίαστα κάποιοι τύποι σημαδεμένοι στα χωριά σαν τη μύγα μες το γάλα. Ευθυγραμμισμένοι με τη φύση γύρω τους και προσαρμοσμένοι, συνήθως, σε επίπεδα αφέλειας ή μωρίας προκλητικής για το κοινό, γίνονταν σημεία αναφοράς παντού και χρωμάτιζαν έντονα την καθημερινότητα του τόπου.
Είταν οι τύποι - περισσότερο οι άντρες και λιγότερο οι γυναίκες μέσα στο καθεστώς της πατριαρχίας - που με τα καμώματά τους και τις κωμικές τους αντιδράσεις γίνονταν η πρόκληση στην ενάγυρο κοινωνία, που δεν τους άφηνε σε χλωρό κλαρί. Η αλλόκοτη δηλαδή συμπεριφορά τους δημιουργούσε και τις ανάλογες αντιδράσεις των πειραχτήριων του χωριού, με αποτέλεσμα να αιωρείται ανάμεσά τους ένας ακήρυχτος πόλεμος. Τα πειραχτήρια επηρεάζονταν διεγερτικά από τη συμπεριφορά των τύπων και ανάλογα ενεργούσαν. Οπως και το αντίθετο: Οι τύποι, προκαλούμενοι από τις αντιδράσεις των συγχωριανών τους, ξεσπάθωναν ενάντιά τους, και με φωνές και κινήσεις αναστάτωναν το χωριό. Ετσι και οι δύο πλευρές «τροφοδοτούνταν», μπορώ να πω, αμοιβαία μέσα στην ατμόσφαιρα της κοινής αποδοχής τους, για να συνεχίζεται αυτή η διαμάχη την οποία «επιδίωκε» και η πλευρά των τύπων. Γι’ αυτό κι οι τελευταίοι εξασφάλιζαν μια οντότητα, συνειδητοποιώντας την υπόστασή τους στην παραδοσιακή κοινωνία του χωριού τους.
Πολλές φορές οι τύποι δεν είταν τόσο «μεγάλοι» και προκλητικοί. Γίνονταν όμως μεγάλοι από το ασίγαστο κυνηγητό των χωριανών. Οι «έξυπνοι» κυνηγούσαν ενοχλώντας τους αφελείς σε μια διάρκεια χρόνου, και οι τελευταίοι διαμόρφωναν τρόπους αντιδράσεων ερεθιστικών του περίγυρου. Η παρατήρηση βρίσκει την επιβεβαίωσή της στην λαϊκή ρήση και του Πηλίου «είταν σαλός ο ... (τάδε), τον αποσάλωσαν κι οι άλλοι». Να μην τολμούσε να ’βγαινε στην πλατεία ένας τύπος. Αυτόματα ...ηλεκτρίζονταν οι συντοπίτες από την παρουσία του, κι άρχιζαν τα πειράγματα. Αλλοτε με λόγια κι άλλοτε με διάφορες κινήσεις, πάντα οι ίδιες επαναλαμβανόμενες κάθε φορά για τον καθένα απ’ αυτούς. Συνέβαινε συγκεκριμένα τούτο: Οι πολλοί επινοούσαν τα λόγια ή τις ενέργειες που ερέθιζαν τους κωμικούς αυτούς τύπους και τις επαναλάβαιναν στην παρουσία τους. Κάποιες φορές και μια ακόμη λέξη ουδέτερη, ένα «φράστ» ας πούμε, τονισμένη δυνατά εξαγρίωνε τον τύπο, κι αυτό είταν όλο: Τα πειραχτήρια τον είχαν πια στα χέρια τους, κι όποτε τολμούσε αυτός να κάνει τη δημόσια εμφανασή του, άκουγε «φράστ» αποδώ και «φράστ» αποκεί.
Οι αλλόκοτες τώρα αντενέργειες των μικρών αυτών κωμικών ηρώων είταν η πιο μεγάλη ικανοποίηση όλων. Αυτή άλλωστε είταν και το σημαντικότερο κίνητρο της δραστηριότητας των πειραχτηρίων. Τους έφτανε η αντίδραση του τύπου, η οποία και τους ερέθιζε. Αν δεν εκδηλωνόταν, δεν θα προκαλούνταν και τα πειράγματα, κι έτσι ο τύπος ενώ θα ξεχώριζε στο χωριό, δεν θα άναβε φωτιές στο έμψυχο περιβάλλον. Πάντως και οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν ξέφευγαν απ’ το πεδίο της προσοχής των χωρικών, δεν έβρισκαν την ησυχία τους. Θα ’λεγε κανείς πως δεν μπορούσε να τους «ανεχτεί» η μικρή κοινωνία τους, έτσι όπως ξεχώριζαν με τη μωρία τους ή τη συμπεριφορά τους ή ακόμα με μια παραξενιά της μορφής τους. Τους πείραζαν, διακριτικά όμως και ήρεμα, συμπεριφερόμενοι απέναντί τους ανάλογα με το νοητικό τους επίπεδο, που πάντοτε είταν χαμηλό. Τους προξένευαν αίφνης με καλλίμορφες νέες του χωριού, κανόνιζαν προίκες - εικονικά βέβαια όλα - ή τους αράδιαζαν ψευτιές πλέκοντας διάφορες φανταστικές ιστορίες, αρκεί να τις πίστευαν. Αμα δεν περνούσαν οι ψευτιές, τότε μονάχα τους άφηναν στη ησυχία τους.
Χαρακτηριστικό είναι, τέλος, ότι όλο σχεδόν το χωριό δεχόταν με ικανοποίηση αυτή τη συνεχή διαμάχη ανάμεσα στις δύο πλευρές, μια και όλοι οι χωριανοί κινιόνταν στο ίδιο πολιτιστικό επίπεδο. Πάμπολλοι μάλιστα, ακούγοντας τη φασαρία, έβγαιναν επιτούτο στους δρόμους και απολάμβαναν τις συγκρούσεις. Δεν είταν και λίγες οι περιπτώσεις που τα επεισόδια έπαιρναν έκταση, ξεσηκώνοντας τους κατοίκους και δημιουργώντας σωστό πανηγύρι στο χωριό.
Πρωταγωνιστές στα πειράγματα είταν συνήθως οι νεότεροι. Αλλά και πάλι όχι όλοι οι νέοι της πολίχνης. Είταν ορισμένοι αυτοί που θαρρεί κανείς είχαν γεννηθεί για να πειράζουν και να σκαρώνουν τις φάρσες τους. Είταν καθιερωμένη αυτή η συμπεριφορά τους που εκδηλωνόταν κάθε μέρα σχεδόν. Κυρίως στις πλατείες με την παρουσία των περιπατητών και των καφενόβιων, ώστε να «προβάλλεται» η δράση τους - επεκτατικά και το πρόσωπό τους - και να δέχονται έτσι και μιαν ακόμα μορφή ικανοποίησης. Οταν όμως μεγάλωναν στα χρόνια αυτοί οι φαρσέρ, αποτραβιόνταν απ’ το προσκήνιο, αλλά δεν έπαυαν να παρακινούν άλλους νεότερους και να χαίρονται βαθιά μέσα τους στη πρόκληση των διάφορων αστειοτήτων και πράξεων σε βάρος των τύπων.
Την «εθιμική» τούτη τάση, που είναι προαιώνιο φαινόμενο στην ελληνική, γενικά, κοινωνία, εκδηλώνανε και τα παιδιά της πολίχνης. Να μην έπεφτε στην αντίληψή τους κάποιος κωμικός ή μωρός τύπος - άντρας ή γυναίκα. Θα τον τρέλαιναν κι αυτά. Πότε με ομαδικές κραυγές εναντίον του, πότε με διάφορες κωμικές χειρονομίες και γκριμάτσες όταν τον έβλεπαν, και γιατί όχι με πετροβολήματα του σπιτιού του όταν ο ίδιος βρισκόταν μέσα, θα έβρισκε τον τρόπο να διασκεδάσει και το παιδομάνι του χωριού. Αρκεί να υπήρξε κι εδώ αντίδραση απ’ την πλευρά, η οποία - όπως και στην περίπτωση των μεγαλύτερων - λειτουργούσε ως κίνητρο των πειραγμάτων τους.
Μέσα στην ταχτική αυτή των ενοχλημάτων εντάσσεται και το φαινόμενο των παρωνύμιων που έδιναν στους κωμικούς τύπους. Πάντα σχεδόν οι τελευταίοι έπαιρναν το ανάλογο παρατσούκλι τους από την ενάγυρο κοινωνία. Δύσκολα να συναντούσατε τύπο στο χωριό χωρίς το σούμι του. Αυτό μάλιστα επικρατούσε στα χείλη των χωριανών κι αυτό τονίζονταν ρυθμικά όταν η ομάδα σήκωνε «πόλεμο» ενάντια σ’ έναν τύπο. Ο τελευταίος βέβαια ξεσπάθωνε και γινόταν χαμός.
Πρέπει όμως να προσέξουμε και τούτο: Η περιπαιχτική στάση δεν εκδηλωνόταν ποτέ από ένα μόνο πρόσωπο. Ποτέ ο ένας μοναχός του δεν έστεργε να ενοχλήσει τον άλλο. Το ρόλο τούτο αναλάβαινε η ομάδα - δυο και πάνω πρόσωπα. Η παρουσία του άλλου λειτουργούσε ενισχυτικά στον καθένα, βαθαίνοντας την ικανοποιήσή του μεσ’ απ’ τη συλλογική δράση πια.
Η αντίδραση της ομάδας δεν πρέπει να θεωρηθεί ως εκδήλωση κακότητας προς τον τύπο. Κάθε άλλο. Δεν είναι κίνητρο το μίσος. Είναι νομίζω η ανάγκη της ψυχαγωγικής εκτόνωσης. Μέσα δηλαδή στη συστηματικά οργανωμένη κοινωνία του χωριού με τους αυστηρούς θεσμούς και τις τόσες απαγορευτικές διατάξεις, μέσα στην αναγκαιότητα υποταγής του χωρικού σε παγιωμένα και άκαμπτα σχήματα, αναζητιόται το ξεθύμασμα, η εκτόνωση. Τη βρίσκει λοιπόν στους διπλανούς του, τους μικρούς «ήρωες». Που να την έβρισκε αλλού, μετρημένες όπως είταν οι ευκαιρίες για εκτόνωση και ψυχαγωγία στην πολίχνη του;
Κοντά όμως στην ανάγκη της ψυχαγωγικής εκτόνωσης, λειτουργεί θαρρώ και το πλέγμα της μειονεκτικής του χωρικού ως παρακινητικό στοιχείο αναπαραγωγής και προώθησης των τύπων. Πραγματικά ο άνθρωπος του υπαίθρου, ζώντας μακριά ’πο τη βιτρίνα της πόλης κι ασχολούμενος με τα ταπεινά του έργα, αιστάνεται μειωμένος μπροστά στον αστό μιλάω πάντα για την ελληνική κοινωνία. Η συνείδηση αυτή τώρα πρέπει να αντισταθμιστεί, σύμφωνα με τον ψυχολογικό νόμο για αναπλήρωση. Ετσι αντιδράει, κι είναι αυτή η αντίδραση ένας τρόπος υπογράμμισης της προσωπικότητας του στην τριγυρινή κοινωνία, μια μορφή υπεροχής. Εκείνες τις ώρες που ενοχλούμενος ο τύπος εκδηλώνεται αντιδραστικά στην πλατεία, ας πούμε, μπροστά σε ένα πλήθος χωρικών, δημιουργείται μια άλλη ζωή. Θα ’λεγα και μια μικρή γιορτή ελευθερίας, αφού οι θεατές έχουν λυτρωθεί, έστω και προσωρινά, από τους καταναγκασμούς της καθιερωμένης πραγματικότητας. Σε τελευταία εξέταση, πάντως, βλέπω όλα τούτα στη βάση της ανάγκης του γέλιου, ως «διαχρονικού ανθρωπολογικού φαινομένου».
Για να «λειτουργήσει» ένας τύπος, χρειάζεται η προηγούμενη έγκριση της κοινότητας. Απαιτείται μ’ άλλους λόγους η «δημιουργική σύμπραξη των πολλών», οι οποίοι κινιόνται περισσότερο με το ένστικτο και λιγότερο με τη λογική και διαμορφώνουν ένα ξεχωριστό κοινωνικό ήθος, για να «βγεί» ο τύπος. Αλλιώς δεν γίνεται. Μπορεί επομένως να γεννηθεί και να αντρωθεί ένας τέτοιος άνθρωπος, δεν θα πάρει όμως τη διάσταση του τύπου, όταν δεν «εγκριθεί» απ’την κοινότητα.
Οχι λοιπόν πως δεν γεννιόνται σήμερα οι τέτιοι άνθρωποι. Γεννιόνται - σε μικρότερα βέβαια ποσοστά, αφού ο κυρίαρχος ορθολογισμός ισοπεδώνει τους ανθρώπους. Ερχονται επομένως στη ζωή με την προϋπόθεση να γίνουν τύποι. Αν θα γίνουν και πόσο θα γίνουν, θα το καθορίσει το έμψυχο περιβάλλον τους. Αλλά αυτό το περιβάλλον δεν αποτελεί σήμερα κοινωνική ομάδα με την πραγματική της έννοια. Είναι συνήθως άθροισμα ανθρώπων χωρίς τους παλιούς δεσμούς και την πολιτιστική συνοχή της παλιότερης κοινωνίας και όχι ομοιόμορφο πολιτισμικά. Ενα κοινό επομένως του βιομηχανικού πολιτισμού, ανίκανο να «κατασκευάσει» και να συντηρήσει τον τύπο.
Σ’ αυτή την απουσία ικανότητας αλλά και την επικράτηση του ορθού λόγου αντικρίζω την έλλειψη των τύπων απ’ τα χωριά μας (αλλά και τις πόλεις) σήμερα.
Υ.Γ. Στο επόμενο τεύχος εγκαινιάζεται η παρουσίαση των τύπων του Πηλίου, όπως οι τελευταίοι λειτουργούσαν στην καθημερινή τους ζωή, ερεθίζοντας ανάλογα τον κοινωνικό περίγυρο.